Το ρωσικό δόγμα βληματοκεντρικών επιχειρήσεων ως υποκατάστατο-συμπλήρωμα της αεροπορικής ισχύος απέδειξε την αξία του στον πόλεμο της Ουκρανίας, και εφόσον η Τουρκία κινείται στο ίδιο δογματικό μονοπάτι, η Ελλάδα θα πρέπει να το μελετήσει και να εστιάσει στην απόκτηση ανάλογων ικανοτήτων αλλά και των απαραίτητων αντιμέτρων.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Τόλιας
Αν και ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ακόμη νωρίς να δώσει ασφαλή διδάγματα και μαθήματα, ένα βασικό δόγμα αναδύεται κυρίαρχο από την Ρωσική πλευρά: τα βαλλιστικά βλήματα και οι πύραυλοι πλεύσης μπορούν να υποκαταστήσουν πλήρως ή μερικώς, ή να συμπληρώσουν την αεροπορική ισχύ, εξασφαλίζοντας αποτελέσματα όμοια με αυτά μίας αεροπορικής εκστρατείας χωρίς όμως τις αναπόφευκτες απώλειες σε αεροσκάφη και πιλότους.
Η προσπάθεια εξαγωγής συμπερασμάτων δυστυχώς γίνεται σε ένα περιβάλλον Πληροφοριών Ανοικτών Πηγών (Open Source Intelligence – OSINT) που καλύπτεται από ένα πυκνό πέπλο κάλυψης της αλήθειας, όχι απλώς εξαιτίας της ανέκαθεν παρουσίας της “ομίχλης του πολέμου” αλλά από μία άνευ προηγούμενου εκστρατεία παραπλάνησης, διαστρέβλωσης και διαχείρισης της πραγματικότητας από την Ουκρανία, την Δύση και σχεδόν όλο τον υπόλοιπο κόσμο εναντίον της Ρωσίας.
Που είναι η Ρωσική Αεροπορία;
Επιστρέφοντας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, από την πρώτη στιγμή τέθηκε από τους δυτικούς στρατιωτικούς αναλυτές ένα βασικό ερώτημα: που βρίσκεται η Ρωσική Αεροπορία;
Πολλοί έσπευσαν να επισημάνουν, την – κατ’ αυτούς – απόλυτη σχεδόν απουσία της Ρωσικής Αεροπορίας από την μάχη, γεγονός που καταδεικνύει – πάντα κατά τους ίδιους – την αδυναμία της Ρωσικής Αεροπορίας να λειτουργήσει υπό συνθήκες σύγχρονου αεροπορικού πολέμου.
Είναι φανερό, ωστόσο, με μια ψύχραιμη και ορθολογική ματιά, πως οι συγκεκριμένοι (Δυτικοί) αναλυτές έχουν πέσει θύματα του φαινομένου που ονομάζεται “mirror imaging syndrome”, ήτοι “συνδρόμου ειδώλου καθρέπτη”, που δεν είναι άλλο από την σύγχρονη διατύπωση του αρχαίου ρητού “κρίνειν εξ’ ιδίων τα αλλότρια”.
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, είναι εμφανές πως οι Δυτικοί στρατιωτικοί αναλυτές είναι εθισμένοι στον Δυτικό τρόπο του μάχεσθαι, και δεν τους είναι εύκολο να κατανοήσουν το πως λειτουργούν ξένα προς την Δύση στρατιωτικά δόγματα στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Για το Δυτικό δόγμα επιχειρήσεων τον κύριο ρόλο για την επίτευξη αποφασιστικού αποτελέσματος σε έναν πόλεμο τον έχει η πολεμική αεροπορία, η οποία καλείται να εξασφαλίσει αεροπορική υπεροχή με επιχειρήσεις “Επιθετικής Αεροπορικής Αντεπίθεσης” (Offensive Counter-Air) και “Εναέριας Περιπολίας Μάχης” (Combat Air Patrol), να καταστρέψει το εχθρικό σύστημα Διοίκησης & Ελέγχου, να παραλύσει την ικανότητα και την θέληση του εχθρού για μάχη, να προσβάλει κρίσιμες στρατηγικές υποδομές του αντιπάλου και να καταστρέψει τις χερσαίες δυνάμεις ελιγμού, υποστήριξης μάχης και λογιστικής υποστήριξης.
Μέσα από αυτό το «ολιστικό» πρίσμα αεροπορικής ισχύος, υπολογίζεται πως θα καταβληθεί ο αντίπαλος και τελικά θα οδηγηθεί σε ήττα και σε συνθηκολόγηση. Αυτό το δόγμα φάνηκε να χρησιμοποιείται και να επιτυγχάνει στους πολέμους του Κόλπου (1991, 2003) και της Γιουγκοσλαβίας (1995, 1999), αν και η αλήθεια είναι ότι το επιθυμητό αποτέλεσμα επετεύχθη με αρκετή δυσκολία και σημαντικές απώλειες για τους Δυτικούς, παρά το αφήγημα περί “παντοδυναμίας” της Δύσης και συγκεκριμένα των ΗΠΑ.
Αντίθετα, το ρωσικό δόγμα επιχειρήσεων είναι διαφορετικό. Οι Ρώσοι αποδίδουν και αυτοί μεγάλη σημασία στην αεροπορική ισχύ, αλλά δεν διακατέχονται από την Δυτική αντίληψη περί παντοδυναμίας της αεροπορικής ισχύος. Για αυτούς ο πόλεμος κρίνεται κατά βάση στο έδαφος, με την αεροπορία να αναλαμβάνει ρόλους κατά βάση υποστήριξης των χερσαίων δυνάμεων.
Απαντώντας στο ερώτημα: “που βρίσκεται η Ρωσική Αεροπορία;”, η απάντηση είναι: “εκεί ακριβώς που πρέπει!”. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, το ρωσικό δόγμα επιχειρήσεων προβλέπει την χρήση της αεροπορικής ισχύος με βάση τρεις άξονες:
Α) Την εξασφάλιση της εναέριας υπεροχής άνωθεν των θέσεων των φίλιων δυνάμεων και την απόκρουση αποπειρών της εχθρικής αεροπορίας να τις προσβάλει.
Β) Την παροχή εγγύς αεροπορικής υποστήριξης στις φίλιες χερσαίες δυνάμεις ελιγμού, την απομόνωση του πεδίου της μάχης και την καταστροφή των εχθρικών χερσαίων δυνάμεων.
Γ) Την επιλεκτική χρήση της αεροπορικής ισχύος για την καταστροφή κρίσιμης στρατηγικής σημασίας στόχων που παίζουν σημαντικό ρόλο στην πολεμική προσπάθεια του αντιπάλου.
Όλα αυτά, κάποιος ψύχραιμος και χωρίς προκατάληψη, αντικειμενικός, παρατηρητής θα μπορούσε να τα διαπιστώσει ήδη από τις πρώτες ώρες της έναρξης της ρωσικής επιχείρησης.
Από τι πρώτες ώρες της έναρξης της ρωσικής επιχείρησης, η Ρωσική αεροπορία πέτυχε να εξασφαλίσει εναέρια υπεροχή πάνω από το πεδίο της μάχης, ελαχιστοποιώντας τις απόπειρες της Ουκρανικής αεροπορίας να πλήξει τις προελαύνουσες ρωσικές δυνάμεις, ενώ παράλληλα υποστήριξε από αέρος με επιτυχία τις ρωσικές δυνάμεις να πετύχουν τους Αντικειμενικούς Σκοπούς (ΑΝΣΚ) που τους είχαν αποδοθεί.
Στις περιπτώσεις που οι χερσαίες δυνάμεις απέτυχαν στις αποστολές που τους είχαν δοθεί, δεν πρέπει να κατηγορείται η αεροπορία πως απέτυχε στην αποστολή της. Παρά τα θρυλούμενα, το “αεροπορικό όπλο” διαθέτει πεπερασμένη ικανότητα να επηρεάσει τις χερσαίες επιχειρήσεις, κάτι που έχει καταδειχτεί και στους πολέμους του παρελθόντος, με την περίπτωση του Λιβάνου το 1982 να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Για την ιστορία, πέραν της εκπληκτικής επιτυχίας επιχείρησης καταστολής της Συριακής αεράμυνας (επιχείρηση “Mole Cricket 19”), η Ισραηλινή αεροπορία ελάχιστα επηρέασε την έκβαση των χερσαίων επιχειρήσεων σε εκείνο τον πόλεμο, στα πλαίσια της επιχείρησης “Ειρήνη στην Γαλιλαία”, όπως παραδέχονται ακόμα και Ισραηλινοί αξιωματούχοι.
Βληματοκεντρικός πόλεμος
Αντίθετα με το Δυτικό δόγμα, η προσπάθεια των Ρώσων να πλήξουν αποφασιστικά την ικανότητα των Ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά και εν γένει του ουκρανικού κρατικού μηχανισμού, να διεξάγουν επιχειρήσεις, βασίστηκε κατά κύριο λόγο στα βαλλιστικά βλήματα και στα βλήματα πλεύσης, στα πλαίσια της ρωσικής λογικής πρόκλησης κρίσιμων πληγμάτων στον αντίπαλο με την ελάχιστη δυνατή έκθεση μέσων.
Η επιλογή αυτή φαίνεται λογική, διότι και θέτει τον αντίπαλο υπό το σφοδρό πυρ των ρωσικών δυνάμεων, και εξασφαλίζει την ελαχιστοποίηση των απωλειών για τις τελευταίες.
Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη των στόχων της ρωσικής στρατηγικής είναι τα εξής τρία:
1) Το βαλλιστικό βλήμα Iskander-M.
2) Το βλήμα πλεύσης Kalibr.
3) Το πολυηχητικό βλήμα Kh-47M Khinzal.
Με τα ανωτέρω οπλικά συστήματα, οι Ρώσοι κατόρθωσαν να επιφέρουν ισχυρά, και σε ορισμένες περιπτώσεις εντυπωσιακά, πλήγματα εις βάρος των ουκρανικών δυνάμεων, πλήττοντας και υποβαθμίζοντας αποφασιστικά την ικανότητα τους να διεξάγουν επιχειρήσεις. Στον βαθμό που αυτό δεν συνέβη, αυτό πιστώνεται στους Ουκρανούς, που με την έγκαιρη λήψη μέτρων προστασίας, απόκρυψης και διασποράς των δυνάμεων τους, κατάφεραν να διατηρήσουν σημαντική ισχύ και ταυτόχρονα την ικανότητα να συνεχίσουν τον αγώνα, παρά τα ισχυρά πλήγματα τα οποία υπέστησαν.
Άλλωστε, πόλεμοι του παρελθόντος – όπως οι επιχειρήσεις “Desert Storm” στο Ιράκ το 1991 και “Allied Force” στην Γιουγκοσλαβία το 1999 – έχουν καταδείξει ότι ακόμα και η μαζική χρήση όπλων ακριβείας και μακρού βεληνεκούς, δεν είναι ικανή να κάμψει την ικανότητα του αντιπάλου να συνεχίσει να μάχεται. Θα ήταν λοιπόν απλώς αφελές, να θεωρήσει κανείς πως τα, ομολογουμένως ισχυρά χτυπήματα που δέχθηκαν οι ουκρανικές δυνάμεις από τις πρώτες ώρες της ρωσικής εισβολής, θα ήταν δυνατόν να τους αφαιρέσουν όλες τις ζωτικές εκείνες δυνάμεις που θα τους επέτρεπαν να αγωνίζονται.
Ελληνικοί επιχειρησιακοί προβληματισμοί
Ο τρόπος με τον οποίον οι Ρώσοι επιχείρησαν και συνεχίζουν να επιχειρούν στην Ουκρανία, οφείλει να προβληματίσει τους Έλληνες επιτελείς. Και αυτό διότι ο κύριος δυνητικός αντίπαλος της Ελλάδος (η Τουρκία), κινείται στα ίδια επιχειρησιακά “χνάρια” σε επίπεδο δόγματος και επιχειρησιακής φιλοσοφίας.
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, οι Τούρκοι φαίνεται πως επενδύουν τόσο στην ανάπτυξη ισχυρών μέσων μακρού, μαζικού και ακριβούς πλήγματος και στην υιοθέτηση τους σε μεγάλους αριθμούς, όσο και σε ικανά μέσα Αναγνώρισης-Επιτήρησης-Στοχοποίησης-Συλλογής Πληροφοριών, υιοθετημένα σε επίσης μεγάλους αριθμούς, που μεγιστοποιούν τα αποτελέσματα δράσης των μέσων εκπομπής πυρός.
Σύμφωνα και με ελληνικούς επιτελικούς κύκλους, η τουρκική πλευρά έχει μετατοπίσει μερικώς το δόγμα της, από αυτό των κλασικών αεροπορικών επιχειρήσεων, σε αυτό των “βληματοκεντρικών” επιχειρήσεων. Εκεί δηλαδή που η κύρια προσπάθεια του αντιπάλου τις δεκαετίας του ’80, του ’90, του 2000 και εν μέρει του 2010, αναμένονταν με την χρήση της κλασικής αεροπορικής ισχύος, πλέον η αποστολή αυτή ανατίθεται στα όπλα “μακρού πλήγματος” που βάλλονται μαζικά, με στόχο την καταστροφή και την εξουδετέρωση κρίσιμων στόχων-υποδομών του ελληνικού αμυντικού οικοδομήματος. Η προσπάθεια αυτή υποστηρίζεται από ένα δίκτυο Αναγνώρισης-Επιτήρησης-Στοχοποίησης-Συλλογής πληροφοριών και Ηλεκτρονικού Πολέμου αποτελούμενου από:
– Έναν υπερμεγέθη στόλο μονοκινητήριων και δικινητήριων UAV όπως:
- TB2 Bayraktar
- TB3 Bayraktar (υπό ανάπτυξη)
- ANKA
- Karayel
- Heron
- Gnat 750
- RQ/MQ-1 Predator
- RQ-7 Shadow
- Aerostar
- Akinci
- Aksungur
– Ένα ευρύ δορυφορικό δίκτυο Επιτήρησης:
- Gokturk (SAR)
- Imece (EO)
- Yelineme (EO)
- BKZS
- Inbar-Ikaz (IR)
και Επικοινωνιών:
- Turksat
– Φωτοαναγνωριστικών αεροσκαφών:
- RF-4E
- Ατρακτιδίων DB-110 EO/IR που μεταφέρονται από αεροσκάφη F-16
– Αεροσκαφών Η/Π:
- C-160
- CN-235
– Ομάδων Ειδικών Επιχειρήσεων.
Τα ίδια τα μέσα εκπομπής πυρός περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό όπλων και φορέων, πολλά εκ των οποίων είναι τουρκικής σχεδίασης και κατασκευής. Στις παρακάτω γραμμές θα γίνει συνοπτική αναφορά των σχετικών οπλικών συστημάτων των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ) ανά Κλάδο.
Πιο συγκεκριμένα ο Τουρκικός Στρατός (TKK) διαθέτει:
– 12 Πολλαπλούς Εκτοξευτές Πυραύλων (ΠΕΠ) M270 MLRS, που χρησιμοποιούνται κυρίως για την εκτόξευση υποστρατηγικών βλημάτων πεδίου μάχης ημι-βαλλιστικής τροχιάς MGM-140 ATACMS Block 1/1A, εκ των οποίων 192 εκτιμάται πως βρίσκονται σε τουρκική υπηρεσία.
– Τουλάχιστον 135 ΠΕΠ T-300 Kasigra που βάλλουν:
α) μη κατευθυνόμενες ρουκέτες TR-300S με βεληνεκές 36-65 χιλιόμετρα
β) μη κατευθυνόμενες ρουκέτες TR-300E με βεληνεκές 65-100 χιλιόμετρα
γ) κατευθυνόμενες ρουκέτες TR-300K με βεληνεκές 30-120 χιλιόμετρα
– Συστήματα ΠΕΠ μεγάλου βεληνεκούς Khan που βάλλουν ρουκέτες:
α) Bora 1 βεληνεκούς 500 χιλιομέτρων
β) Bora 2 με εκτιμώμενο βεληνεκές 1.100 χιλιόμετρα (υπό ανάπτυξη)
– Βαλλιστικά βλήματα μικρού βεληνεκούς (SRBM) J-600T Yildirim, με πάνω από 100 εκτοξευτές σε υπηρεσία που βάλλουν βλήματα:
α) Yildirim I με βεληνεκές 150 χιλιομέτρων
β) Yildirim II με βεληνεκές 300 χιλιομέτρων
– Βαλλιστικά συστήματα μέσου βεληνεκούς (MRBM) J-600T Yildirim με βλήματα Yildirim III και βεληνεκές 900 χιλιόμετρα
– Βαλλιστικά συστήματα ενδιάμεσου βεληνεκούς (IRBM) J-600T Yildirim με βλήματα Yildirim IV και εκτιμώμενο βεληνεκές τα 2.500 χιλιόμετρα (υπό ανάπτυξη).
– Υπό ανάπτυξη έκδοση προσβολής χερσαίων στόχων του αντιπλοϊκού βλήματος ATMACA και του νεοεμφανιζόμενου αντιπλοϊκού/εναντίον στόχων εδάφους βλήματος CAKIR.
Στο οπλοστάσιο της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας (THK) βρίσκονται:
– Κατευθυνόμενα βλήματα αέρος-εδάφους Popeye I
– Κατευθυνόμενα βλήματα αέρος-εδάφους AGM-86 SLAM
– Υπό ανάπτυξη αεροεκτοξευόμενα βλήματα πλεύσης (cruise) SOM.
– Μεγάλη ποικιλία εγχώριας ανάπτυξης και απόκτησης από το εξωτερικό όπλων προσβολής ακριβείας.
Γίνεται φανερή λοιπόν η πρόθεση του κύριου δυνητικού αντιπάλου να αντιγράψει ή και να υιοθετήσει πρωτογενώς αντίστοιχη με τους Ρώσους μεθοδολογία μάχης. Άλλωστε είναι αποδεδειγμένο πλέον πως από τους Τούρκους στρατιωτικούς ιθύνοντες δεν απουσιάζει η ευρηματικότητα, το διευρυμένο της σκέψης κα η ικανότητα ανάπτυξης ιδιαίτερων και προσαρμοσμένων σε ιδιαίτερες ανάγκες πολεμικών δογμάτων και μεθοδολογιών.
Με την μεθοδολογία αυτή εκτιμάται πως θα πληγεί εκ του ασφαλούς ο αντίπαλος, θα απομειωθεί αποφασιστικά η ικανότητα του να επιχειρεί στα πλαίσια στρατιωτικών επιχειρήσεων υψηλής έντασης και θα οδηγηθεί σε ήττα επί του πεδίου και συνθηκολόγηση.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει χώρος και για την κλασική αεροπορική ισχύ, η οποία όμως φαίνεται πως πλέον θα αναλαμβάνει συμπληρωματικό ρόλο σε αποστολές προσβολής, τουλάχιστον σε “πρώτο χρόνο”, και θα επικεντρώνεται σε επιχειρήσεις αεράμυνας και προσβολής σε “δεύτερο χρόνο”, μέσω Εναέριων Περιπολιών Μάχης (CAP) και τήρησης αεροσκαφών επιφυλακής σε υψηλή ετοιμότητα για λόγους αεράμυνας και “πακέτων” COMAO για λόγους προσβολής επίγειων στόχων.
Πιθανά ελληνικά αντίμετρα
Το νέο τουρκικό δόγμα πολέμου αποτελεί λίαν επικίνδυνη πρόκληση για τον ελληνικό αμυντικό μηχανισμό και θέτει σημαντικές απαιτήσεις για την αντιμετώπιση του. Αν θα θέλαμε να κωδικοποιήσουμε τα πιθανά αντίμετρα αυτού του δόγματος, θα είχαμε να πούμε τα εξής:
1) Απαιτείται ενίσχυση της αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής/ αντιβαλλιστικής άμυνας και των τριών Κλάδων των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, με πυραυλικά συστήματα πολύ μικρού, μικρού, μέσου και μεγάλου βεληνεκούς καθώς και με Α/Α συστήματα πυροβόλων διαφόρου διαμετρήματος. Να σημειώσουμε ότι η κατάργηση του Αντιαεροπορικού πυροβολικού (ΑΑΑ) μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς, ήταν ένα λάθος, το οποίο συνετελέσθη ως αποτέλεσμα εσφαλμένων και άκαμπτων δογματικών αντιλήψεων και εμμονών.
Τα μέσα Α/Α άμυνας οφείλουν να χαρακτηρίζονται, πέραν των επαρκών επιδόσεών τους στους τομείς του βεληνεκούς και ύψους εμπλοκής, και από υψηλά χαρακτηριστικά ηλεκτρονικών αντί-αντιμέτρων (ECCM) και ηλεκτρονικής προστασίας (EPM), ώστε να είναι ανθεκτικά σε απόπειρες υποβάθμισης των επιδόσεων τους από εχθρικά μέσα Ηλεκτρονικού Πολέμου (Η/Π) ακόμα και Κυβερνοπολέμου (Cyberwarfare). Επίσης, οφείλουν να χαρακτηρίζονται από πυκνότητα όπλων και πυρομαχικών και δυνατότητα ταυτόχρονων πολλαπλών εμπλοκών στόχων για την αντιμετώπιση επιθέσεων κορεσμού.
Στον τομέα αυτό μπορούν να συνεισφέρουν αποφασιστικά τόσο Α/Α συστήματα τεχνολογίας λέιζερ όσο και συστήματα Ηλεκτρομαγνητικών (Η/Μ) πυροβόλων (Railguns), που μπορούν να αναπτυχθούν ακόμα και ως αποτέλεσμα εγχώριας ερευνητικής προσπάθειας σε σύμπραξη με οίκους τους εξωτερικού.
Τα συστήματα αυτά μπορούν να εμπλέξουν, πέραν των κλασικών εναέριων στόχων (αεροσκάφη σταθερής και περιστρεφόμενης πτέρυγας) και στόχους με μικρό ίχνος ραντάρ (RCS) όπως UAV και σμήνη drones, καθώς επίσης και επερχόμενα όπλα μακρού πλήγματος (stand-off).
2) Χρειάζεται επένδυση στον Ηλεκτρονικό Πόλεμο (EW), τόσο για την ανίχνευση σχετικών απειλών, μέσω συστημάτων ESM, όσο και για την παρεμβολή/ καταστολή τους, μέσω συστημάτων ECM. Ειδικά απέναντι σε συστήματα UAV/ Drones, τα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου είναι, ίσως, τα μόνα πολλές φορές που μπορούν να εξασφαλίσουν επαρκή άμυνα και προστασία. Αντίστοιχη επένδυση επιβάλλεται και στον τομέα του Κυβερνοπολέμου, τόσο για την προσβολή των εχθρικών φορέων οπλικών συστημάτων, όσο και του εχθρικού δικτύου Διοίκησης & Ελέγχου.
3) Πύκνωση του δικτύου Έγκαιρης Προειδοποίησης και Ελέγχου και παράλληλα της ικανότητας Διοίκησης, Ελέγχου, Επικοινωνιών, Υπολογιστών, Πληροφοριών, Επιτήρησης, Πρόσκτησης Στόχων, Αναγνώρισης (C4ISTAR) προς έγκαιρη αναγνώριση και ταυτοποίηση των απειλών και αποτελεσματικής αντιμετώπισης τους. Και στον τομέα αυτό μπορεί να συνεισφέρει σε σημαντικό βαθμό η εγχώρια αμυντική βιομηχανία (ΕΑΒΙ) με αισθητήρες, μέσα τηλεπικοινωνιών, λογισμικό και μέσα απόκρυψης, παραλλαγής και προστασίας.
4) Απαιτείται επένδυση σε δόγμα, υποδομή και μέσα που θα εξασφαλίζουν ικανότητα ταχείας διασποράς, απόκρυψης, προστασίας και δράσης από χώρους διασποράς των φιλίων δυνάμεων. Για να μείνουμε μόνο στο κομμάτι της αεροπορικής ισχύος, πέραν την κατασκευής βοηθητικών αεροδρομίων και διαδρόμων αποπροσγείωσης, πρέπει να προβλέπεται και επίταξη συγκεκριμένων τμημάτων των εθνικών και περιφερειακών οδικών αξόνων, για την μετάβαση και υποστήριξη σε αυτούς επιχειρήσεων μαχητικών αεροσκαφών.
5) Επιβάλλεται η αξιοποίηση των Ειδικών Δυνάμεων και Δυνάμεων Ειδικών Επιχειρήσεων για τον εντοπισμό και εξουδετέρωση των εχθρικών απειλών μέσα σε εχθρικό έδαφος.
Επίλογος
Ο πόλεμος της Ουκρανίας πρέπει να αφυπνίσει τους Έλληνες επιτελείς, οι οποίοι φαίνεται ότι παραμένουν σε ξεπερασμένα παραδοσιακά δόγματα, όπως αποκαλύπτουν τα εν εξελίξει εξοπλιστικά προγράμματα, τα οποία γίνονται χωρίς ένα γενικό σύγχρονο αμυντικό πλαίσιο/ δόγμα, και με αποσπασματικό και ευκαιριακό τρόπο. Τα βαλλιστικά βλήματα έχουν αγνοηθεί από την Ελλάδα, η οποία δείχνει ότι αγνοούσε την μετά μανίας επένδυση της Τουρκίας σε αυτόν τον τομέα ή ότι απλώς καμία στρατιωτική ηγεσία δεν έμπαινε στον κόπο να ασχοληθεί και να αντιμετωπίσει μία επικίνδυνη αναδυόμενη απειλή που έγινε και γίνεται όλο και περισσότερο μία τρομακτική ικανότητα. Το μόνον που θα προσθέσουμε στην ανάπτυξη αντιμέτρων και ανάλογης ικανότητας από την Ελλάδα, είναι η επισήμανση ότι τα νησιά του Αιγαίου αποτελούν ιδανικές προωθημένες βάσεις, που θα έπρεπε ήδη να φιλοξενούν βαλλιστικούς πυραύλους, θέτοντας εντός βεληνεκούς όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις και κρίσιμες υποδομές όχι απλώς της δυτικής αλλά και της κεντρικής Τουρκίας.