Ο «πόλεμος των TOYOTA» είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την τελευταία φάση της σύρραξης ανάμεσα στο Τσαντ και στην Λιβυή που έλαβε χώρα το 1987 στο Βόρειο Τσαντ και στα σύνορα του τελευταίου με την Λιβυή. Πήρε το όνομα του από την ευρεία χρήση οχημάτων Toyota, κυρίως των μοντέλων Toyota Hilux και Toyota Land Cruiser,με τα οποία,απέναντι σε κάθε λογική,οι δυνάμεις του Τσαντ συνέτριψαν τις βαριά οπλισμένες Λιβυκές δυνάμεις. Ο πόλεμος τελείωσε με ήττα για την Λιβυκή πλευρά, η οποία απώλεσε περί τους 7.500 άνδρες και στρατιωτικό εξοπλισμό περί τα 1,5 δις δολλάρια. Οι απώλειες των δυνάμεων του Τσαντ ήταν περίπου 1000 νεκροί.
Ο πόλεμος ξεκίνησε με την Λιβυκή κατάκτηση του βόρειου Τσαντ το 1983, όταν ο Λίβυος ηγέτης Μαομάρ Καντάφι αρνήθηκε να αναγνωρίσει την νομιμότητα του προέδρου του Τσαντ Hissene Habre, υποστηρίζοντας την απόπειρα της αντιπολίτευσης να τον ανατρέψει. Το σχέδιο ανατροπής εν τέλει απέτυχε λόγω της Γαλλικής εμπλοκής, πρώτα με την Επιχείρηση Manta και έπειτα με την Επιχείρηση Epervier, η οποία απέτρεψε την Λιβυκή επέκταση νοτίως του 16ου παραλλήλου.
Το 1986, ακόμα και η αντιπολίτευση στράφηκε κατά των Λίβυων, στερώντας την τελευταία από το τελευταίο ίχνος νομιμότητας για την επέμβαση της εντός του Τσαντ. Ενθαρρυμένος από αυτήν την εξέλιξη, ο Habre αποφάσισε να στραφεί ολοκληρωτικά στον αγώνα για την εκδίωξη των Λιβυκών στρατευμάτων από την χώρα, βλέποντας μιας ευκαιρία να ενώσει το Τσαντ υπό την διοίκηση του. Ο Habre διέταξε τις δυνάμεις του να περάσουν τον 16ο παράλληλο ώστε να ενωθούν με τους επαναστάτες της αντιπολίτευσης τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Λίγες εβδομάδες αργότερα μια μεγαλύτερη δύναμη χτύπησε στην πόλη της Fada, καταστρέφοντας την τοπική Λιβυκή φρουρά. Σε τρεις μήνες οι δυνάμεις του Habre κατόρθωσαν να ανακαταλάβουν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου το βόρειο Τσαντ, με την αρμονική χρήση μεθόδων τόσο αντάρτικου, όσο και συμβατικού πολέμου. Νέες συγκρούσεις ξέσπασαν τους επόμενους μήνες με τις Λιβυκές δυνάμεις να υφίστανται βαριές ήττες. Τελικά η σύγκρουση έληξε με την επιβολή εκεχειρίας τον Σεπτέμβριο του 1987.
Κατάσταση στο έδαφος
Με την έναρξη του 1987 η εικόνα του λιβυκού εκστρατευτικού σώματος έδειχνε εντυπωσιακή. Πάνω από 8.000 στρατιώτες, 300 άρματα μάχης, πολλοί ΠΕΠ και πυροβόλα, ελικόπτερα Mi-24 και 60 μαχητικά αεροσκάφη σχημάτιζαν μια ισχυρή δύναμη πυρός. Αυτή η δύναμη δεν είχε τεθεί υπό ενιαία διοίκηση αλλά χωρίζονταν σε Νότιο Επιχειρησιακό Συγκρότημα με έδρα το Tibesti και δύναμη 2.500 ανδρών και Ανατολικό Επιχειρησιακό Συγκρότημα με έδρα την Faya-Largeau. Αν και ισχυρή η Λιβυκή δύναμη υπέφερε από προβλήματα ηθικού και λανθασμένης επιχειρησιακής χρησιμοποίησης της από την ανώτατη λιβυκή ηγεσία.
Επίσης, με την πάροδο του χρόνου οι Λίβυοι είχαν να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη ισχύ των Εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων του Τσαντ (FANT) οι οποίες αποτελούνταν από 10.000 στρατιώτες με πολύ καλό ηθικό, οι οποίοι διοικούνταν από έμπειρους και ικανούς διοικητές, όπως οι Idryss Deby, ο Hassan Djamous και ο πρόεδρος Hissene Habre αυτοπροσώπως. Και αν και στερούνταν αεροπορικής δύναμης και χαρακτηρίζονταν από μειωμένη κινητικότητα και λίγα αντιαρματικά και αντιαεροπορικά όπλα, το FANT μπορούσε να βασίζεται στην γαλλική αεροπορία, η οποία αδρανοποιούσε την αντίστοιχη λιβυκή κρατώντας την καθηλωμένη στο έδαφος και στην γαλλική βοήθεια στην μορφή της παροχής 400 οχημάτων Toyota εξοπλισμένων με αντιαρματικά συστήματα MILAN. Αυτά τα οχήματα είναι που έδωσαν το όνομα “Πόλεμος των Toyota” στην τελευταία φάση της σύγκρουσης ανάμεσα στο Τσαντ και την Λιβυή.
Μάχη της Fada
Ο Habre επέλεξε ως πρώτο στόχο για την ανακατάληψη του βόρειου Τσαντ την καλά οχυρωμένη βάση τηλεπικοινωνιών στην Fada. Η τελευταία προστατεύονταν από 1.000 Λίβυους στρατιώτες και τον κορμό της πολιτοφυλακής του Δημοκρατικού Επανασταστικού Συμβουλίου-CDR(στενοί σύμμαχοι του Καντάφι), εξοπλισμένους με τεθωρακισμένα και πυροβολικό. Απέναντι σε αυτήν την δύναμη, ο Habre συγκέντρωσε περίπου 3.000 στρατιώτες με ημιφορτηγά Toyota εξοπλισμένα με αντιαεροπορικούς και αντιαρματικούς πυραύλους, όπως τους MILAN.
Αυτή η ισχυρή δύναμη επέπεσε επί της λιβυκής δύναμης στην Fada, την πρωτεύουσα του Ennedi στις 2 Ιανουαρίου. Ο επικεφαλής των δυνάμεων του Τσαντ, στρατηγός Hassan Djamous αιφνιδίασε την λιβυκή δύναμη με καταστροφικά αποτελέσματα. Με την χρήση έξυπνων τακτικών βασισμένες στην ανώτερη κινητικότητα των οχημάτων που διέθετε, το FANT σχεδόν εξολόθρευσε την λιβυκή τεθωρακισμένη ταξιαρχία που υπερασπίζονταν την Fada: 784 Λίβυοι στρατιώτες και μέλη του CDR σκοτώθηκαν, 92 άρματα μάχης T-55 και 33 ΤΟΜΑ BMP-1 καταστράφησαν και 13 T-55 και 18 BMP-1 καταλήφθηκαν από τις δυνάμεις του FANT-μαζί με 81 Λίβυους στρατιώτες. Οι απώλειες των δυνάμεων του Τσαντ ήταν ελάχιστες-μόλις 18 νεκροί στρατιώτες και 3 οχήματα Toyota κατεστραμμένα.
Αυτή ήταν μια από τις πρώτες σημαντικές μάχες όπου χρησιμοποιήθηκαν ελαφρά οχήματα οπλισμένα με πολυβόλα και πυραυλικά συστήματα και που έγιναν γνωστά αργότερα ως “technical”. Αυτή η τακτική είχε τις ρίζες της στις αντίστοιχες τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν κατά την διάρκεια του Β’ Π.Π από την LRDG στις ερήμους της Β.Αφρικής, αλλά αυτή την φορά σε μικρότερη κλίμακα, εναντίον μικρότερης αριθμητικής δύναμης εχθρού αλλά με πιο σύγχρονο οπλισμό και εξοπλισμό.
Αν και η νίκη πιστώνεται στους στρατιωτικούς ηγέτες του Τσαντ που με ανώτερη τακτικά σκέψη επιβλήθηκαν των αντιπάλων τους, σημαντικότατο,αν όχι καταλυτικό ρόλο, έπαξε και η κατοχή εκ μέρους τους των αντιαρματικών βλημάτων MILAN οι οποίοι σε συνδυασμό με την ανώτερη κινητικότητα και ευελιξία των Toyota, επικράτησαν κατά κράτος εναντίον των λιβυκών αρμάτων μάχης.
Αν και τις επόμενες μέρες,η λιβυκή αεροπορία επιχείρησε με αλλεπάληλα κύματα βομβαρδιστικών να καταστρέψει τον καταληφθέντα από το FANT λιβυκό οπλισμό και εξοπλισμό, αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει το γεγονός πως οι λιβυκές δυνάμεις υπέστησαν δεινή ήττα, η οποία αποτέλεσε και την αρχή του τέλους της χρόνιας Λιβυκοτσαντικής σύγκρουσης.
Λιβυκή εκδίωξη
Η απροσδόκητη ήττα στην Fada εξόργισε τον Καντάφι, ο οποίος αντέδρασε κηρύσσοντας γενική επιστράτευση στις 4 Ιανουαρίου. Επίσης σε μια επιθετική πράξη προς την Γαλλία διέταξε τον βομβαρδισμό της Arada, νοτίως του 16ου παραλλήλου. Η πράξη αυτή έφερε την αντίδραση των Γάλλων οι οποίοι βομβάρδισαν και κατέστρεψαν τον σταθμό ραντάρ στην Ouadi Doum, «τυφλώνοντας» κατ’ουσίαν την Λιβυκή αεροπορία σε ό,τι έχει να κάνει με τις επιχειρήσεις της στο Τσαντ τους επόμενους μήνες. Ο Καντάφι προσπάθησε να περιορίσε την δράση του FANT προωθώντας στο μέτωπο νέες μονάδες, ανάμεσα τους και δυνάμεις της επίλεκτης Ρεπουμπλικανικής Φρουράς., φέρνοντας το ύψος των λιβυκών δυνάμεων στην χώρα σε πάνω από 11.000 μέχρι τον Μάρτιο.
Τον Μάρτιο του 1987 νέα ήττα ανέμενε τους Λίβυους στην χώρα καθώς η κύρια αεροπορική τους βάση στην Ouadi Doum έπεσε στα χέρια των δυνάμεων του Τσαντ. Αν και προστατεύονταν από ναρκοπέδια και πάνω από 5.000 στρατιώτες εξοπλισμένους με άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα και αεροσκάφη, η βάση κατελήφθη από μια μικρότερη δύναμη που διέθετε ημιφορτηγά εξοπλισμένα με πολυβόλα, ΠΑΟ και αντιαρματικά συστήματα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις παρατηρητών, οι νίκες του Τσαντ τους πρώτους τρεις μήνες του 1987, είχαν στοχίσει στην λιβυκή πλευρά στην απώλεια πάνω από 3.000 στρατιωτών οι οποίοι είτε σκοτώθηκαν, είτε αιχμαλωτίστηκαν ή λιποτάκτησαν. Μεγάλοι αριθμοί αρμάτων μάχης, τεθωρακισμένων οχημάτων, πυροβολικού, αεροσκαφών και ελικοπτέρων αιχμαλωτίστηκαν ή καταστράφησαν.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, η λιβυκή αεροπορία εξαπέλυσε επιδρομές με στόχο την καταστροφή πρώην λιβυκού εξοπλισμού που είχε πέσει στα χέρια των δυνάμεων του Τσαντ, με στόχο να απαγορεύσει την χρήση του από τις τελευταίες. Έχει επίσης αναφερθεί, ότι πολλοί Λίβυοι στρατιώτες σκοτώθηκαν κατά την προσπάθεια τους να αποφύγουν την μάχη λιποτακτώντας. Στην Quadi Doum για παράδειγμα, οι Λίβυοι υπέστησαν υψηλές απώλειες προσπαθώντας να διαφύγουν μέσω των ναρκοπεδίων τους.
Η πτώση της Quadi Doum αποτέλεσε ένα σοβαρό πισογύρισμα για τους Λίβυους. Εγκαταλελημένοι από τους περισσότερους συμμάχους τους στο Τσαντ, οι Λιβυκές δυνάμεις βρέθηκαν απομονωμένες σε εχθρικό έδαφος ενώ η απώλεια της κύριας λιβυκής αεροπορικής βάσης στο Τσαντ σήμαινε πως η λιβυκή αεροπορία δεν θα μπορούσε να παράσχει εγγύς αεροπορικής υποστήριξη στα στρατεύματα εδάφους. Σε γενικές γράμμες, η επίθεση εναντίον του FANT είχε αποκαλύψει την τρωτότητα της λιβυκής βαριάς τεθωρακισμένης δύναμης απέναντι σε έναν πιο ευέλικτο εχθρό. Βλέποντας την αρνητική τροπή που είχε πάρει γι’αυτόν ο πόλεμος,ο Καντάφι δεν είχε άλλη επιλογή από το διατάξει γενική υποχώρηση. Η τελευταία έλαβε χώρα από την επαρχία Borkou-Ennedi-Tibesti ξεκινώντας από την Faya-Largeau. Η τελευταία είχε χρησιμοποιηθεί ως η κύρια λιβυκή βάση κατά τα τέσσερα τελευταία χρόνια, αλλά βρισκόνταν πλέον υπό τον κίνδυνο περικύκλωσης της από τις εχθρικές δυνάμεις. Η φρουρά της, δυνάμεως 3.000 ανδρών, μαζί με του επιζώντες από την Quadi Doum, υποχώρησαν προς την λιβυκή βάση της Maatan-as-Sarra, βορείως των συνόρων του Τσαντ. Σε μια προσπάθεια να περιορίσει την ζημιά που υπέστη η χώρα του σε διεθνές επίπεδο, ο Καντάφι ανακοίνωσε πως η Λιβύη είχε νικήσει στον πόλεμο κατά του Τσαντ και τώρα αποχωρούσε με στόχο να αφήσει ελεύθερο το πεδίο στην αντιπολίτευση να πολεμήσει τον Habre.
Αυτές οι στρατιωτικές επιτυχίες οδήγησαν στον πλήρη έλεγχο του Τσαντ από τις δυνάμεις του FANT και το έφεραν σε σημείο να απειλεί με πλήρη εκδίωξη τις Λιβυκές δυνάμεις από την λωρίδα της Aouzou. Παράλληλα επηρρέασαν την παγκόσμια θέαση της Λιβυής ως σημαντικής περιφερειακής στρατιωτικής δύναμης και έθεσαν σε αμφιβολία την ικανότητα και την αποφασιστικότητα για μάχη των Λίβυων στρατιωτών, ειδικά σε εμπλοκές εκτός της χώρας, στις οποίες δεν είχαν ισχυρό προσωπικό κίνητρο.
Ο “Πόλεμος των Toyota” προκάλεσε το ενδιαφέρον των Η.Π.Α οι οποίοι είδαν τον Habre και τις δυνάμεις του σαν πολιορκητικό κριό ώστε να ανατρέψουν τον Καντάφι. Η κυβέρνηση Ρήγκαν αποφάσισε να συνδράμει πιο ενεργά τον Habre παρέχοντας του στρατιωτική βοήθεια ύψους 32 εκατομμυρίων δολαρίων, ανάμεσα τους και Α/Α βλήματα FIM-92 Stinger.
Το Τσαντ στην επίθεση
Η μάχη της Aouzou
Τον Αύγουστο του 1987, οι ενθαρρυμένοι από τις πρόσφατες επιτυχίες τους στρατιώτες του Τσαντ, μετέφεραν την δράση τους στην διαφιλονικούμενη Λωρίδα της Aouzou. Η μάχη ξεκίνησε ουσιαστικά στα τέλη Ιουλίου. Μετά τις απανωτές ήττες τις οποίες υπέστησαν, οι Λίβυοι προχώρησαν στην εξαπόλυση μιας αντεπιθετικής ενέργειας στις 8 Αυγούστου σε μια προσπάθεια να επανακτήσουν ένα προγεφύρωμα στα όρη Tibesti. Καθώς η συνολικής δυνάμεως 3.000 ανδρών λιβυκή στρατιωτική δύναμη προχωρούσε νότια, κοντά στην κωμόπολη του Bardai, αναχαιτήστηκαν από το τις δυνάμεις του FANT οι οποίες τους περικύκλωσαν και τους επιτέθηκαν από πολλαπλές κατευθύνσεις αναγκάζοντας τους να υποχωρήσουν. Οι δυνάμεις του Τσαντ κινήθηκαν επιθετικά, καταδιώκοντας τους Λίβυους προς την Aouzou προκαλώντας πολλές απώλειες στις Λιβυκές δυνάμεις οι οποίες υπέφεραν την απώλεια 650 νεκρών, 147 αιχμαλωτισμένων, την καταστροφή 30 αρμάτων μάχης και ΤΟΜΠ και την απώλεια 111 οχημάτων που έπεσαν στα χέρια του εχθρού.
Η απώλεια της Aouzou εξαγρίωσε τον Λίβυο ηγέτη Μουαμάρ Καντάφι που διέταξε την άμεση ανακατάληψη της. Απεστειλε τον Ali ash-Sharif, που θεωρούνταν ευρέως ο ικανότερος Λίβυος στρατηγός μαζί με μια δύναμη 15.000 ανδρών με αποστολή την ανακατάληψη της πόλης. Η Λιβυκή επίθεση ξεκίνησε με βομβαρδισμό πυροβολικού και αεροπορίας με στόχο την μείωση της αμυντικής ικανότητας των υπερασπιστών της. Παρά τον βομβαρδισμό, όταν οι Λίβυοι εξαπέλυσαν τελικά την κυρίως επίθεση τους αναχαιτήστηκαν χάνοντας περισσότερους από 200 άνδρες. Οι άνδρες του Τσαντ βρήκαν τον τρόπο να ανταπεξέλθουν απέναντι στο κατά πολύ ισχυρότερο Λιβυκό οπλοστάσιο το οποίο περιλάμβανε άρματα μάχης T-55 με την χρήση εκπληκτικών τακτικών. Για παράδειγμα, απέναντι στα Λιβυκά άρματα, έστελναν οχήματα Toyota εξοπλισμένα με βλήματα ATGM MILAN ανά δυάδες, τα οποία προσέγγιζαν τα εχθρικά άρματα από αντίθετες κατευθύνσεις. Τα άρματα αδυνατούσαν να εμπλέξουν στόχους ερχόμενους από αντίθετες κατευθύνσεις λόγω αργής περιστροφής του πύργου. Στο μεταξύ οι Λίβυοι διεξήγαγαν απλές, αργές μετωπικές επιθέσεις οι οποίες εύκολα αντιμετωπίζονταν από τους μαχητές του Τσαντ με την χρήση ταχέως αναπτυσσόμενων αντεπιθέσεων. Βρισκόμενος αντιμέτωπος με την ήττα ο ash-Sharif ξεκίνησε τον ακόμα με μεγαλύτεηρ ένταση βομβαρδισμό πυροβολικού και αεροπορίας. Παράλληλα ζήτησε και έλαβε αριθμό δυνάμεων καταδρομών και σχηματισμούς της Φρουράς της Τζαμαχαρίγια. Χρησιμοποιώντας αυτές τις δυνάμεις σαν στρατεύματα εφόδου και με την υποστήριξη τεράστιας δύναμης πυρός-οι δυνάμεις του Τσαντ στερούνταν της Γαλλικής αεροπορικής υποστήριξης-πέτυχε τελικά την ανακατάληψη της Aouzou στις 28 Αυγούστου απέναντι σε μόλις 400 μαχητές του FANT. Αυτή ήταν και η μοναδική λιβυκή νίκη σε εκείνον τον πόλεμο.
Η επιδρομή στην Maaten al-Sara
Η ήττα των δυνάμεων του FANT στην Aouzou οφείλεται κυρίως στην δράση της λιβυκής αεροπορίας και στην ικανότητα της να παράσχει εγγύς αεροπορική υποστήριξη στις δυνάμεις εδάφους. Γνωρίζοντας το ο Habre αποφάσισε να διεξάγει μια παράτολμη επιδρομή στην κύρια λιβυκή αεροπορική βάση στην νότια Λιβύη, στην Maaten al-Sara, 60 μίλια βορείως των συνόρων Λιβυής-Τσαντ και να την καταστρέψει.
Η επίθεση στην βάση ξεκίνησε στις 5 Σεπτεμβρίου, αιφνιδιάζοντας τους Λίβυους και κατά τα φαινόμενα τους Γάλλους οι οποίοι και αρνήθηκαν να παράσχουν πληροφοριακή και λογιστική υποστήριξη. Για να παραπλανήσουν τους Λίβυους οι δυνάμεις του Τσαντ κινήθηκαν αρχικά φαινομενικά σε άσχετη κατεύθυνση, βορείως και βορειοδυτικά μέσα σε λιβυκό έδαφος, στρίβοντας ανατολικά και κατευθυνόμενες στην Maaten al-Sara με αποτέλεσμα να εκληφθούν από τους λίβυους τοπικούς διοικητές ως ενισχύσεις και να μην σημάνει συναγερμός. Απέναντι στην ισχυρή λιβυκή φρουρά αποτελούμενη από 2.500 άνδρες, ταξιαρχία αρμάτων, πυροβολικό και εκτεταμένες οχυρώσεις, τα στρατεύματα του Τσαντ κινήθηκαν τάχιστα, ανατρέποντας κάθε αντίσταση και καταλαμβάνοντας την βάση, επιδεικνύοντας παράλληλα την έλλιψη ετοιμότητας των λιβυκών ενόπλων δυνάμεων. Σε αντίθεση με τις απώλειες του FANT που ήταν ελάχιστες, οι Λίβυοι υπέφεραν βαρύτατες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό:1717 Λίβυοι σκοτώθηκαν, 300 αιχμαλωτίστηκαν και εκατοντάδες άλλοι σκόρπισαν στην έρημο προκειμένου να μην σκοτωθούν ή συλληφθούν αιχμάλωτοι. Οι άνδρες του Τσαντ προχώρησαν στην καταστροφή του εξοπλισμού που δεν μπορούσαν να μεταφέρουν ανάμεσα τους 70 άρματα μάχης, 30 ΤΟΜΠ, 8 συστήματα ραντάρ, πολυάριθμα συστήματα κατευθυνόμενων βλημάτων εδάφους-αέρος(SAM) και 26 αεροσκαφών-ανάμεσα τους 3 MIG-23, 1 Mi-24 και 4 Mirage F.1-ενώ κατέστρεψαν τους δύο διαδρόμους αεροπροσγείωσης.
Σε μια απεγνωσμένη κίνηση αντεπίθεσης ο Καντάφι διέταξε την εκδήλωση επιχείρησης αεροπορικού βομβαρδισμού εναντίον της N’Djamena, πρωτεύουσας του Τσαντ και της Abeche. Και οι δύο επιδρομές απέτυχαν ενώ στην μια ένα Tu-22 καταρρίφθηκε από γαλλικό αντιαεροπορικό σύστημα HAWK.
Κατάπαυση πυρός
Μετά σειρά ταπεινωτικών ηττών ο Καντάφι δεν είχε άλλη επιλογή από την αναζήτηση συμφωνίας κατάπαυσης πυρός η οποία και επετεύχθη στις 11 Σεπτεμβρίου ενώ σε μετέπειτα στάδιο οι δύο χώρες αποφάσισαν την επίλυση του ζητήματος στο Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1994 το δικαστήριο απεφάνθη υπερ του Τσαντ λύοντας μια διαφορά ετών. Η περιπέτεια στο Τσαντ αποτέλεσε μια τραυματική εμπειρία για την Λιβυή ενώ κατέδειξε και το χαμηλό αξιόμαχο των λιβυκών ενόπλων δυνάμεων που δεν συνέδαδε με την εικόνα που είχε σχηματίσει για αυτές και ήθελε να προβάλλει στο εξωτερικό ο υπερφίαλος ηγέτης της Λιβυής, κάνοντας τον πιο προσεκτικό τα επόμενα χρόνια στην εξωτερική πολιτική της χώρας του.