Γενική εισαγωγή
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες το περιβάλλον ασφαλείας στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο έχει μεταβληθεί δραματικά. Η εμφάνιση της απειλής της λαθρομετανάστευσης,η έκρηξη της απειλής της τρομοκρατίας, ημεδαπής και διεθνούς,η ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας καθώς και και η αναβάθμιση και διασύνδεση με τις παραπάνω μορφές απειλών της “εξ ανατολών” απειλής, διαμορφώνουν νέα δεδομένα στον ευαίσθητο τομέα της ασφάλειας με προεκτάσεις που φτάνουν να αφορούν ακόμη και την εθνική άμυνα και ασφάλεια. Υπό τις συνθήκες αυτές γίνονται άμεσα ορατά η σημασία και ο ρόλος των Σωμάτων Ασφαλείας που καλούνται να ξεφύγουν από τα πλαίσια της έως τώρα λειτουργίας τους και να συνθέσουν, από κοινού με τις Ένοπλες Δυνάμεις και τις υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας, έναν ολοκληρωμένο ολιστικό μηχανισμό άμυνας και ασφάλειας.
Ρόλος
Υπό τις πάνω περιγραφόμενες συνθήκες γίνεται εύκολα αντιληπτός ο ρόλος και η σημασία του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής στην συνολική διαχείριση του οξύ προβλήματος ασφαλείας που αντιμετωπίζει η χώρα.Μια χώρα,περιβαλλόμενη κατά τα 3/4 από θάλασσα, με ατελείωτα χιλιόμετρα ακτογραμμής, αναρίθμητα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες, με σημαντικό αριθμό από τα τελευταία να βρίσκονται στο στόχαστρο του κύριου δυνητικού αντιπάλου, σταυροδρόμι περιοχών με μεγάλη γεωπολιτική, γεωστρατηγική και εσχάτως γεωοικονομική/γεωενεργειακή αξία και φορέας πάσης φύσεως μορφών εγκληματικότητας. Το Λ.Σ-Ελληνική Ακτοφυλακή οφείλει να εκσυγχρονίσει της δομή του, την οργάνωση, την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό του, αν θέλει να προβάλλει δύναμη ικανή να λάβει την θέση που του αρμόζει στον ολοκληρωμένο μηχανισμό άμυνας και ασφάλειας που πρέπει να δημιουργηθεί, ώστε να λειτουργήσει ως πραγματική και όχι εικονική ασπίδα προστασίας των συμφερόντων της χώρας. Η προσπάθεια εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης, που σημειωτέον έπρεπε να ξεκινήσει χθες, καθώς ήταν ορατές από χρόνια οι εμφανιζόμενες και εκκολαπτόμενες μορφές απειλών, πρέπει να στοχεύει στην πρόσδωση στο Λ.Σ χαρακτήρα και μορφή παραστρατιωτική δύναμης (όσο δυσάρεστο και αν ακούγεται αυτό στα αυτιά των πάσης φύσεως “προοδευτικών” και “δημοκρατικών” δυνάμεων) καθώς μόνο έτσι είναι δυνατή η αντιμετώπιση των παρούσων και μελλοντικών μορφών απειλών.
Απειλές
Όσον αφορά τις τελευταίες,αυτές διακρίνονται κατά βάση και δύο κατηγορίες:
1)Την απειλή που συνίσταται από το ημεδαπό και διεθνές οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία και εκφράζεται με διάφορους τρόπους και πτυχές (δουλεμπόριο, λαθρεμπόριο, παράνομη εκμετάλλευση του αλιευτικού πλούτου της χώρας, σκόπιμη θαλάσσια ρύπανση)
και
2)Την απειλή που συνίσταται από κρατικούς δρώντες(κράτη ,κυρίως, αλλά όχι μόνο την Τουρκία) και που στοχεύει στην αλλαγή του υφιστάμενου ιδιοκτησιακού καθεστώτος σε βάρος της χώρας μας. Το παραπάνω υλοποιείται με συνδυασμό μέσων και μεθόδων όπως η αμφισβήτηση του θαλάσσιου και εναέριου χώρου, η αμφισβήτηση της κυριότητας νησίδων και βραχονησίδων, η τάξη ζητημάτων αναφορικά με θέματα έρευνας και διάσωσης, η παράνομη παρουσία τουρκικών αλιευτικών σκαφών υπό τη συνοδεία πολλές φορές σκαφών της Τουρκικής ακτοφυλακής, σε Ελληνικά χωρικά ύδατα και τελευταία η αμφισβήτηση του υποθαλασσίου ορυκτού πλούτου της χώρας.
Πρέπει να τύχει ιδιαίτερης υπογράμμισης το γεγονός πως οι παραπάνω, χονδρικά παρουσιαζόμενες, κατηγορίες απειλών δεν είναι ανεξάρτητες και άσχετες μεταξύ τους. Υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια ισχυρές ενδείξεις, αν όχι αποδείξεις, της συμμετοχής και εμπλοκής του Τουρκικού “βαθέως” και όχι μόνο κράτους σε θέματα όπως η προώθηση λαθρομεταναστών στη χώρα μας με κίνητρα που δεν σχετίζονται μόνο με την ικανοποίηση στενά οικονομικών σκοπιμοτήτων, αλλά φθάνουν να αφορούν τον “σκληρό πυρήνα” των τομέων εθνικής άμυνας και ασφάλειας του Ελληνικού κράτους.
Η αλλοίωση της πληθυσμιακής σύστασης της χώρας και η ισχυρή πλέον πιθανότητα διάρρηξης του κοινωνικού και εθνικού ιστού, προωθεί νε το καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των “γερακιών”(ισλαμιστών-κεμαλιστών αδιάφορο ως προς τη θέση τους σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής) της Άγκυρας και θέτει μείζονα πρόκληση για τον Ελληνικό μηχανισμό άμυνας και ασφάλειας ακόμα και σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο. Ας φανταστούμε απλώς την πιθανότητα δράσης οργανωμένων ομάδων δολιοφθορέων-πρακτόρων, στρατολογημένων από τις τουρκικές μυστικές και στρατιωτικές υπηρεσίες, λαθρομεταναστών σε περίοδο Ελληνοτουρκικής κρίσης ή περιορισμένης ή και γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης, σε δράσεις πρόκλησης δολιοφθορών, στήση ενέδρων κατά στρατιωτικών τμημάτων ή φαλλαγγών, προσβολής ευπαθών και ελλιπώς φυλασσόμενων στόχων στρατιωτικής και πολιτικής αξίας από μη αναμενόμενη κατεύθυνση, με τελικό στόχο την διάσπαση των Ελληνικών δυνάμεων,τον αποπροσανατολισμό της προσοχής του Ελληνικού γενικού επιτελείου, την δημιουργία εικόνας γενικευμένου χάους στα μετόπισθεν και την με κάθε τρόπο παρακώλυση της στρατιωτικής προσπάθειας με προφανή αποτελέσματα.
Δόγμα
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η εικόνα του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής πρέπει να ξεφύγει από εκείνη ενός σώματος ασφαλείας με στόχο την, σε στενά πλαίσια, αστυνόμευση των Ελληνικών θαλασσών και λιμένων και να λάβει την μορφή μιας παραστρατιωτικής δύναμης ικανής για δράση σε πολλαπλά επίπεδα ενδεχομένων και επιλογών δράσης, από απλή ικανότητα επιβολής του νόμου έως την αποφασιστική συμμετοχή στην εθνική άμυνα. Η καλύτερη λύση θα ήταν ο διοικητικός και οργανωτικός διαχωρισμός του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής σε δύο διακριτές οντότητες: μια προσανατολισμένη σε καθαρά αστυνομικά καθήκοντα θαλάσσης και μια με παραστρατιωτικό προσανατολισμό. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι εκείνο που προτείνουμε είναι η απόσπαση της Ελληνικής Ακτοφυλακής από το Λιμενικό Σώμα, με το δεύτερο να αναλαμβάνει καθήκοντα “θαλάσσιας αστυνομίας” ενώ η πρώτη να μετεξελιχθεί σε ένα σύγχρονο και ανάλογα οπλισμένο/εξοπλισμένο ναυτικό σώμα ασφαλείας με ανάλογες αρμοδιότητες. Ο επαγγελματισμός των στελεχών του Λ.Σ εγγυάται την ικανότητα μετάβασης από το σημερινό μοντέλο προς το προτεινόμενο,σε συνεργασία φυσικά με το Π.Ν το οποίο πρέπει να θεωρείται, κατά μία έννοια, ο “μεγάλος αδερφός”, τις ικανότητες και τα μέσα του οποίου θα συμπληρώνει η Ελληνική Ακτοφυλακή σε μία συνεργαστική λογική. Απαραίτητη προϋπόθεση για τα παραπάνω είναι η απαγκίστρωση του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής από μια νοοτροπία εξυπηρέτησης, των πολλές φορές εξωθεσμικών συμφερόντων, αιτημάτων και “ιδιαιτεροτήτων” του εφοπλιστικού κόσμου και των διαπλεκόμενων με αυτόν μελών του συστήματος και παρασυστήματος εξουσίας καθώς επίσης και της ικανοποίησης, συχνά τεχνητών, γραφειοκρατικών αναγκών. Ο νέος προσανατολισμός του προτεινόμενου σχήματος οφείλει να είναι καθαρά επιχειρησιακός και μάχιμος, μακριά από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και συμβιβασμούς. Απαραίτητη κρίνεται η μετακίνηση και υπαγωγή της Ελληνικής Ακτοφυλακής σ’ένα νέας φιλοσοφίας και νοοτροπίας Υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας από κοινού με άλλα σώματα και υπηρεσίες ασφαλείας και πιθανών νέων(π.χ Χωροφυλακή) με το Λιμενικό Σώμα να τάσσσεται από κοινού με το Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας σε ένα διευρυμένο Υπουργείο Δημοσίας Τάξης και Ασφαλείας(αυτό το “Προστασίας του Πολίτη” δεν θα το χωνέψουμε ποτέ), με στόχο, πέραν της διοικητικής και επιχειρησιακής ενοποίησης όλων των σωμάτων σχετιζόμενων με την ασφάλεια της χώρας, την πρόσδωση σε αυτά χαρακτήρα πραγματικά μάχιμου και αποτελεσματικού. Οι καιροί που κατά τα φαινόμενα έρχονται, θα αποτελέσουν πραγματική δοκιμασία για το υφιστάμενο μοντέλο ασφαλείας, του οποίου τις αντοχές και ανεπάρκειες θα αποκαλύψουν με λίαν δυσμενή για τα συμφέροντα της χώρας και τη συνοχή της κοινωνίας αποτελέσματα. Η προσπάθεια εκσυγχρονισμού οφείλει ακόμα και σ’αυτήν την πραγματικά δύσκολη για τη χώρα περίοδο,να λάβει χαρακτήρα άμεσης και επείγουσας προτεραιότητας, προφανως με αναγκαστικούς συμβιβασμούς ένεκα της προϊούσης οικονομικής και θεσμικής αδυναμίας, με πρόταξη της εξυπνάδας και της φαντασίας του συστήματος προκειμένου να αντισταθμιστούν οι περιορισμοί που θέτουν αντικειμενικοί παράγοντες. Μια χώρα με περιορισμένους πόρους όπως η Ελλάδα, δεν έχει την πολυτέλεια να μην χρησιμοποιεί στο έπακρο τα υφιστάμενα μέσα και το εν γένει δυναμικό της, εγκλωβισμένη σε μια στείρα λογική “εξεδίκευσης” στα πλαίσια του περιορισμού στο δόγμα “one mission only”.
Για να γίνουμε πιο απτοί και συγκεκριμένοι, η Ελληνική Ακτοφυλακή, στην οποία θα εστιάσουμε, πρέπει να αναπτύξει δόγμα επιχειρησιακής δράσης ανάλογο με αυτό μιας ικανής παραστρατιωτικής δύναμης. Αν ξαναδούμε τις απειλές τις οποίες καλείται να αντιμετωπίσει χρειάζεται να κάνουμε ορισμένες επιχειρήσεις. Όσον αφορά την απειλή που που συνίσταται από τα μέσα και επιδιώξεις οργανωμένων κρατών (Τουρκία) οι όποιες ικανότητες είναι απλώς ανεπαρκείς και καθιστούν το σημερινό Λ.Σ-Ελληνική Ακτοφυλακή ανίκανο να εκτελέσει την αποστολή του.Και μόνο η σύγκριση των τεχνικών χαρακτηριστικών των σκαφών του με τα αντίστοιχα της Τουρκικής ακτοφυλακής οδηγεί σε μελαγχολικά συμπεράσματα καθώς κατα κανόνα τα τελευταία υπερέχουν σε μέγεθος, ταχύτητα και ισχύ πυρός. Ακόμα περισσότερο, εντελώς ανεπαρκείς είναι οι ικανότητες του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής σε δείκτες παράθεσης με το Τουρκικό ναυτικό και τα τα ναυτικά μέσα που χρησιμοποιούν οι δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων των Τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Επειδή η τελευταία αναφορά ακούγεται παράδοξη είναι σκόπιμες κάποιες επισημάνσεις.
Πολλοί θα ισχυριστούν πως δεν αποτελεί αποστολή οποιοδήποτε Σώματος Ασφαλείας παγκοσμίως, παραστρατιωτικού ή μη, η ευθεία αντιπαράθεση με τις ένοπλες δυνάμεις οποιουδήποτε κράτους. Αυτό μπορεί να αποτελεί διεθνώς τον κανόνα, με πολλές ωστόσο εξαιρέσεις,ιστορικές και σύγχρονες(π.χ Έβρος Μάρτιος 2020), δεν βρίσκει ωστόσο απόλυτη εφαρμογή στα Ελληνικά δεδομένα, στον χώρο τουλάχιστον της θαλάσσιας άμυνας (αν και ο γράφων ανήκει σε εκείνους που βρίσκουν και χερσαίες, ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις, εναέριες εφαρμογές του σχετικού δόγματος). Σε ιδιαίτερες πολιτικο-διπλωματικο-στρατιωτικές συνθήκες είναι πιθανή η άμεση αντιπαράθεση μονάδων της Ελληνικής Ακτοφυλακής με μονάδες, πέραν της Τουρκικής Ακτοφυλακής ακόμα και του Τουρκικού ναυτικού, όπως επιδείχθηκε χαρακτηριστικά στην κρίση των Ιμίων. Σε αντίστοιχη περίπτωση τα μέσα της Ελληνικής Ακτοφυλακής θα κληθούν σε περίπτωση μετατροπής της κρίσης σε “θερμή”, να συνδράμουν τις μονάδες περιπολίας και μάχης του Π.Ν σ’ένα περιβάλλον ναυτικής μάχης ασυνήθιστο για τα σημερινά δεδομένα του ναυτικού πολέμου. Επίσης σημαντική μπορεί να αποδειχτεί η συμβολή της Ελληνικής Ακτοφυλακής στην ορθή πολιτικοδιπλωματική διαχείριση της κρίσης. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, κατά τα στάδια κλιμάκωσης της κρίσης μπορεί να κριθεί σκόπιμη η αποστολή, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, πλωτών μέσων της Ελληνικής Ακτοφυλακής και όχι του Π.Ν. Ο λόγος είναι πως αποστολή μονάδων του τελευταίου μπορεί να στείλει λάθος μήνυμα και να αποτελέσει κατάλληλο πρόσχημα για την άλλη πλευρά να κατηγορήσει την ελληνική πλευρά για κλιμάκωση της κρίσης καθ’ο,τι η εμφάνιση σκαφών του Π.Ν στην περιοχή θεωρείται γενικά “υπέρ του δέοντος” δυναμική ενέργεια,τουλάχιστον αρχικά. Η παρουσία λοιπόν Ελληνικής Ακτοφυλακής στην περιοχή της κρίσης,αποτελεί «ορθότερη» πολιτικά και διπλωματικά ενέργεια, προσφέροντας ένα ενδιάμεσο επίπεδο δράσης και επίδειξης ένοπλης εθνική παρουσίας και κυριαρχίας, αποφέυγοντας ανεπιθύμητες παρενέργειες σε πολιτικοδιπλωματικό επίπεδο. Προφανώς απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτέλεση της παραπάνω αποστολής είναι η παρουσία στο δυναμικό Ελληνικής Ακτοφυλακής σκαφών επαρκούς μεγέθους και ισχύος πυρός, ικανών να αντιμετωπίσουν τα αντίστοιχα μέσα της Τουρκικής Ακτοφυλακής αλλά και του Τουρκικού Ναυτικού σε περίπτωση που τα τελευταία επιχειρήσουν μια ξαφνική και δυναμική έως βίαια είσοδο στην περιοχή της κρίσης με στόχο την εξασφάλιση πλεονεκτήματος και την δημιουργία τετελεσμένων.
Εξίσου σημαντικό είναι ο ρόλος του Λ.Σ-Ελληνική Ακτοφυλακής στην πρόληψη και αντιμετώπιση εχθρικών ναυτικών καταδρομικών επιχειρήσεων και γενικά επιχειρήσεων ναυτικού ανορθοδόξου και “ασυμμετρικού” πολέμου με χρήση των ειδικά σχεδιασμένων και εξοπλισμένων γι’αυτόν τον σκοπό πλωτών μέσων που διαθέτει ο αντίπαλος και που διακρίνονται για την ταχύτητα τους, το χαμηλό προφίλ τους και τον ασυνήθιστα ισχυρό για το μέγεθος τους οπλισμό που φέρνουν. Μόνο η κατοχή και παράταξη εκ μέρους Ελληνικής Ακτοφυλακής σκαφών ισοδύναμης τουλάχιστον ισχύος κρίνεται ικανή για την αντιμετώπιση τέτοιου ενδεχομένου, καθώς τα κύρια και επικουρικά σκάφη του Π.Ν θα είναι δεσμευμένα στην εκτέλεση σημαντικότερων και πάντως πιο κλασικών και ορθόδοξων αποστολών.
Ακόμα πιο προωθημένη είναι η ιδέα συμμετοχής Ελληνικής Ακτοφυλακής ή καλύτερα επιλεγμένων της στοιχείων στη δημιουργία μιας θαλάσσιας δύναμης “ανταρτοπολέμου” από κοινού με αντίσχοιχα μέσα του Π.Ν, σκαφών κρούσης, συνοδείας και εφόδου των ΜΑΚ ίσως ακόμη και μιας νέας συλλήψεως ναυτική Εθνοφυλακή, με στόχο την διεξαγωγή αντίστοιχου είδους αγώνα, ενός ή δύο “επιπέδων” πιο κάτω σε σχέση με το κλασικό δόγμα του Π.Ν και τις επιλεγόμενες από αυτό τακτικές. Στην ουσία η συγκεκριμένη πρόταση υλοποιεί με τον καλύτερο τρόπο το δόγμα της δράσης του σύγχρονου «μπουρλοτιέρη» στο αρχιπελαγικό περιβάλλον του Αιγαίου, ένα δόγμα στο οποίο ο Έλληνας έχει εκ φύσεως ιδιαίτερη έφεση, προσθέτοντας νέους πονοκεφάλους και θέτωντας νέα δυσεπίλυτα επιχειρησιακά και τακτικά προβλήματα στον αντίπαλο. Όλα τα παραπάνω προφανώς δεν συνιστούν επεξεργασμένες προτάσεις αλλά ιδέες τις οποίες καλείται ο Ελληνικό μηχανισμός άμυνας και ασφάλειας να μελετήσει και να τις δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο.
Οπλισμός, εξοπλισμός, εκπαίδευση, οργάνωση
Περνώντας σε μια πιο λεπτομερή περιγραφή τόσο των μέσων που απαιτούνται,όσο και των αλλαγών που πρέπει να επισυμβούν σε επίπεδο οργάνωσης και εκπαίδευσης,έχουμε να κάνουμε συγκεκριμένες προτάσεις,οι οποίες εντάσσονται στο πνεύμα που περιγράφηκε παραπάνω,της μετατροπής δηλαδή της Ελληνικής Ακτοφυλακής σε δύναμη ικανή να φέρει εις πέρας αποστολές “παραστρατιωτικού” χαρακτήρα, αποτελώντας στην ουσία άξιο συμπαραστάτη των Ε.Δ και ειδικά του Π.Ν, καλύπτοντας κενά και δρώντας συμπληρωματικά με τις τελευταίες, πολλές φορές δε “εξωσυμβατικά” και “ανορθόδοξα”. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τις εξοπλιστικές επιλογές της Ελληνικής Ακτοφυλακής, απαιτείται ο εμπλουτισμός και αναβάθμιση των πλωτών μέσων του, σε όλους τους τομείς, δηλαδή της ταχύτητας, της επίγνωσης τακτικής κατάστασης και της ισχύος πυρός. Όσον αφορά την πρώτη κατηγορίας απειλών(οργανωμένο έγκλημα,τρομοκρατία) όπως αναφέρθηκε οι δυνατότητες των μέσων του Λ.Σ κρίνονται γενικά επαρκείς με τεράστια ωστόσο περιθώρια βελτίωσης. Τα σκάφη γενικής χρήσης Lambro-57 και LCS-53, που αποτελούν και τον κορμό των ναυτικών μέσων του Λ.Σ, οφείλουν να αναβαθμιστούν, ενδεικτικά με την τοποθέτηση ισχυρότερων κινητήρων για αύξηση της ταχύτητας, καθώς η σημερινή κρίνεται ανεπαρκής για οτιδήποτε άλλο εκτός της επίδειξης παρουσίας, της προστασίας αλιευτικών και της καταδίωξης αργών δουλεμπορικών σκαφών, την τοποθέτηση σύγχρονων αισθητήρων(ραντάρ,Η/Ο συστήματα χαμηλού βάρους και όγκου) και τοποθέτηση σταθεροποιούμενου τηλεχειριζόμενου πυργίσκου οπλισμού(STAMP) με πολυβόλο των 12,7 χλστ στη θέση του σημερινού άβολου και επιδρόμενου αρνητικά στην αεροδυναμική του σκάφους έστορα στην πλώρη.Το πρυμναίο πολυβόλο των 7,62 χλστ θα μπορούσε να εφοδιαστεί με σύγχρονα σκοπευτικά και να τοποθετηθεί σε καλύτερης εργονομίας έστορα. Τα σκάφη των τύπων MIL-38, MIL-40, Magna Onda και Super Onda, τα αποκαλούμενα και «σφήνες» λόγω του χαρακτηριστικού τους σχήματος και της μεγάλης ταχύτητας που μπορούν να αναπτύξουν (σημειωταίον πρόκειται για τα ταχύτερα σκάφη στο δυναμικό του ΛΣ και τα μόνα που μπορούν να εκτελέσουν καταδιώξεις υψηλών ταχυτήτων) οφείλουν να εκσυγχρονίσουν τον οπλισμό και τον ηλεκτρονικό τους εξοπλισμό με ακόμη βαρύτερο οπλισμό που μπορεί να περιλαμβάνει από ελαφρύ πυροβόλο των 20 χλστ έως συμπαγούς όγκου πυροβόλο ASP-30 των 30 χλστ. Έτσι θα είναι χρήσιμα υπό προϋποθέσεις ακόμα και για χρήση σε αποστολές αντιμετώπισης σκαφών ανορθοδόξου πολέμου σαν και αυτά που χρησιμοποιούν οι τουρκικές δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στα CB-90, τρία από τα οποία βρίσκονται σε χρήση από το Λ.Σ και τα οποία αποκτήθηκαν εσπευσμένα το 1997 μετά την εξέγερση των “πυραμίδων” στην Αλβανία και το κενό ασφαλείας που είχε δημιουργηθεί στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή της Κέρκυρας και της Θεσπρωτίας και τα οποία πρέπει να αποδοθούν στην Ελληνική Ακτοφυλακή στα πλαίσια της κατανομής υλικού μετά την προτεινόμενη διάσπαση του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής.
Πέραν της αύξησης του αριθμού τους, που μπορεί να γίνει στα πλαίσια ενός γενικότερου προγράμματος προμήθειας ή/και επιτόπιας ναυπήγησης σκαφών τέτοιου τύπου για τις ανάγκες ενός νέας συλλήψεως σχηματισμού διεξαγωγής αμφιβίου πολέμου σε “μικρονησιωτικό” περιβάλλον, αντίστοιχου των Σουηδών Αμφίβιων Καταδρομών (ανάλυση που ξεφεύγει από τα πλαίσια του παρόντος άρθρου), ο ήδη βαρύς οπλισμός τους θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω με την τοποθέτηση κάποιου πυργίσκου οπλισμού στη θέση του ευρισκόμενου σήμερα πολυβόλου MAG των 7,62 χλστ. Η κάθετη σ’αυτήν την περίπτωση αύξηση της ισχύος πυρός των συγκεκριμένων σκαφών θα τα καθιστούσε ικανά να συμβάλλουν σε ευρύτερο των αστυνομικών καθηκόντων φάσμα αποστολών,αποτελώντας χαρακτηριστικά πρακτικά σύμβολα της μετάβασης του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής σε μια παραστρατιωτική δύναμη πολλαπλών ρόλων. Άμεσης προτεραιότητας είναι ο εφοδιασμός της Ελληνικής Ακτοφυλακής με καταδιωκτικά σκάφη με ικανότητα επίτευξης υψηλών ταχυτήτων καθώς τα σκάφη με ανάλογη ικανότητα στις τάξεις του Λ.Σ είναι ελάχιστα όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Στη διεθνή αγορά προσφέρονται σχεδιάσεις με ανάλογα χαρακτηριστικά,αποτελώντας μέρη ολόκληρων ¨οικογενειών” σκαφών,που θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες του Λ.Σ και της Ελληνικής Ακτοφυλακής, αλλά και του Π.Ν.
Ξεχωρίσαμε και προτείνουμε δύο περιπτώσεις: των οικογενειών σκαφών Interceptor των Γαλλικών ναυπηγείων CMN και την αντίστοιχη XSR Interceptor της Βρετανικής XSMGX Defence(που έχει επισήμως τεθεί υπό καθεστώς πτώχευσης, άρα τα blueprints των σχεδίων της είναι διαθέσιμα προς απόκτηση). Πρόκειται για σκάφη εξαιρετικά σύγχρονης σχεδίασης, με προηγμένα χαρακτηριστικά που περιλαμβάνουν σύγχρονης φιλοσοφίας σχεδίαση, ικανότητα επίτευξης υψηλής ταχύτητας, χαμηλό προφίλ και γενικότερα τεχνολογία διαχείρισης ίχνους και βαρύ έως βαρύτατο οπλισμό που φτάνει έως την ικανότητα υποδοχής κατευθυνόμενων βλημάτων και βλημάτων εναντίον πλοίων! Αν περιορίσουμε την αναζήτηση μας σε σκάφη ικανά για αντιμετώπιση της πρώτης μορφής απειλών που μας ενδιαφέρει επί του παρόντος,καταλήγουμε στα μικρότερα μέλη των συγκεκριμένων οικογενειών: το DV-15 του οποίου πρόσφατα παρουσιάστηκε η νεά γενιά,το DV 15 RWS 30 και το DV 20 από πλευράς CMN και στα XSR των 9, 11, 13, 15 μέτρων της XSMGX Defence. Ξαναλέμε, πρόκειται για ολόκληρες οικογένειες σκαφών με χαρακτηριστικά κοινής σχεδίασης που “ξεδιπλώνονται” κλιμακωτά από το μικρότερα μέλη στα μεγαλύτερα με ανάλογη ανάπτυξη επιδόσεων και ικανοτήτων.Από εκεί και πέρα επαφίεται στην κάθε ναυτική δύναμη ή δύναμη ακτοφυλακής να επιλέξει τα καταλληλότερα για την κάλυψη των ιδιαίτερων επιχειρησιακών της απαιτήσεων. Αν μείνουμε στην αναζήτηση μας θα διαπιστώσουμε πως τα προαναφερθέντα “μικρά μέλη” των αντίστοιχων οικογενειών προβάλλουν ως τα καταλληλότερα για την κάλυψη των περισσότερων αστυνομικών καθηκόντων του Λ.Σ, καθώς διαθέτουν εξαιρετικά υψηλή που ξεκινάει από τους 50 κόμβους(DV 15 RWS 30),περνούν από το στάδιο των 60-70 κόμβων(XSR Interceptor 9m,11m,13m) και φθάνουν στο εξωπραγματικό επίπεδο των 75-80 κόμβων(XSR Interceptor 15m,17m)!!! Εξίσου εντυπωσιακή και κλιμακωτή είναι η αύξηση σε ισχύ πυρός, που ξεκινά από τηλεχειριζόμενους πυργίσκους οπλισμού με πολυβόλα των 7,62 χλστ και 12,7 χλστ και φθάνει έως πυροβόλο ATK 30 M230LF, παραλλαγή του M230 “chain-gun” του AH-64 Apache, που τοποθετείται σε πλήρως σταθεροποιούμενο τηλεχειριζόμενο πυργίσκο σε θέση πάνω από την καμπίνα οδήγησης στο DV15 RWS 30. Ο τελευταίος,πέρα από το πυροβόλο, συνδυάζει τηλέμετρο laser, κάμερα ημεράς/νύκτας IR και σύστημα εγκλωβισμού/παρακολούθησης του στόχου.Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός είναι επίσης πλούσιος και περιλαμβάνει γενικά FLIR, ραντάρ ναυτιλίας και έρευνας, σύγχρονο τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό με προαιρετική δυνατότητα δορυφορικής επικοινωνίας, ολοκληρη “σουίτα” ναυτιλίας και προαιρετικά ηλεκτρονικό εξοπλισμό διοίκησης και ελέγχου. Όπως γίνεται άμεσα αντιληπτό,πρόκειται για σκάφη συντριπτικά υπέρτερα έναντι κάθε μέσου που μπορεί να επιστρατεύσει η όποια τρομοκρατική οργάνωση ή οργάνωση οργανωμένου εγκλήματος(ακόμα και αυτή που συνδέεται ή ελέγχεται από παρακρατικούς μηχανισμούς) εγγυώμενα την αντιμετώπιση κάθε σχετικής απειλής.
Λύσεις ωστόσο θα μπορούσε να προσφέρει και η εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Προ πολλών ετών η τότε ΕΒΟ είχε παρουσιάσει το UFASC II, ένα σύγχρονης σχεδίασης για τα δεδομένα της εποχής υπερταχύ σκάφος κρούσης,προτεινοντας το για τις ανάγκες του Λ.Σ και κυρίως των Αμφίβιων Καταδρομών.Το σκάφος ενσωμάτωνε σχεδίαση καταμαράν,με πολλαπλές διαμορφώσεις οπλισμού,που ξεικινούσαν από πολυβόλα των 12,7 χλστ και πολυβομβιδοβόλα των 40 χλστ και έφθαναν να περιλαμβάνουν καλάθους ρουκετών των 70 χλστ και ελαφρά τορπίλη των 400 χλστ! Το σκάφος είχε μάλιστα επιδειχθεί στην Defendory ’94 δίχως ωστόσο να κατορθώσει να αποσπάσει το ενδιαφέρον του Ε.Σ.Την ίδια περίπου περίοδο η τότε ΕΠΤΑΕ Α.Ε είχε προχωρήσει στην σχεδίαση και ανάπτυξη ενός εξαιρετικά προηγμένου,ακόμα και για τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα,υπερταχέως σκάφους επιφανείας με ιδιαίτερα προχωρημένα χαρακτηριστικά όπως τεχνολογία διαχείρισης ίχνους(stealth) που το έκαναν να προβάλλει εξωτερικά σαν έκδοση υπό κλίμακα του Sea Shadow,σχεδίαση καταμαράν,πλαϊνές εσωτερικές θυρίδες οπλισμού για βλήματα RGM-114 Hellfire,εσωτερικά μεταφερόμενο και επιλεκτικά αποκαλυπτόμενο ΠΕΠ των 70 χλστ κατασκευής της εταιρείας και ικανότητα μεταφοράς ομάδας ανορθοδόξου πολέμου.Αν επιλέξουμε να απορρίψουμε την δεύτερη περίπτωση,που θα μπορούσε ίσως μια σύγχρονη εκδοχή της να ενδιαφέρει το Π.Ν και την Δ.Υ.Κ και να επικεντρωθούμε στην πρώτη, αυτήν του UFASC II, μπορούμε να προχωρήσουμε σε κάποιες προτάσεις που αφορούν το σήμερα. Θα μπορούσαν για παράδειγμα τα Ε.Α.Σ( το διάδοχο σχήμα της ΕΒΟ), να προχωρήσουν σε μια αναβίωση της ιδέας,με την ενδεικτική ονομασία UFASC III και να αναπτύξουν μια σχεδιαστικά και τεχνολογικά επικαιροποιημένη εκδοχή του αρχικού σκάφους με εκδόσεις προσφερόμενες για χρήση τόσο από το Λ.Σ και την Ελληνική Ακτοφυλακή, όσο και από τις ΜΑΚ. Το σκάφος, πέραν των βελτιώσεων στους τομείς της ταχύτητας και της διαχείρισης ίχνους, θα μπορούσε να φέρει ισχυρότερο οπλισμό ο οποίος θα μπορούσε να περιλαμβάνει, πέραν των αρχικών προτάσεων, βλήματα πολλαπλών ρόλων/προσβολής ευρείας γκάμας στόχων RGM-114 Hellfire και Α/Α βλήματα FIM-92 Stinger. Είναι φανερό πως και μόνο για την εξουδετέρωση της πρώτης κατηγορίας στόχων (οργανωμένο έγκλημα,τρομοκρατία) το πολυβόλο των 12,7 χλστ και ίσως το πολυμβοβιδοβόλο των 40 χλστ θα ήταν υπεραρκετά. Ο οπλισμός θα μπορούσε να ενισχύεται ανάλογα, τόσο για την αντιμετώπιση των ναυτικών μονάδων του TDK, της Τουρκικής Ακτοφυλακής και των τουρκικών δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων, όσο και για την υλοποίηση της ιδέας συμμετοχής της Ελληνικής Ακτοφυλακής σε μια ναυτική δύναμη ανορθοδόξου πολέμου. Προφανώς οι καλύτεροι φορείς και χρήστες της συγκεκριμένης κατηγορίας σκαφών θα ήταν τα ανά την Ελληνική επικράτεια ΚΕΑ(για το Λ.Σ) και η συγκεντρωτικής δομής Μ.Υ.Α (που θα έπρεπε να αποδοθεί στην Ακτοφυλακή). Το συγκεκριμένο σκάφος θα μπορούσε στην ουσία να αποτελέσει την βάση για την σχεδίαση μιας ολοκληρωμένης οικογένειας σκαφών σαν και αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω, προσφέροντας ευρείας γκάμα εξοπλιστικών επιλογών,καλύπτοντας ευρύ φάσμα επιχειρησιακών απαιτήσεων, παρέχοντας υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία, ανάπτυξη σχετικής τεχνογνωσίας και ανοίγοντας εξαγωγικούς ορίζοντες.
Εξάλλου, με δεδομένο πως οι κύριοι τουλάχιστον λιμένες αποτελούν πύλες εισόδου λαθρομεταναστών, μελών του οργανωμένου εγκλήματος και πιθανώς τρομοκρατών, απαιτείται αναβάθμιση του επιπέδου ασφαλείας στα πρότυπα των αεροδρομίων με εγκατάσταση σύγχρονων συστημάτων ανίχνευσης αντικειμένων ακτινών Χ, τοποθέτηση αλεξίσφαιρων σκοπιών σε επίκαιρα σημεία, χρήση αστυνομικών σκύλων, ενίσχυση των περιπολιών προφανώς μετά από ανάλογη ενίσχυση του προσωπικού των κατά τόπους λιμεναρχίων και αποδέσμευση προσωπικού που σήμερα εκτελεί γραφειοκρατικά καθήκοντα (τα οποία θα πρέπει να περιοριστούν στα απολύτως απαραίτητα), αναβάθμιση του οπλισμού ακόμα και των απλών λιμενοφυλάκων με απόδοση τυφεκίων εφόδου, αραβίδων διαμετρήματος τουλάχιστον 5,56 χλστ, υποπολυβόλων (προτείνεται το UMP-45 που συνδυάζει επαρκή ισχύ και αποδεκτό βάρος) και PDW (όπως το MP-7) σε κάθε λιμενική περίπολο με χρήση σύγχρονων σκοπευτικών βοηθημάτων, προμήθεια σύγχρονων αλεξίσφαιρων γιλέκων με επίπεδο προστασίας τουλάχιστον ΙΙΙΑ, προμήθεια περιπολικών SUV με ενισχυμένο κινητήρα και προστασία από βολίδες τουλάχιστον 7,62X39 χλστ, προμήθεια μοτοσυκλετών, χρήση water-ski για περιπολίες σε λιμάνια και σε μικρή απόσταση από τις ακτές στη φάση της εξόδου λαθρομεταναστών, διεύρυνση της χρήσης μη θανατηφόρων όπλων(no lethal weapon) προς αντιμετώπιση άοπλων αλλά επικίνδυνων ατόμων(π.χ ομάδων λαθρομεταναστών) και επέκταση των περιπολιών(πεζών και εποχούμενων) σε λιμένες και ακτές (ειδικά αυτές στα νησιά του Αν.Αιγαίου).
Η εκπαίδευση οφείλει να είναι συνεχής και να καλύπτει όλα τα πιθανά ενδεχόμενα.Πρέπει να γίνει σαφές πως μια ικανότητα δεν αρκεί να αποκτάται αλλα πρέπει και να συντηρείται αλλιώς οδηγούμαστε στην βαθμιαία της απομείωση και τελικά απώλεια της. Συχνή εκτέλεση βολών, απλών και με εξεζητημένο σενάριο, εκπαίδευση σε τακτικές μάχης μικρών κλιμακίων, όχι μόνο από τα ΚΕΑ αλλά και το απλό λιμενικό προσωπικό, έρευνας εξωτερικών και εσωτερικών χώρων κ.α πρέπει να αποτελούν ρουτίνα και όχι έκτακτη δραστηριότητα.
Με δεδομένο πως η κατάσταση στα λιμάνια με την παρουσία σε αυτά μεγάλου αριθμού λαθρομεταναστών έχει ξεφύγει από κάθε όριο και οι συγκρούσεις ανάμεσα στους τελευταίους και τους λιμενικούς αποτελούν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο,κρίνεται σκόπιμη η μελέτη για την δημιουργία αριθμητικώς επαρκών ομάδων ή τμημάτων λιμενικής αστυνομίας προς καταστολή οχλοκρατικών καταστάσεων αντίστοιχων με τα ΜΑΤ της ΕΛ.ΑΣ με ανάλογη σύνθεση, εξοπλισμό και εκπαίδευση. Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει πως οι άνδρες του λιμενικού αδυνατούν να ελέγξουν ανάλογες καταστάσεις, λόγω ανυπαρξίας μέσων, εκπαίδευσης και συντονισμού δράσης, υφίστανται δυσανάλογα μεγάλες απώλειες (τραυματισμούς) και τελικά καταφεύγουν δικαιολογημένα στην λύση της κλήσης αστυνομικών ενισχύσεων προς αντιμετώπιση της δημιουργηθείσας κατάστασης. Η κατοχή εκ μέρους του Λ.Σ ανάλογης ιδίας ικανότητας με την δημιουργία μονάδων “riot police” κρίνεται λοιπόν επιβεβλημένη. Οι τελευταίες θα μπορούσαν βέβαια να ανταποκριθούν σε ευρύτερα λιμενικά καθήκοντα δυναμικής δράσης, αποτελώντας στην ουσία ένα ενδιάμεσο “σκαλοπάτι” ανάμεσα στο απλό λιμενικό προσωπικό και τα ΚΕΑ, διευρύνοντας τις επιχειρησιακές δυνατότητες του Λιμενικού Σώματος και προσφέροντας την αναγκαία δόση “στρατιοτικοποίησης” που χρειάζεται το Σώμα.
Και αν οι εντάσεις που κατά καιρούς σημειώνονται στα λιμάνια της χώρας από ομάδες “ατάκτων” λαθρομεταναστών δεν αφορούν κανέναν(…) πέραν των τοπικών λιμενικών και αστυνομικών αρχών και των τοπικών κοινωνιών και μπορούν να ελεγχθούν σε εσωτερικό επίπεδο, η διενέργεια κάποιου λιγότερου ή περισσότερο εντυπωσιακού τρομοκρατικού χτυπήματος μπορεί να έχει ευρύτερες συνέπειες και να εκθέσει την χώρα μας διεθώς. Η ετοιμότητα προς αντιμετώπιση ανάλογου ενδεχομένου πρέπει να είναι συνεχής και να περιλαμβάνει όλα τα πιθανά ενδεχόμενα όπως βομβιστικές ενέργειες, κατάληψη και θέσιμο πλοίων και επιβατών υπό ομηρία κτλ. Απαιτείται λοιπόν η ενίσχυση του οπλισμού τόσο των ΚΕΑ (Λ.Σ) όσο και της ΜΥΑ (Ακτοφυλακή), με προμήθεια σύγχρονου ατομικού και βαρύτερου οπλισμού, προμήθεια ειδικής σχεδίασης πλωτών έως και υποβρύχιων μέσων για την έφοδο σε καταληφθέντα πλοία κ.α. Ιδιαίτερα χρήσιμη θα ήταν η προμήθεια μικρού αριθμού οχημάτων MRAP, για χρήση από τις Ομάδες Ταχείας Επέμβασης/Εφόδου ακόμα και από τις παραπάνω προτεινόμενες ομάδες Καταστολής Οχλοκρατικών Καταστάσεων. Τέλος η εκπαίδευση του προσωπικού πρέπει να περιλαμβάνει σεμινάρια ψυχολογικής παρακολούθησης στόχου που καθιστούν δυνατόν την έγκαιρο εντοπισμό και την διάγνωση των προθέσεων του επίδοξου τρομοκράτη, προλαβαίνοντας τις σχεδιασμένες από αυτόν ενέργειες.
Περνώντας στην κατάθεση προτάσεων για την αντιμετώπιση της δεύτερης μορφής απειλών, όπου οι σχετικές απαιτήσεις είναι αυστηρότερες και η σχετική έρευνα δυσκολότερη και πιο εξεζητημένη καθώς διεξάγεται σε μεγάλο βαθμό σε «αχαρτογράφητα νερά» σκόπιμη είναι η παρακάτω επισήμανση: γνωρίζουμε πως τα γραφόμενα μας ίσως να προκαλέσουν την αίσθηση του δύσκολα υλοποιήσιμου ή ακόμα και να κριθούν άκρως μαξιμαλιστικά. Είναι ωστόσο άκρως εφικτά και το σημαντικότερο ορθολογικά και μπορούν να γίνουν κλιμακωτά, σε βάθος χρόνου, παρέχοντας στο σύστημα τα χρονικά περιθώρια να τα μελετήσει και να τα «χωνέψει». Άλλωστε η μετάβαση από ένα συγκεκριμένο μοντέλο, με γνωστούς δογματικούς και όχι μόνο περιορισμούς,σε ένα άλλο, λίαν φιλόδοξο, απαιτεί χρόνο και πρέπει να γίνει με προσεκτικά βήματα ώστε η απόδοση της σχετική επένδυσης να είναι η αναμενόμενη.Αν επικεντρωθούμε στην απειλή βλέπουμε πως το τουρκικό ναυτικό(TDK) και η τουρκική ακτοφυλακή(η οποία στην ουσία διαθέτει τα μέσα και την οργάνωση ενός “μικρού” ναυτικού) αποτελούν την αιχμή του δόρατος των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και εσχάτως στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αντιμετώπιση της απειλής αποκλειστικά από το Π.Ν κρίνεται εσφαλμένη, τόσο από πλευράς μεθοδολογίας όσο και από πολιτικής πλευράς για λόγους που παρατέθηκαν σε προηγούμενο χωρίο του παρόντος άρθρου. Η ενεργητικότερη εμπλοκή του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής στον αγώνα της διατήρησης των θαλασσίων συνόρων και της εθνικής κυριαρχίας κρίνεται επιβεβλημένη κίνηση. Αν προχωρήσουμε σε μια λεπτομερή καταγραφή και περιγραφή των μέσων που απαιτούνται για την συστηματικότερη και με αξιώσεις συμμετοχή της Ελληνικής Ακτοφυλακής στην εθνική άμυνα(γιατί περί αυτού στην ουσία πρόκειται) καταλήγουμε σε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Όπως προελέχθει, αντίπαλος της Ελληνικής Ακτοφυλακής σε όλα τα στάδια εμπλοκής (ένταση,κρίση,πόλεμος) δεν είναι μόνο η τουρκική ακτοφυλακή αλλά και το TDK. Ο επιχειρησιακός και κατ’επέκτασην εξοπλιστικός προσανατολισμός του Λ.Σ οφείλει να λάβει υπόψην του αυτήν την πραγματικότητα και να στραφεί στην ενίσχυση της Ακτοφυλακής με ανάλογης ισχύος μέσα. Τα τελευταία μπορεί να ξεκινούν από παράκτια περιπολικά, να περιλαμβάνουν Περιπολικά Ανοιχτής Θαλάσσης και να καταλήγουν σε σκάφη μεγέθους και εκτοπίσματος κορβέτας. Σε αυτούς τους τομείς η διεθνής αλλά και η εγχώρια ναυπηγοβιομηχανία προσφέρουν πληθώρα δοκιμασμένων λύσεων. Θα αναφερθούμε μόνο σε ορισμένες.
Από τις δύο παραπάνω παρουσιαζόμενες οικογένειες ταχέων σκαφών επιφανείας,το DV 33 της CMN και τα Interceptor XSR 19 και XSR 25 της XSMGX Defence προβάλλουν ιδανικές υποψηφιότητες για την κάλυψη του κατώτατου σημείου της κλίμακας των υπό μελέτη μέσων. Αρχίζοντας με το DV 33, το οποίο η κατασκευάστρια εταιρεία σκόπευε να το προτείνει στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στον παλύπαθο διαγωνισμό για την προμήθεια 22 σκαφών “συνοδείας και συμβολής άμυνας νήσων” του Ε.Σ, αξίζει να παραθέσουμε τα τεχνικά του χαρακτηστικά.
Πρόκειται για σκάφος σύγχρονης σχεδίασης,εκτοπίσματος 85 τόννων, με μέγιστη ταχύτητα 45 κόμβων και με ισχυρότατο για το μέγεθος του οπλισμό που μπορεί να περιλαμβάνει σταθεροποιούμενο τηλεχειριζόμενο πυργίσκο στην πλώρη με πυροβόλο διαμετρήματος 25-30 χλστ και ζεύγος βλημάτων Hellfire, εξαπλό εκτοξευτή βλημάτων Mistral(φυσικά μπορούν να τοποθετηθούν και άλλα παρόμοια όπως τα Stinger) και έως 4 βλήματα εναντίον πλοίων της κατηγορίας του MM-40 Exocet ή καθοδήγησης οπτικής ίνας του πολλά υποσχόμενου αλλά τελικά ακυρωθέντος το 2003 Polyphem καθώς και ικανότητα μεταφοράς ομάδας ειδικών επιχειρήσεων και άφεσης της προς τον στόχο με μεταφερόμενη λέμβο. Για το είδος των στόχων που πιθανώς να κληθεί να εμπλέξει στις αναμενόμενες αποστάσεις, βλήματα SSM όπως ο Exocet ίσως κριθούν υπερβολικά(αν και αυτό είναι συζητήσιμο στο ιδιαίτερης μορφής και περιορισμένης έκτασης επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου) και ο εξοπλισμός του με βλήματα καθοδήγησης οπτικάς ίνας, όπως το τελικά ακυρωθέν Polyphem, προβάλλουν ως φυσιολογικότερη επιλογή. Η Σερβική αμυντική βιομηχανία έχει εδώ να προσφέρει μια ιδιαίτερα αξιόλογη πρόταση:Το πολλαπλών ρόλων ,fiber-optic, μακρού βεληνεκούς βλήμα ALAS(Advanced Light Attack System) της σερβικής ιδιωτικής εταιρείας EdePro που προωθείται από τον κρατικό εξαγωγέα Yugoimport SDDR. Το βάρους 55 κιλών βλήμα προωθείται από τον στερεών καυσίμων μονής καύσης στροβιλοκινητήρα TMM-404 που του προσδίδει ταχύτητα 180 μέτρων/δευτερόλεπτο και εμβέλεια 25 χιλιομέτρων. Υπό μελέτη βρίσκεται η ανάπτυξη μιας έκδοσης του βλήματος με βεληνεκές τα 60 χιλιόμετρα. Το βλήμα καθοδηγείται προς τον στόχο αξιοποιώντας την τεχνική “man-in-the-loop” μέσω αμφίδρομης ζεύξης δεδομένων διαμέσου οπτικής ίνας η οποία μεταφέρετει τηνεικόνα της TV/IC κάμερας που βρίσκεται στο ρύγχος του βλήματος στον χειριστή εδάφους. Λόγω της αρχής λειτουργίας της η αντοχή της σε ηλεκτρονικές παρεμβολές είναι εξαιρετική (στην ουσία το βλήμα δεν επηρρεάζεται από αυτές) ενώ προσφέρει την ικανότητα “damage assesment” ήτοι αξιολόγησης αποτελεσμάτων επί του στόχου.Η απόκτηση του εν λόγω βλήματος θα μπορούσε να αποτελέσει την βάση για μια συνολικότερη Ελληνοσερβική συνεργασία στον αμυντικό τομέα, με εκδόσεις του βλήματος να ενδιαφέρουν τον Ε.Σ για προσβολή πλειάδας στόχων, όπως άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα, θέσεις πυροβολικού, ΠΕΠ, σταθμοί διοίκησης και ελέγχου και επικοινωνιών κ.α.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Τουρκική αμυντική βιομηχανία και πιο συγκεκριμένα τα ναυπηγεία ONUK έχουν ήδη σχεδιάσει και θέσει σε υπηρεσία ένα αντίστοιχο του DV 33 σκάφος, το MRTP-33 με ανάλογα και πραγματικά εντυπωσιακά χαρακτηριστικά προσελκύοντας μάλιστα και εξαγωγικούς πελάτες.
Περνώντας στις προτάσεις της XSMG World,παρατηρούμε πως προσφορότερες επιλογές αποτελούν τα σκάφη 19 και 25 μέτρων. Αξίζει να αναφερθούμε ειδικά στο τελευταίο. Με ταχύτητα οικονομικής πλεύσης 30 κόμβων και μέγιστη 70 κόμβων και πραγματικά εντυπωσιακή ποικιλία οπλισμού και αισθητήρων το συγκεκριμένο σκάφος προβάλλει εξαιρετική επιλογή για τις ανάγκες του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής. Ο ηλεκτρονικός του εξοπλισμός είναι ιδιαίτερα πλούσιος για σκάφος της κατηγορίας του και περιλαμβάνει FLIR, ραντάρ έρευνας, τηλεσκοπικό ιστό με αισθητήρες για μεγαλύτερη εμβέλεια επιτήρησης, ακόμα και μοναδικό στος είδος του, ικανό για τοποθέτηση σε σκάφη αυτού του μεγέθους, ποντιζόμενο σόναρ χαμηλής συχνότητας της THALES με ικανότητα εντοπισμού υποβρυχίων σε βάθη έως και 750 μέτρα! Ο οπλισμός του είναι επίσης πλούσιος και περιλαμβάνει σταθεροποιούμενο τηλεχειριζόμενο πυργίσκο οπλισμού Sea Protector της Kongsberg ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο, επιλογής του πελάτη, για πολυβόλο των 12,7 χλστ ή πυροβόλο των 25 χλστ,τ ορπίλες MU 90 των 324 χλστ με ικανότητα προσβολής υποβρυχίων ή σκαφών επιφανείας και το υπό ανάπτυξη κατευθυνόμενο βλήμα LMM(Lightweight Multi-role Missile) της THALES με ικανότητα προσβολής ποικιλίας στόχων θαλασσίων, επακτίων ακόμας και αέρος(π.χ χαμηλά ιπτάμενα ελικόπτερα ή UAV). Τα συγκεκριμένα σκάφη προτείνεται να δρουν σε μαζικά σε “αγέλες” για την μεγιστοποίηση του αποτελέσματος της δράσης τους αν και η χρήση τους μεμονωμένα ή σε ζεύγη δεν θα πρέπει να αποκλείεται. Τα συγκεκριμένα σκάφη φυσικά είναι διαθέσιμα σαν επιλογές και για το Π.Ν, σε ρόλο πρόσδοσης βάθους και ικανότητας “πέραν της ακτής” της άμυνας νήσων. Για την επιχειρησιακή αξιοποίηση των εν λόγω σκαφών σκόπιμη θα ήταν η δημιουργία Μοιρών Ελαφρών Σκαφών/ Ελληνικής Ακτοφυλακής και η επιχειρησιακή τους σύζευξη με το Π.Ν και τις αρμόδιες Ναυτικές Διοικήσεις (ΝΔΑ, ΝΔΙ, ΝΔΒΕ) καθώς και με την ΑΣΔΕΝ.
Μια ενδιάφερουσα πηγή για την απόκτηση παράκτιων περιπολικών προβάλλει η Ισραηλινή αμυντική βιομηχανία με τα Super Dvora Mk III και Shaldag των IMI Ramta και Israel Shipyards Ltd. Πρόκειται για σκάφη της αυτής κατηγορίας μεγέθους (50-60 τόννων) με ταχύτητα της τάξης των 45-50 κόμβων και δυνατότητα τοποθέτησης ισχυρού, για το μέγεθος των σκαφών,οπλισμού όπως τηλεχειριζόμενη σταθεροποιούμενη εξέδρα οπλισμού Typhoon για πυροβόλα των 25-30 χλστ με τα ανάλογα σκοπευτικά, πυροβόλα Oerlikon των 20 χλστ,πολυβόλα των 0.50in ακόμα και Κ/Β Ε-Ε και Ε-Α της κατηγορίας των Hellfire και Stinger. Ειδικά τα Super Dvora είναι πιστοποιημένα για πλωραίο πύργο εξοπλισμένο με πυροβόλο φιλοσοφίας Gatling Sea Vulcan των 20 mm το οποίο χρησιμοποιείται και από το ναυτικό της Νοτίου Κορέας και έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό σε αποστολές “θαλάσσιας αναχαίτισης” Βορειοκορεατικών σκαφών στις συχνές ναυτικές αναμετρήσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, σε συνθήκες παραπλήσιες αυτών της κρίσης των Ιμίων. Μάλιστα για τον εξοπλισμό των υπό συγκεκριμένων σκαφών θα μπορούσαν ίσως να αξιοποιηθούν τα M61A1 Gatling από αποσυρόμενα αεροσκάφη της Π.Α όπως καταδείχθηκε παλιότερα από ανάλογη πρωτοβουλία του Ε.Σ. Υποψηφιότητα για τον εξοπλισμό της Ελληνικής Ακτοφυλακής με παράκτια περιπολικά βάζουν και τα κρατικά ναυπηγεία CMN με το σκάφος Combattante IM, 8 μονάδες του οποίου έχουν ναυπηγηθεί για τον ναυτικό του Κουβέϊτ. Μιλάμε για σκάφη μήκους 42 μέτρων και πλάτους 82 μέτρων, με πλήρες εκτόπισμα τους 245 τόννους και ικανότητα επίτευξης ταχύτητας 30 κόμβων( μέγιστη) και 15 κόμβων (οικονομική) με την οποία επιτυγχάνουν αυτονομία 1300 μιλίων. Είναι εξοπλισμένα με σύστημα Διοίκησης και Ελέγχου Tavitar της THALES, οπτικό κατευθυντήρα όπλων Najir Mark 2 της Sagem Defence Securite,σύστημα Ηλεκτρονικών Μέτρων Υποστήριξης(ESM) DR-3000S και ECM με παρεμβολέα(jammer) Salamandre και εκτοξευτές αεροφύλλων/θερμοβολίδων Degaie. Οι αισθητήρες επίγνωσης τακτικής κατάστασης με τα οποία είναι εξοπλισμένα περιλαμβάνουν ραντάρ έρευνης MRR 3D,ναυτιλίας Racal και ελέγχου πυρός Seaspay της BAe Systems. Ο οπλισμός τους περιλαμβάνει μυροβόλα OTO Melara των 40 mm στην πλώρη, πυροβόλο M621 των 20 mm στην πρύμνη και 2 πολυβόλα γενικής χρήσης των 12,7 χλστ. Ο κύριος ωστόσο οπλισμός συνίσταται σε 2 διπλούς εκτοξευτές Κ/Β κατά στόχων επιφανείας Sea Skua (υποψήφια ήταν και τα αντίστοιχων επιδόσεων γαλλικά MM-15) με βεληνεκές τα 15 χιλιόμετρα και 2 διπλούς εκτοξευτες Κ/Β Ε-Α Mistral τύπου Sadral RC με μέγιστο βεληνεκές τα 5 χιλιόμετρα. Φυσικά οι παραπάνω εξοπλιστικές και οπλικές επιλογές είναι ενδεικτικές και τα σκάφη μπορούν να δεχθούν οποιοδήποτε ανάλογο σύστημα επιλέξει ο πελάτης. Τα συγκεκριμένα σκάφη θέτουν επίσης υποψηφιότητα για την αντικατάσταση των 2 σκαφών Esterel που χρησιμοποιεί το Π.Ν αλλά και για τις ανάγκες της Διοίκησης Ναυτικού της Ε.Φ.
Όσον αφορά την κάλυψη της επιχειρησιακής απαίτησης για την προμήθεια Περιπολικών Ανοικτής Θαλάσσης οι επιλογές είναι σαφώς περισσότερες με κάποιες να προσφέρονται από την εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Η πλέον προφανής επιλογή είναι η κανονιοφόρος της κλάσσης “ΜΑΧΗΤΗΣ” των ΕΝΑΕ, γνωστά από την υπηρεσία τους στο Π.Ν. Πρόκειται για σκάφη πλήρους εκτοπίσματος 575 t,μήκους 56 m, βυθίσματος 10 m, μέγιστη ταχύτητα 23 κόμβων και πλήρωμα 50 ατόμων με επιπλέον ικανότητα μεταφοράς δύναμης 21 ανδρών των Ειδκών Δυνάμεων. Στη διαμόρφωση που υπηρετούν στο ΠΝ φέρουν Σύστημα Διαχείρισης Μάχης TACTICOS, ραντάρ ναυτιλίας Bridgemaster-E, ραντάρ έρευνας αέρος/επιφανείας Variant, ραντάρ ελέγχου πυρός LIROD, ηλεκτροοπτικό σύστημα έρευνας-ιχνηλάτησης Mirador και οπλισμό αποτελούμενο από πυροβόλο OTO Melara των 76 mm, πυροβόλο Bofors/Breda L70 των 40 mm.δύο πυροβόλα Rheinmetall των 20 mm, δύο εκτοξευτές αναλωσίμων SRBOC, σύστημα άφεσης ναρκών M55 και βάσεις εκτόξευσης αντιαεροπορικών βλημάτων Stinger. Ο προαναφερεθείς οπλισμός φυσικά είναι τυπικός και είναι δεκτικός σε αναβάθμιση/εμπλουτισμό .Στην θέση του εμπρόσθιου OTO Melara θα μπορούσε να τοποθετηθεί η πλέον πρόσφατη έκδοση Strales με ικανότητα βολής βλημάτων διόρθωσης τροχιάς DART, κατάλληλων για αναχαίτηση επερχόμενων Κ/Β κατά πλοίων αλλά και μικρών, ταχέως κινούμενων στόχων επιφανείας,την απειλή δηλαδή που συνιστούν τα σκάφη σε υπηρεσία με τις τουρκικές δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων. Το πρυμναίο πυροβόλο Bofors θα μπορούσε να αντικατασταθεί είτε με κάποιο νεώτερο του αυτού διαμετρήματος όπως το Breda Dardo ,με σχεδιασμό δράσης ως CIWS, είτε με κάποιο νέας φιλοσοφίας πυροβόλο όπως το Millenium των 35 mm, ιδανικό για δράση τόσο ως αντιπυραυλικό σύστημα όσο και την προσβολή υπερταχέων σκαφών κρούσης, είτε με κάποιο καθαρόαιμο σύστημα CIWS το Phalanx,το RAM ή το SeaRAM. Ας σημειωθεί εδώ πως η εγκατάσταση ανάλογης ισχύος και προσανατολισμού συστημάτων (καθαρά προνόμιο πολεμικών σκαφών ως το σχετικά πρόσφατο παρελθόν) δεν αποτελεί ασυνήθιστη διεθνώς πρακτική όπως θα βιαστούν να σχολιάσουν ορισμένοι. Η Αμερικανική Ακτοφυλακή(USCG) συνηθίζει,ήδη από την δεκαετία του ’80,να εξοπλίζει τα μεγάλου μεγέθους “cutters”(χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα σκάφη της συγκεκριμένης δύναμης ακτοφυλακής ανεξαρτήτου μεγέθους) της με CIWS Phalanx με σκοπό, τόσο την προστασία από εχθρικά AshMs, όσο και για την εμπλοκή μικρού μεγέθους και υψηλής ταχύτητας σκαφών που χρησιμοποιούνται ανά την υδρόγειο από πειρατές, τρομοκρατικές οργανώσεις και δυνάμεις ανορθοδόξου πολέμου στρατιωτικού/παραστρατιωτικού χαρακτήρα(π.χ τα ταχύπλοα που χρησιμοποιεί ο ναυτικός κλάδος του Σώματος των Ιρανών Επαναστατικών Φρουρών). Μέρος του οπλισμού των εν λόγω σκαφών θα μπορούσε να αποτελέσει και ο εκτοξευτής Κ/Β ARIS που αναπτύχθηκει από την ελληνική εταιρεία BOSA και δύναται να συνδυάσει Κ/Β κατά στόχων επιφανείας AGM-114 Hellfire και Κ/Β κατά στόχων αέρος FIM-92 Stinger.
Υποψηφιότητα για το νέο ΠΑΘ της Ελληνικής Ακτοφυλακής βάζει και το νεοσχεδιασθέν σκάφος των ΕΝΑΕ HSY C70. Οι προδιαγραφές μιλούν για σκάφος μήκους 65,4 m,β υθίσματος 10,5 m, συνολικό εκτόπισμα 750 t και μέγιστη ταχύτητα 26 κόμβων, το δε πλήρωμα αποτελείται από 50 άνδρες με επιπλέον ικανότητα μεταφοράς στοιχείου ειδικών δυνάμεων. Ο οπλισμός αποτελείται ενδεικτικά από πυροβόλο OTO Melara των 76 χλστ σε πύργο χαμηλής διατομής ραντάρ (RCS) και δύο διπλούς εκτοξευτές αντιπλοϊκών βλημάτων μέσης κατηγορίας(π.χ Harpoon ή Exocet). Η ύπαρξη ελικοδρόμιου που περιλαμβάνεται στις σχεδιαστικές προδιαγραφές του σκάφους,σε συνδυασμό με ελαστικές λέμβους που επίσης προβλέπονται, θα επιτρέψει την ταχύτατη εκτέλεση νηοψιών από αγήματα της ΜΥΑ με χρήση τόσο των φουσκωτών όσο και των ελικοπτέρων AS 365 Dauphin που διαθέτει η Ακτοφυλακή.
Εξαιρετική επιλογή θα αποτελούσαν τα 4 σκάφη κλάσσης Holland που θέτει εκτός λειτουργίας το Ολλανδικό ναυτικό και διατίθενται προς πώληση στην διεθνή αγορά. Πρόκειται για σκάφη εξαιρετικά σύγχρονης σχεδίασης και και πρόσφατης ναυπήγησης, πλήρους εκτοπίσματος 3750 τόννων, μήκους 108 μέτρων, πλάτους 16 μέτρα και βυθίσματος 4,55 μέτρων. Η μέγιστη ταχύτητα φθάνει τους 21,5 κόμβους ενώ η αυτονομία είναι 5000 ν.μ με οικονομική ταχύτητα 15 κόμβων. Το πλήρωμα τους αποτελείται από 50 άτομα με ικανότητα φιλοξενίας 40 άλλων. Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός είναι διαίτερα σύγχρονος και εκτενής με μέρος του να φιλοξενείται σε ολοκληρωμένο ιστό.Πιο συγκεκριμένα στον I-Mast της Thales φιλοξενούνται το ραντάρ έρευνας αέρος SeaMaster 400, το ραντάρ ηλεκτρονικής διάταξης φάσης έρευνας και ιχνηλάτησης επιφανείας Watcher 100 ενώ ανεξάρτητα τοποθετούνται το σύστημα IR/EO ενόρασης Gatekeeper και sonar ανίχνευσης ναρκών. Το σκάφος επίσης διαθέτει σύστημα δορυφορικής επικοινωνίας της Thales. Διατίθενται επίσης δύο λέμβη για χρήση από ομάδα ειδικών δυνάμεων σε αποστολές θαλάσσιας αναχαίτισης και νηοψιών και μια λέμβος για αποστολες έρευνας και διάσωσης, ενώ σημαντικότατη είναι η ικανότητα υποδοχής και χρήσης ελικοπτέρου της κατηγορίας του NH-90. Ο οπλισμός αποτελείται από το γνώριμο πυροβόλο OTO Melara Super Rapido των 76 χλστ, 1 πυροβόλο OTO Melara Marlin των 30 χλστ, 2 πολυβόλα OTO Melara Hitrole NT των 12,7 χλστ τοποθετημένα σε τηλεχειριζόμενες εξέδρες οπλισμού και δύο πολυβόλα M2HB τοποθετημένα σε απλούς έστορες.
Με δεδομένη ωστόσο την υπάρχουσα δυσμενή δημοσιονομική συγκυρία είναι δύσκολη η ικανοποίηση των συγκεκριμένων εξοπλιστικών προτάσεων. Έτσι η λύση θα έπρεπε να αναζητηθεί στην απόκτηση με ευνοϊκούς όρους μεταχειρισμένου υλικού. Σε καθαρά ενδεικτικά πλαίσια θα μπορούσε η ηγεσία του Λ.Σ να θέσει προς την αμερικανική πλευρά, εκμεταλλευόμενη τις παρούσες καλές Ελληνοαμερικανικές σχέσεις, αίτημα παραχώρησης 1-2 αρχικά σκαφών κλάσσης Hamilton τα οποία αποσύρονται από το δυναμικό της Αμερικανικής Ακτοφυλακής και προσφέρονται προς παραχώρηση σε συμμάχους των ΗΠΑ. Οι Φιλιππίνες έκαναν ήδη χρήση της σχετικής δυνατότητας αποκτώντας τρία σκάφη της συγκεκριμένης κλάσσης. Τα σκάφη κλάσσης Hamilton, 12 από τα οποία ναυπηγήθηκαν για τις ανάγκες της USCG με τα 9 να παραμένουν ακόμα ενεργά στις τάξεις της, βρίσκονται στην φάση της απόσυρσης και αντικατάστασης από το “National Security Cutter”, το νέο απόκτημα της τελευταίας. Είναι σκάφη μεγέθους ελαφράς φρεγάτας,συνολικού εκτοπίσματος 3.250 τόννων,μήκους 115 μέτρων,πλάτους 13 μέτρων και βυθίσματος 4,6 μέτρων. Η προώθηση τους εξασφαλίζεται από σύστημα πρόωσης τύπου CODOG με ικανότητα επίτευξης ταχύτητας της τάξης των 29 κόμβων, αυτονομίας 14.000 ναυτικών μιλίων και συνολικής παραμονής 45 ημερών εν πλω. Το πλήρωμα αποτελείται από 167 άτομα ενώ ο οπλισμός από πυροβόλο OTO Melara των 76 mm, 2 πυροβόλα Mk38 των 25 mm και σύστημα CIWS Phalanx. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό τα συγκεκριμένα σκάφη ειναι ιδανικά για την επέκταση της επιχειρησιακής εμβέλειας της Ακτοφυλακής στην Αν.Μεσόγειο και την επιτήρηση της Ελληνικής ΑΟΖ, ενώ στο μέλλον δεν αποκλείεται η εξασφάλιση πρόσθετων μονάδων από τα σκάφη που η Αμερικανική Ακτοφυλακή θέτει σταδιακά εκτός υπηρεσίας. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για την δυνατότητα εμπλουτισμού και αναβάθμισης του ηλεκτρονικού τους εξοπλισμού και του οπλισμού τους με στόχο την πρόσδοση σε αυτά επιχειρησιακών δυνατοτήτων που ομοία τους μόνο σε πολεμικά σκάφη συναντώνται.
Τον Ιανουάριο του 1990 το σκάφος WHEC-717 Mellon της συγκεκριμένης κλάσσης είχε χρησιμοποιηθεί για να διερευνηθούν οι δυνατότητες διεύρυνσης των επιχειρησιακών του ικανοτήτων, εφοδιαζόμενο με εξοπλισμό Ανθυποβρυχιακού Πολέμου(ASW) αποτελούμενο από ενεργό σόναρ AN/SQS-26 και τριπλούς τορπιλλοσωλήνες Mk32 για τορπίλλες Mk46 των 324 mm καθώς και διπλούς εκτοξευτές Mk141 για βλήματα εναντίον πλοίων RGM-84 Harpoon. Τελικά τα σχέδια για τον εξοπλισμό του συνόλου των σκαφών της κλάσσης δεν προχώρησαν λόγω οικονομικών περικοπών αλλά κυρίως λόγω της αλλαγής του υφιστάμενου επιχειρησιακού προσανατολισμού της USCG και του USN μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την εξάλειψητης Σοβιετικής ναυτικής απειλής. Η συγκεκριμένη πρόθεση ωστόσο καταδεικνύει την ορθότητα του, προτεινόμενου από τον συγγραφέα του παρόντος άρθρου, επιχειρησιακού μοντέλου της Ακτοφυλακής και αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας την δυνατότητα επιφοράς του, διαλύοντας κάθε σχετικό ενδοιασμό και διάταξη στείρας αντιλογία με επιχείρημα την αστυνομική αποστολή ανάλογης δύναμης και την αδυναμία ανάθεσης σε αυτήν μάχιμων καθηκόντων και αποστολών. Το γεγονός πως η Αμερικανική Ακτοφυλακή, η οποία σημειοταίων θεωρείται επισήμως στρατιωτικό σώμα, αποτελώντας στην ουσία τον 5ο κλάδο των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμων μετά τον Στρατό, το Ναυτικό, την Αεροπορία τους Πεζοναύτες και την Διαστημική Δύναμη, είδε σε κάποια φάση, όταν οι επιχειρησιακές απαιτήσεις το επέβαλλαν, με την γιγάντωση της απειλής που συνιστούσαν οι ναυτικές δυνάμεις της ΕΣΣΔ, την αναγκαιότητα του εξοπλισμού του μεγάλου μεγέθους σκαφών της με συστήματα ανθυποβρυχιακού πολέμου και πολέμου επιφανείας, καταδεικνύει ανάγλυφα πως στην διαρκή προσπάθεια για την εξασφάλιση και διατήρηση της απαιτούμενης αποτρεπτική ισχύος, δεν χωρούν “πνευματικά” στεγανά και δογματικές ακαμψίες. Όλοι οι πιθανοί τρόποι είναι στο τραπέζι υπό μελέτη και διερεύνηση. Η σκοπιμότητα λοιπόν της διερεύνησης της πιθανότητας διεύρυνσης του φάσματος αποστολών και καθηκόντων της Ακτοφυλακής πατάει σε γερές βάσεις. Επιχειρησιακές και δογματικές στενομυαλιές δεν δικαιολογούνται, είναι καιρός ο Ελληνικός μηχανισμός άμυνας και ασφάλειας να ξεφύγει από τον κόσμο του διεθνώς τυποποιημένου και “αποδεκτού” και να αποδειχθεί ικανός να δίνει ιδιαίτερες λύσεις σε ιδιαίτερα προβλήματα, αποτελώντας ο ίδιος πρότυπο για τους άλλους αντί να προσπαθεί, κατά τη γνώριμη νεοελληνική συνήθεια, να αναζητά ξένα πρότυπα προσαρμόζοντας τα “στις ιδιαίτερες ελληνικές συνθήκες”-χαρακτηρισμός που σκοπό έχει συνήθως να δικαιολογήσει τις σχετικές εκπτώσεις σε σχέση με το προτεινόμενο μοντέλο.
Επί την ευκαιρία δηλώνουμε αντίπαλοι της φιλοσοφίας “fit for, but not with” για τον εξοπλισμό των πλωτών μέσων της Ακτοφυλακής με τις προτεινόμενες εξοπλιστικές επιλογές. Με δεδομένο πως πιθανή Ελληνοτουρκική κρίση/σύγκρουση μπορεί να ξεσπάσει απότομα, δίχως επαρκή έγκαιρη προειδοποίηση, επιβάλλεται ήδη από την περίοδο της ειρήνης η κατοχή εκ μέρους των σκαφών της Ακτοφυλακής πλήρους μάχιμου “πακέτου αποστολής”, δεν νοείται ο,σε δεύτερο χρόνο, σχετικός τους εφοδιασμός με προφανή κατασπατάληση πολύτιμου χρόνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανωτέρω σχολής αποτελεί η Ακτοφυλακή της Ταϊβάν, η οποία ξεκίνησε πολύ πρόσφατα τον εξοπλισμό των σκαφών της με αντοπλοϊκά βλήματα HF-2, εν όψει και την γιγάντωσης της κινεζικής απειλής.
Ανάλογο αποτέλεσμα θα μπορούσε να προκύψει από τον εκσυγχρονισμό και μετασκευή δύο, σε πρώτη φάση, φρεγατών τύπου “S”, κατά προτίμηση από τις μη εκσυγχρονισμένες του τύπου, με μέρος του όλου project να μπορεί να υλοποιηθεί με την αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων και μάλιστα με την εμπλοκή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ενδιαφέρον θα είχε η διατήρηση του εκτοξευτή Mk29 με πιθανή αναβάθμιση του ή/και η αντικατάσταση/πλαισίωση του με εκτοξευτές κάθετης εκτόξευσης(VLS) τύπου Mk57, ενδεικτικά σε δύο σειρές 4 κελιών εκατέρωθεν του υποστέγου ελικοπτέρου.
Στα μεγαλύτερα σκάφη της Ελληνικής Ακτοφυλακής όπως στα κροατικής προέλευσης POB-24G και στα υπό προμήθεια 2+2 ανάλογου εκτοπίσματος, θα μπορούσε να τοποθετηθεί ποικιλία οπλικών συστημάτων, με εκτοξευτές βλημάτων Spike-ER2 ή Spike-NLOS, εκτοξευτές loitering munitions π.χ τύπου Hero ή Switchblade ή και εκτοξευτές ρουκετών με καθοδηγούμενες με laser ή ακόμα καλύτερα IIR ρουκέτες των 70 χλστ μετασκευές των Hydra 70 που βρίσκονται ήδη σε υπηρεσία με τις ΕΕΔ. Ας φανταστεί απλώς κανείς τα καταλυτικά αποτελέσματα ενός salvo κατευθυνόμενων ρουκετών των 70 χλστ εναντίον εχθρικής αγέλης σκαφών π.χ τύπου RHIB ή και βαρύτερων ακόμα και εναντίον σχηματισμού ελικοπτέρων. Παρά την χρήση αντιμέτρων εκ μέρους του αντιπάλου είναι βέβαιο πως κάποιες ρουκέτες θα έβρισκαν τον στόχο με προφανή αποτελέσματα.
Φυσικά όλα τα παραπάνω σε σχέση με τις εξοπλιστικές προτεραιότητες θα ήταν άχρηστα αν δεν συνοδεύοταν από ανάλογη μεταβολή των οργανικών δόμων της Ακτοφυλακής. Έως τώρα η διάθεση των πλωτών μέσων του Λ.Σ στα κατά τόπους λιμεναρχεία ήταν λογική επιλογή. Με την προτεινόμενη ωστόσο προμήθεια έστω μέρους των παραπάνω σκαφών αυτό αλλάζει, απαιτείται λοιπόν ανάλογη προσαρμογή σε οργανωτικό επίπεδο. Προτείνεται η δημιουργία Διοικήσεων Ακτοφυλακής, κατά τα πρότυπα των Διοικήσεων του Αρχηγείου Στόλου ,που θα συγκεντρώνει κατά κατηγορία τα υπόψην σκάφη, υπό κοινή διοικητική και οργανωτική “ομπρέλα”. Η κίνηση αυτή κρίνεται επιβεβλημένη για την βελτιστοποίηση της επιχειρησιακής αξιοποίησης των πλωτών μέσων της Ακτοφυλακής και την επίλυση των προβλημάτων που ανακύπτουν σε επίπεδο συντήρησης και υποστήριξης.Οι υπόψη διοικήσεις θα είναι διοικητικά αυτόνομες ,υπό τον άμεσο ωστόσο επιχειρησιακό έλεγχο του Αρχηγείου Ακτοφυλακής και επιχειρησιακά συζευγμένες με τις αντίστοιχες διοικήσεις του Αρχηγείου Στόλου. Τα μικρότερα μεγέθους σκάφη θα συνεχίσουν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο των τοπικών λεμεναρχείων, πρέπει ωστόσο να επιχειρηθεί αντίστοιχης φιλοσοφίας επιχειρησιακή σύζευξη και ενοποίηση με τις γεωγραφικές Ναυτικές Διοικήσεις του Π.Ν (ΝΔΑ,ΝΔΙ,ΝΔΒΕ).Γενικά πρέπει να επιδιωχθεί η στενότερη επιχειρησιακή δράση ανάμεσα στις ναυτικές μονάδες του Π.Ν και αυτές του Λ.Σ και της Ακτοφυλακής,ακόμη και μελέτη κοινών επιχειρησιακών και οργανωτικών, είτε μόνιμων είτε “ad hoc” σχημάτων, βελτιστοποιημένα για δράση σε επιχειρησιακά σενάρια υπό λεπτές πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές συνθήκες.
Γενικά πρέπει να δοθεί περισσότερο βάρος στην εκμάνθηση τακτικών ναυτικής μάχης, από το απλούστατο σενάριο της καταδίωξης ταχύπλοου χειριζόμενο από κοινούς εγκληματίες έως την συμμετοχή αυτόνομα(σε επίπεδο Ακτοφυλακής) ή συνδυαστικά(με το ΠΝ) σε εμπλοκή μικρών ή μεγαλύτερων αποστάσεων με εχθρικές μονάδες επιφανείας. Είναι απαράδεκτο να μην διδάσκονται έστω στοιχειώδεις ελιγμοί προς επίτευξη τακτικού πλεονεκτήματος σε καταδιώξεις ταχυπλόων (είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε περισσότερα από όσα γράφουμε) και σωστής χρήσης του οπλισμού των σκαφών.
Η ανανέωση και εμπλουτισμός φυσικά του εξοπλισμού δεν πρέπει να περιοριστεί στον τομέα των πλωτών μέσων, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των μέσων, εγκαταστάσεων και υποδομών.
Πέραν της δημιουργίας σύγχρονων εγκαταστάσεων για την στέγαση, την υποστήριξη και την εκπαίδευση, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να αποδοθεί στην δημιουργία ενός πραγματικά σύγχρονου και ολοκληρωμένου συστήματος C4I που θα επιτρέπει την, σε πραγματικό χρόνο, παρακολούθηση του επιχειρησιακού περιβάλλοντος.Η δομή του θα στηρίζεται σε συνδυασμό χερσαίων (κινητών και σταθερών),πλωτών και εναέριων πλατφόρμων, που θα εξασφαλίζει την πλήρη κάλυψη του Ελληνικού θαλάσσιου χώρου, συμπληρώνοντας τα αντίστοιχα μέσα των Ε.Δ και παρέχοντας πολλαπλότητα επιλογών και ευελιξία δράσης. Τα υπάρχοντα μέσα και υποδομές δεν κρίνονται επαρκή, με δυνατότητες κατώτερες των απαιτούμενων, προσφέροντας μόνο μερική και αποσπασματική κάλυψη του χώρου ενδιαφέροντος.
Λόγω των ιδιαίτερων Ελληνικών συνθηκών και της επιδιωκόμενης “στρατιοτικοποίησης” των σωμάτων ασφαλείας, πρέπει οι προδιαγραφές των δομικών στοιχείων του συστήματος ή έστω μέρος τους να πληρεί στρατιωτικές προδιαγραφές με ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς της ασφάλειας, της αντοχής σε ηλεκτρονικά αντίμετρα, της επιβιωσιμότητας και της αξιοπιστίας ενώ το δίκτυο θα πρέπει να διατηρεί δυνατότητα σχετικής ικανότητας λειτουργίας μετά από υποβάθμιση λόγω ζημιών και απωλειών μάχης. Και εδώ είναι εκ των ουκ άνευ η πρόβλεψη για διαλειτουργικότητα και κοινή δράση με τα αντίστοιχα δίκτυα των Ε.Δ με δυνατότητα αλληλοεπικάλυψης, γεωγραφικής και επιχειρησιακής.
Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στον εναέριο κλάδο της Ελληνικής Ακτοφυλακής. Πέραν της αυτονόητης πρόνοιας για άμεση αποκατάσταση και επαναφορά σε υπηρεσία των υφιστάμενων μέσω, δηλαδή των αεροσκαφών F-406 Caravan και των ελικοπτέρων Dauphin, ιδιαίτερα πιεστική είναι η ανάγκη για αριθμητική ενίσχυση του στόλου και αναβάθμισης των νυν μέσων.
Για παράδειγμα τα AS 365 Dauphin θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν με πακέτο αποστολής που να τα καθιστούν ικανά για εκτέλεση πολεμικών ρόλων και περιλαμβάνει ραντάρ, σύστημα FLIR Euroflix 410, RWR TMV 011 Sherloc της Thales, διασπορείς θερμοβολίδων και αεροφύλλων και προαιρετικά τερματικό Link 11 για ανταλλαγή δεδομένων με πλωτές και σταθερές πλατφόρμες, σύστημα MAD και ποντιζόμενο σόναρ. Το ελικόπτερο καθίσταται ικανό να φέρει πυροβόλο M621 των 20 χλστ της GIAT,τ ορπίλλες των 324 mm και βλήματα εναντίον πλοίων AS-15TT. Τα ελαφρά μονοκινητήρια αεροσκάφη TB 20 θα πρέπει να ενισχυθούν αριθμητικά με παράλληλη απόσυρση των Cessna 172 προς μείωση της πολυτυπίας καθώς κρίνονται ιδανικά για την κάλυψη των απαιτήσεων σε καθήκοντα εκπαίδευσης, συνδέσμου, συντήρησης πτητικής ικανότητας και ελαφράς επιτήρησης. Μεσοπρόθεσμα θα μπορούσε να γίνει μια αγορά μικρού αριθμού ελικοπτέρων(2) της κατηγορίας του EC-130 για χρήση σε αντίστοιχους ρόλους.
Ανάλογη επένδυση θα έπρεπε να γίνει στον τομέα της αναβάθμισης του φορητού οπλισμού των στελεχών του Λ.Σ και της Ακτοφυλακής.Πέραν των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω στην εξέταση αντιμετώπισης της πρώτης μορφής απειλής θα επιχειρήσουμε μια εκτενέστερη αναφορά στο τι απαιτείται για την εκτέλεση πιο “στρατιωτικοποιημένων¨ αποστολών. Το παλιό,καλό και αξιόπιστο FN FAL θα έπρεπε σε πρώτη φάση να συμπληρωθεί και σε δεύτερη να αντικατασταθεί από κάποιο νεώτερο με το FN SCAR να φαντάζει η προφανής επιλογή. Αν η απόκτηση του SCAR κριθεί αδύνατη για οικονομικούς λόγους,τα FAL θα μπορούσαν να εκσυγχρονιστούν (διατίθενται παρόμοια πακέτα στην αγορά) με τοποθέτηση νέου τύπου πτυσσόμενου κοντακίου, κάθετης χειρολαβής κάτω από την κάννη,ράγας Picatinny και προμήθεια σκοπευτικών ολογραφικών, ερυθράς κουκίδας και λέϊζερ. Είναι επίσης επιτακτική η ανάγκη για εφοδιασμό των ΚΕΑ με βαρύτερο οπλισμό όπως πολυβόλα Minimi Mk3, βομβιδιβόλα των 40 mm, τυφέκια ελεύθερου σκοπευτή και ειδικών εφαρμογών, σύγχρονες στολές και εξαρτήσεις, σύγχρονα αλεξίσφαιρα γιλέκα με προβλέψεις χρήσης σε θαλάσσιο περιβάλλον και ταυτόχρονης χρήσης τους με θαλάσσια σωσίβια, διόπτρες θερμικές και νυχτερινής παρατήρησης κ.α.
Τα κατά τόπους ΚΕΑ οφείλουν να αναβαθμίστουν σε προσωπικό και μέσα. Ειδικά για τα ΚΕΑ των λιμεναρχείων των νήσων του Αν.Αιγαίου προτείνεται η στενότερη συνεργασία τους τόσο με τις δυνάμεις του Π.Ν όσο και κυρίως με τα τοπικά ΕΤΕΘ. Λαμβάνοντας υπόψη πως το προσωπικό των ΚΕΑ έχει λάβει στρατιωτική εκπαίδευση υψηλού επιπέδου καθότι στο σύνολο τους έχουν υπηρετήσει την στρατιωτική τους θητεία στις ειδικές δυνάμεις η μη περαιτέρω αξιοποίηση τους προς ενίσχυση των τοπικών ΜΑΚ είναι εγκληματική. Η συνεργασία των ΕΤΕΘ με τα ΚΕΑ θα μπορούσε να διευρυνθεί έτι περαιτέρω με τη διενέργεια κοικών ασκήσεων “διπλής ενεργείας” (ασκούμενου τμήματος και εχθρικής απεικόνισης), ενδεικτικά σε ασκήσεις ανακατάληψης βραχονησίδων με ρόλους που θα μπορούσαν να εναλλάσονται ανάμεσα σε άνδρες των ΕΤΕΘ και σ’αυτούς των ΚΕΑ. Θα μπορούσε παραδείγματος χάρη,άνδρες των ΕΤΕΘ να επιχειρούν προσέγγιση και έφοδο σε βραχονησίδα όπου θα έχει εγκατασταθεί τμήμα των ΚΕΑ που θα αναπαριστά εχθρική δύναμη και αντιστρόφως, αποκαλύπτοντας ικανότητες και αδυναμίες αμφότερων, οδηγώντας στην εξαγωγή συμπερασμάτων επί ρεαλιστικής βάσης και βοηθώντας στην βελτίωση των υφιστάμενων επιχειρησιακών σχεδίων και τακτικών. Σε παρόμοιες ασκήσεις θα μπορούσε να συμμετέχει το προσωπικό και τα πλωτά μέσα και των τοπικών λιμεναρχείων πλην ΚΕΑ σε ρόλους υποστήριξης και μεταφοράς δυνάμεων, ενισχύοντας αριθμητικά το συνολικό σύστημα άμυνας του Αρχιπελάγους.
Πρέπει εξάλλου να τονισθεί ο ρόλος της ΜΥΑ.Αυτή η στρατηγικής σημασίας μονάδα δεν έχει τύχει, κατά τη γνώμη του γράφοντος και όχι μόνο, τη θέση που δικαιωματικά της ανήκει στον μηχανισμό άμυνας και ασφάλειας, παραμένοντας υποβαθμισμένη από μια ηγεσία που την κρατάει μακριά από τον αληθινό επιχειρησιακό της ρόλο, χρησιμοποιώντας την συχνά για την εκτέλεση αλλότριων και πολλές φορές ευτελών καθηκόντων. Ρόλο στην παραπάνω κατάσταση έπαιξαν και παίζουν και οι φωνές των μονίμων φωνασκούντων οργανωμένων περιθωριακών μειοψηφιών που βλέπουν στο πρόσωπο των ανδρών της ΜΥΑ “απειλή για το δημοκρατικό πολίτευμα” αξιοποιώντας κάποιες ατυχείς στιγμές των τελευταίων. Η μονάδα οφείλει να αναβαθμιστεί άμεσα, αποτελώντας όχι απλά “δεξαμενή” προσωπικού για την ΔΥΚ του ΠΝ αλλά λειτουργώντας ως σύνολο σε περίοδο κρίσης ή πολεμικής σύγκρουσης ως μια δύναμη ειδικών αποστολών, τουλάχιστον για ρόλους ανάλογους της Τουρκικής SAS, δηλαδή της ειδικής υποβρύχιας άμυνας κρίσιμης σημασίας στόχων στρατηγικού χαρακτήρα,απελευθερώνοντας προσωπικό της ΔΥΚ, που σήμερα ασχολείται με τέτοιου είδους πάρεργα, για την εκτέλεση απαιτητικότερων, πιο επιθετικής φύσεως αποστολών. Και ‘δω μπορεί να εφαρμοστεί το μοντέλο της συνεργασίας ανάμεσα στην ΔΥΚ και της ΜΥΑ με τη διενέργεια ασκήσεων “διπλής ενεργείας” σε σενάρια π.χ προσβολής ναυστάθμου, με τους άνδρες της ΔΥΚ να επιχειρούν να διεισδύσουν στον ναύσταθμο που φυλάσσεται από άνδρες της ΜΥΑ. Φυσικά εκ των ουκ άνευ είναι η ενίσχυση της ΜΥΑ με προσωπικό, μέσα και ΣΑΠ (Σκάφη Ανορθοδόξου Πολέμου) με επιλογές ανάλογες όσων αναφέρθηκαν καθ’όλο το μήκος του άρθρου.
Τέλος και μια παρατήρηση-πρόταση για έναν κρίσιμης σημασία Κλάδο του ΛΣ, τον Κλάδο Ασφαλείας και πιο συγκεκριμένα την Διεύθυνση Κρατικής Ασφαλείας. Με δεδομένο πως σημαντικό μέρος των απειλών που έχει να αντιμετωπίσει το Λ.Σ-Ελληνική Ακτοφυλακή σχετίζεται με την δράση οργανωμένων κυκλωμάτων που δρουν σε αγαστή συνεργασία με κυκλώματα διασυνοριακού εγκλήματος και κυρίως ξένα κέντρα εξουσίας με συμμετοχή κρατικών δρώντων(π.χ δουλεμπόριο),είναι ευνόητο πως η αντιμετώπιση τους με ιδία μέσα (που ανήκουν στις τάξεις του δηλαδή) είναι ατελέσφορη. Προτείνεται λοιπόν η στενότερη(αν δεν έχει γίνει ήδη) των αρμοδίων αρχών ασφαλείας του Λ.Σ με την ΕΥΠ και την ΔΔΣΠ, πυκνώνοντας το δίχτυ επιτήρησης σχετικών ενεργειών. Είναι επίσης ευνόητο πως κάτι τέτοιο θα αναβαθμίσει συνολικά το γενικό σύστημα άμυνας της χώρας καθώς θα έβρισκε εφαρμογή, εκτός της κύριας αποστολής και σε άλλες πιο “στρατιωτικής φύσεως” όπως π.χ της επιτήρησης των κινήσεων της Τουρκικής Ακτοφυλακής και του Τουρκικού ναυτικού.
Επίσης, υποθετικά μιλώντας, η Διεύθυνση Κρατικής Ασφαλείας της Ακτοφυλακής θα μπορούσε να τεθεί υπό την σκέπη μιας διευρυμένης “Γενικής Διεύθυνσης Κρατικής Ασφαλείας” από κοινού με άλλες Διευθύνσεις Κρατικής Ασφαλείας Σωμάτων Ασφαλείας που θα μπορούσαν, είτε να δημιουργηθούν(Αστυφυλακή), είτε να επανασυγκροτηθούν(Χωροφυλακή), είτε να επαναυτονομηθούν(Συνοριοφυλακή), αφήνοντας την ευθύνη της δημοσίας ασφαλείας σε μια “Γενική Διεύθυνση Δημοσίας Ασφαλείας” με ανάλογης δομής Διευθύνσεις Δημοσίας Ασφαλείας, από κοινού σε ΕΛ.ΑΣ και Λ.Σ.
Αντί Επιλόγου
Είναι προφανές πως το σύστημα άμυνας και ασφάλειας του Ελληνικού κράτους βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή, τόσο εξαιτίας της οικονομικής κρίσης όσο και κυρίως των ιδιαίτερης φύσης απειλών που αναδύονται συχνά απότομα και άκρως επιθετικά.Η περαιτέρω αξιοποίηση της Ακτοφυλακής δεν αποτελεί απλώς αδήριτη ανάγκη αλλά κρίσιμης σημασίας εθνική απαίτηση, με προεκτάσεις άγνωστες στους πολλούς, αλλά απολύτως απτές και υπαρκτές. Ό,τι είναι να γίνει θα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα και όχι να παρεπεμθεί στις καλένδες υπό το πρόσχημα της οικονομικής κρίσης και της “αδυναμίας υλοποιήσεως”. Άλλωστε είναι γνωστό πως η Ιστορία απεχθάνεται τα προσχήματα και τις δικαιολογίες…
*το παρόν αποτελεί αναδημοσίευση παλιότερου άρθρου