Τα άλογα ως πολεμικό μέσο χρησιμοποιήθηκαν και μετά την πλήρη μηχανοποίηση των στρατών στον Β’ ΠΠ και μετά. Οι περιπτώσεις σπάνιες βέβαια, αλλά κατέδειξαν ότι το συμπαθητικό τετράποδο ακόμα και σήμερα σε ειδικές περιπτώσεις αποτελεί την λύση σε τακτικά προβλήματα του πολέμου.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Τόλιας
Ένα από τα χαρακτηριστικά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η σχεδόν καθολική βιομηχανοποίηση της πολεμικής αναμέτρησης, και η ανάδειξη νέων όπλων που έθεσαν στο περιθώριο άλλα παραδοσιακά όπλα, μεταξύ των οποίων ήταν και το κλασσικό Ιππικό. Το τελευταίο, αν και αρχικά έλαβε μέρος στην σύγκρουση, εκτοπίσθηκε γρήγορα από τις μηχανοκίνητες δυνάμεις και περιορίστηκε σε τελείως δευτερεύοντα ρόλο εξαιτίας της τρωτότητάς του απέναντι σε θωρακισμένες μονάδες και βαρέα όπλα πεζικού.
Με την λήξη του Β’ ΠΠ φάνηκε πως οι ημέρες του ιππικού είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Και όμως. Αν και απαξιωμένο στην σκέψη των στρατιωτικών με βάση την επικρατούσα αντίληψη περί σύγχρονου μηχανοκίνητου πολέμου, το παραδοσιακό αυτό όπλο κατόρθωσε να επιβιώσει αλλά και να λάβει μέρος σε ορισμένες πολεμικές συγκρούσεις, όχι μόνο στο υπόλοιπο του 20ού αιώνα αλλά και στις απαρχές του 21ου!
To μεταπολεμικό Ιππικό
Αν και πολλές πολλές τεθωρακισμένες, μηχανοκίνητες και αεροκίνητες μονάδες μεταπολεμικά έλαβαν τον τίτλο του “Ιππικού” (π.χ. Armored Cavalry, Air Cavalry κ.λπ.), φυσικά δεν διέθεταν κανένα άλογο. Η ονομασία δινόταν για καθαρά για λόγους παράδοσης αλλά και για να τονιστεί η φύση των μονάδων ως ταχυκίνητων και ευέλικτων, όπως το παλαιό ιππικό έναντι του πεζοπόρου πεζικού.
Σε ορισμένους στρατούς το Ιππικό δεν εξαλείφθηκε. Διατηρήθηκαν μονάδες και σχηματισμοί παραδοσιακού ιππικού που, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, έδρασαν με αρκετή επιτυχία στις πολεμικές συγκρούσεις που έλαβαν μέρος. Οι συγκρούσεις αυτές στα τέλη του 20ού αλλά και στις απαρχές του 21ου αιώνα ήταν τέτοιας μορφής που απαίτησαν ή έστω επέτρεψαν την χρήση έφιππων τμημάτων!
Αναφερόμαστε βασικά σε πολέμους που είχαν τα χαρακτηριστικά ανταρτοπολέμου και όπου απαιτούνταν η χρήση δυνάμεων σε περιοχές που χαρακτηρίζονταν από πλήρη έλλειψη οδικών δικτύων και σε τόσα δύσβατα εδάφη που ούτε μοτοσικλέτα δεν μπορούσε να κινηθεί. Σε αυτές τις συγκρούσεις οι μονάδες ιππικού έδρασαν κυρίως ως έφιππο πεζικό παρά ως καθαρόαιμο ιππικό. Τέτοια παραδείγματα είναι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν το 2001, οι Πορτογαλικοί αποικιακοί πόλεμοι στην Αγκόλα και την Μοζαμβίκη και ο πόλεμος στην Ροδεσία τις δεκαετίες του ’60 και ’70.
Ο Γαλλικός Στρατός χρησιμοποίησε σε περιορισμένη έκταση έφιππα τμήματα Σπαχήδων κατά την διάρκεια του πολέμου στην Αλγερία (1954-1962) σε αποστολές αναγνώρισης. Ο Ελβετικός Στρατός διατηρούσε ένα σύνταγμα έφιππων δραγόνων έως το 1973! Ιππικό στην παραδοσιακή του μορφή συναντάμε στον πόλεμο στο Αφγανιστάν το 2001 με επελάσεις και γενικά έφιππες δράσεις των μαχητών της Βόρειας Συμμαχίας να λαμβάνουν χώρα σε αρκετές περιπτώσεις. Είναι γνωστές οι φωτογραφίες των Αμερικανών Πρασινοσκούφηδων να πολεμούν δίπλα στους Τατζίκους συμμάχους εναντίον των Ταλιμπάν.
Οι ένοπλες δυνάμεις των χωρών της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής διατήρησαν μονάδες και συγκροτήματα ιππικού για διάστημα σαφώς μεγαλύτερο από αυτό των στρατιωτικών δυνάμεων των ευρωπαϊκών χωρών. Ο Μεξικανικός Στρατός περιλάμβανε στις τάξεις του έναν αριθμό συνταγμάτων ιππικού έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’90, και ο Χιλιανός Στρατός διέθετε πέντε τέτοια συντάγματα το 1983 που δρούσαν ως ορεινά στρατεύματα.
Ο Σοβιετικός Στρατός διατηρούσε μεραρχίες ιππικού έως και το 1955 (!), και έως και την διάλυση της ΕΣΣΔ μερικές μονάδες ιππικού συνέχισαν να υφίστανται όπως δείχνει το παράδειγμα μια ίλης στο Κιργιστάν!
Οι Πορτογάλοι δραγόνοι της Αγκόλα
Οι Δραγόνοι της Αγκόλα ήταν μια ειδική δύναμη ιππικού του Πορτογαλικού στρατού που έδρασε κατά την διάρκεια του Πολέμου Ανεξαρτησίας της Αγκόλα εναντίον των ανταρτών που επιθυμούσαν την ανεξαρτησία της χώρας από την πορτογαλική κυριαρχία. Η μονάδα συστάθηκε το 1966 και διαλύθηκε το 1975, λόγω των γεγονότων της “Επανάστασης των Γαρίφαλων” στην Πορτογαλία, που έληξε τους πορτογαλικούς αποικιακούς πολέμους. Ήταν μια από τις τελευταίες μονάδες έφιππου πεζικού που χρησιμοποιήθηκαν σε πολεμικές επιχειρήσεις. Η μονάδα, επιπέδου επιλαρχίας, έλαβε τον χαρακτηρισμό “Δραγόνοι της Αγκόλα” ως καθαρά τιμητικό τίτλο. Η επίσημη ονομασία της ήταν “Συγκρότημα Αναγνώρισης της Αγκόλα” έως το 1968 και μετά “1ο Συγκρότημα Ιππικού”.
Ανάλογης μορφή ήταν και η δύναμη Πορτογαλικού έφιππου πεζικού που έδρασε την ίδια περίπου περίοδο στον πόλεμο της Μοζαμβίκης.
Η Πορτογαλία είχε ιστορικά αναπτύξει μονάδες ιππικού στις αποικίες της στην Αφρική πριν τον 18ο αιώνα. Το 1966 ο Πορτογαλικός Στρατός δημιούργησε έναν πειραματικό ουλαμό ιππικού με στόχο την δράση εναντίον ανταρτών στις μεγάλες, καλυπτόμενες από γρασίδι περιοχές της Ανατολικής Αγκόλα. Κάθε στρατιώτης έφερε τυφέκιο εφόδου G-3 για δράση ως πεζός και αυτόματο πιστόλι για χρήση ως έφιππος.
Τα εν λόγω στρατεύματα αποδείχθηκαν ικανά για δράση σε δύσβατα εδάφη, όπου δεν μπορούσαν να δράσουν μηχανοκίνητα μέσα, ήταν λιγότερο ευάλωτα στις νάρκες. Το κύριο πλεονέκτημα των έφιππων μονάδων ήταν ότι είναι σε θέση να ελέγχουν την γύρω περιοχή από πλεονεκτική θέση, που εξασφάλιζε το ύψος του αλόγου στον αναβάτη εν μέσω πυκνής βλάστησης από ψηλό γρασίδι που εμπόδιζε τους αντίπαλους πεζούς να πράξουν το ίδιο. Επιπλέον η εμφάνιση τους στο πεδίο της μάχης είχε σημαντικό ψυχολογικό αντίκτυπο στον εχθρό, καθώς αυτός δεν ήταν εξοικειωμένος στην αντιμετώπιση τέτοιας μορφής απειλής και δεν είχε αναπτύξει τακτικές και εκπαίδευση κατάλληλες για αυτόν τον σκοπό.
Ο πειραματικός ουλαμός αποδείχθηκε τόσο επιτυχημένος που ολόκληρη η παρένθετη μονάδα στην οποία ανήκε (Συγκρότημα Αναγνωρίσεως της Αγκόλα) μετασχηματίστηκε από τεθωρακισμένη μονάδα αναγνώρισης – εξοπλισμένη κυρίως με τεθωρακισμένα οχήματα Panhard EBR – σε επιλαρχία ιππικού των τριών ιλών, γνωστή ως “Οι Δραγόνοι της Αγκόλα”.
Μια από τις πλέον τυπικές αποστολές που εκτελούνταν από τους “Δραγόνους της Αγκόλα”, ήταν η συνεργασία με αεροκίνητες δυνάμεις, όπου οι Δραγόνοι ωθούσαν τους καταδιωκόμενους αντάρτες προς την μία κατεύθυνση, ενώ ταυτόχρονα οι αεροκίνητες με ελικόπτερα δυνάμεις αποβιβάζονταν πάνω στην οδό διαφυγής τους αποκόπτοντας τους και παγιδεύοντας τους σε μια χαρακτηριστική εφαρμογή της τακτικής “σφύρας και άκμονος”.
Σε γενικές γραμμές μπορεί να ειπωθεί πως η δύναμη στη μορφή του ιππικού που σύστησαν οι Πορτογάλοι, για να αντιμετωπίσουν το αντάρτικο κίνημα, αποδείχθηκε πετυχημένη σαν ιδέα και εφαρμογή και αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση για την πλέον γνωστή δύναμη ιππικού (ή έφιππου πεζικού) που έδρασε με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία στον πόλεμο της Ροδεσίας, τους περίφημους “Grey Scouts”.
Grey Scouts
Οι “Grey Scouts” ήταν μια μονάδα Ροδεσιανού Ιππικού (ή καλύτερα έφιππου πεζικού) που συστάθηκε τον Ιούλιο του 1975 και έδρασε με βάση το Σάλσμπουρι στον ανταρτοπόλεμο της Ροδεσίας. Η λογική βάσει της οποίας αποφασίστηκε η δημιουργία της μονάδας έλκει την καταγωγή της από την παραδοχή ότι ο ανταρτοπόλεμος συνιστά ιδιαίτερη μορφή αγώνα και κατά συνέπεια απαιτεί ιδιαίτερα μέσα, μεθόδους και τακτικές προκειμένου να αντιμετωπιστεί.
Έχοντας κατά νου τον πόλεμο του Βιετνάμ, όπου τα παραδοσιακά μέσα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανικές δυνάμεις αποδείχθηκαν ανίκανα να κάμψουν την αντίσταση των Βιετκόνγκ, όντας ταυτόχρονα πολυδάπανα στην χρήση, οι Ροδεσιανοί ανέπτυξαν ένα κατά βάση φθηνό μέσο για την διεξαγωγή αντιανταρτικού αγώνα, προσαρμοσμένου στις τοπικές απαιτήσεις και δυνατότητες.
Την ίδια εποχή οι προσπάθειες του στρατού της Ροδεσίας να ελέγξει μεγάλες εκτάσεις και να εξαλείψει την παρουσία ανταρτών από αυτές συναντούσε εμπόδια. Το πεζικό δεν ήταν σε θέση να κινηθεί αρκετά γρήγορα και σε απόσταση, τα μηχανοκίνητα μέσα έπεφταν συχνά θύματα ναρκών και ενεδρών, ενώ τα αεροκίνητα τμήματα άμεσης επέμβασης, η περίφημη “FIREFORCE”, δεν μπορούσε να βρίσκεται παντού. Η πρόταση λοιπόν για την χρησιμοποίηση έφιππων τμημάτων, αν και αρχικά ξένισε, στην συνέχεια άρεσε στην ανώτερη ηγεσία που έδωσε το «πράσινο φως» για την δημιουργία της.
Το πρότυπο πάνω στο οποίο χτίσθηκε η μονάδα ήταν κατά πάσα πιθανότητα οι Δραγόνοι της Αγκόλα. Όπως και οι τελευταίοι έτσι και οι Grey Scouts έδρασαν σε ρόλους ανίχνευσης, αναγνώρισης, καταδίωξης και, το κυριότερο, περιπολίας. Το τυπικό προφίλ αποστολής περιλάμβανε την κάλυψη μιας απόστασης 65 χιλιομέτρων σε μια μέση ημέρα. Τα δρομολόγια από τα οποία διέρχονταν ήταν συχνά μολυσμένα με νάρκες, τις οποίες έπρεπε να επισημάνουν και να εξουδετερώσουν. Επιπλέον το μικρό ανάστημα και η ευελιξία επί των στενών δρομολογίων που ακολουθούσαν αποτελούσαν μεγάλο πλεονέκτημα στα χέρια της στρατιωτικής διοίκησης της Ροδεσίας που μπορούσε να βασίζεται επάνω τους για την άμυνα επί των συνόρων, καθώς οι Grey Scouts μπορούσαν να μεταφέρουν υλικά και προμήθειες σε ανάγλυφο εδάφους απροσπέλαστο από οχήματα. Τα άλογα με τα οποία εξοπλίστηκαν οι Grey Scouts αποκτήθηκαν κυρίως από συμπαθούντες τον αγώνα των Ροδεσιανών λευκών από την Νότια Αφρική και αλλού.
Αρχικά η μονάδα αποτελούνταν από περίπου 200 άνδρες αλλά τελικά κατέληξε να γιγαντωθεί σε τέτοιο βαθμό που η δύναμη ανερχόταν σε περισσότερους από 1.000 άνδρες. Η στρατολόγηση τους γινόταν ανάμεσα σε στρατιώτες από συντάγματα πεζικού του στρατού της Ροδεσίας και οι οποίοι εκπαιδεύονταν στην ιππασία, στην χρήση όπλου από την ράχη του αλόγου, σε τακτικές μάχης κ.τ.λ. Στις τάξεις της μονάδας εντοπίζονταν και “περίεργης” πηγής προέλευσης προσωπικό, από παίκτες του πόλο έως πρώην λεγεωνάριους της γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων. Βοηθητικό προσωπικό στην μορφή πεταλωτών, εκτροφέων αλόγων, σιδηρουργών και κατασκευαστών σχετικών ειδών περιλαμβάνονταν επίσης.
Οι Grey Scouts εκπαιδεύονταν για δράση περισσότερο ως έφιππο πεζικό παρά ιππικό και για εμπλοκές ως απλοί πεζικάριοι και όχι ως ιππείς. Παρά ταύτα ανέπτυξαν τακτικές εμπλοκής έφιπποι εν είδη επέλασης και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία, κατορθώνοντας να πιέζουν καταδιώκοντας τον εχθρό και να ανατρέπουν τις θέσεις του σε πλείστες περιπτώσεις, ενώ διακρίθηκαν για την ικανότητα τους να εξαπολύουν αιφνιδιαστικές επιθέσεις με συνήθως παραλυτικά για τον αντίπαλο αποτελέσματα. Ο οπλισμός τους αποτελούνταν από τυφέκια FN Fal των 7,62 χλστ. με τα οποία εκπαιδεύονταν σε βολές έφιπποι και εν κινήσει.
Η πρώτη εμπλοκή με τον εχθρό έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1976 όταν ένα “στικ” (περίπολος) της μονάδας έπεσε σε ενέδρα ανταρτών. Αν και αιφνιδιαζόμενοι, οι άνδρες της περιπόλου ανταπεξήλθαν με επιτυχία στην επίθεση, ανταπέδωσαν τα πυρά, κάλεσαν ενισχύσεις και τελικά εξουδετέρωσαν την απειλή.
Τον Αύγουστο του ιδίου έτους οι Grey Scouts έδρασαν και πάλι στα πλαίσια της Επιχείρησης Repulse με στόχο το «σφράγισμα» των συνόρων με την Μοζαμβίκη. Σε διάστημα λίγων ημερών από την λήξη της επιχείρησης επανήλθαν στη δράση, εξουδετερώνοντας 25 περίπου αντάρτες σε μια συμπλοκή. Εκεί ακούστηκε και ο ύμνος της μονάδας: ” Οι Grey Scouts ξεπηδούν από την Ιστορία και επελαύνουν ξανά”.
Η μονάδα τέθηκε εκτός της οργανωτικής δομή του στρατεύματος στις 11 Νοεμβρίου του 1979 λόγω της λήξης του εμφυλίου στην χώρα και στην συνέχεια εντάχθηκε υπό νέο σχήμα στις ειδικές δυνάμεις της Ζιμπάμπουε τον Ιούνιο του 1980. Διαλύθηκε οριστικά τον Ιούλιο του 1986 λόγω έλλειψης πόρων.
Σύγχρονοι «καβαλάρηδες»
Όσο και αν φαίνεται απίστευτο, μονάδες και σχηματισμοί ιππικού εξακολουθούν να υφίστανται στις ένοπλες δυνάμεις ορισμένων χωρών σε μάχιμο ρόλο ακόμη και στον 21ο αιώνα. Ο Ινδικός Στρατός κατέχει τα πρωτεία καθώς στις τάξεις του βρίσκεται το 61ο Σύνταγμα Ιππικού, το οποίο δημιουργήθηκε το 1951 από τις ανεξάρτητες ίλες του Gwaillior, της Jodhpur και της Mysore. Αν και ο βασικός ρόλος του συντάγματος είναι η χρήση του για τελετουργικούς σκοπούς, εντούτοις διατηρεί την δυνατότητα της ανάπτυξης σε αποστολές εσωτερικής ασφαλείας και υποστήριξης του νόμου αν απαιτηθεί.
Το 2007 ο Κινεζικός Στρατός ανέπτυξε δύο επιλαρχίες έφιππων συνοριακών φρουρών στην ζώνη ευθύνης της στρατιωτικής περιοχής του Xinjing. Οι κινεζικές μονάδες ιππικού είδαν δράση τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 κατά τη διάρκεια μεθοριακών επεισοδίων με το Βιετνάμ. Την δεκαετία του ’80 οι περισσότερες μονάδες ιππικού διαλύθηκαν στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης του κινεζικού στρατού. Παρ’ όλα αυτά, αναφορές από τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τμημάτων ιππικού μεγέθους ίλης/επιλαρχίας στην Αυτόνομη Περιοχή της Μογγολίας σε ρόλους αναγνώρισης και λογιστικής υποστήριξης.
Η πλέον “ανορθόδοξη” σύγχρονη χρήση “ιππικού” έλαβε χώρα στο Αφγανιστάν, μετά την διεθνή επέμβαση στην χώρα το 2001. Σε σήμα τους προς την αμερικανική Αμερικανική Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων (USSOCOM) οι επιχειρησιακές ομάδες των Ειδικών Δυνάμεων (Special Forces) που είχαν αναπτυχθεί στην χώρα αιτήθηκαν, πέραν των άλλων, την προμήθεια σελών αλόγου (!) για την κίνηση επί του εδάφους.
Πράγματι, στο εξαιρετικά δύσβατο και μη χαρακτηριζόμενο από την ύπαρξη επαρκούς οδικού δικτύου έδαφος του Αφγανιστάν τα άλογα ήταν συχνά όχι μόνο το μόνο διαθέσιμο αλλά και γενικά το προσφορότερο μέσο μεταφοράς. Αν και δεν έλαβε ποτέ επίσημα τυποποιημένο χαρακτήρα και δεν οδήγησε στην δημιουργία εξειδικευμένων μονάδων ιππικού ή έφιππου πεζικού, ο αντίκτυπος της (αναγκαστικής) χρήσης αλόγων σαν λύση εκ των ενόντων ήταν τέτοιος που οδήγησε στην δημιουργία σχολής εκμάθησης χειρισμού αλόγων και υποζυγίων (όνων, ημιόνων) στην έδρα των Ειδικών Δυνάμεων στο Φορτ Μπραγκ. Ήδη στις ΗΠΑ ακούγονται φωνές που ζητούν την επαναφορά χρήσης έφιππων τμημάτων για αποστολές φύλαξης συνόρων και πιο συγκεκριμένα στα σύνορα με το Μεξικό εκ μέρους της Border Patrol.
Επίσης, αν και δεν πρόκειται περί ιππικού, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Ινδίας και της Ιορδανίας διατηρούν τμήματα «καμηλιέρηδων» για αποστολές φύλαξης συνόρων και εσωτερικής ασφαλείας.
Τέλος, έφιππα τμήματα χρησιμοποιούνται με επιτυχία από πολλές αστυνομικές δυνάμεις παγκοσμίως για την τήρηση της τάξης σε καθήκοντα περιπολίας, άμεσης επέμβασης, έλεγχο πλήθους και αντιμετώπισης οχλοκρατικών καταστάσεων.
Επίλογος
Όσο και αν η χρήση αλόγων και υποζυγίων φαντάζει αναχρονιστική με τα σημερινά δεδομένα, η επιτυχής χρήση τμημάτων, συγκροτημάτων και σχηματισμών ιππικού μετά τον Β’ Π.Π αποδεικνύει πως εκείνο που μετράει τελικά δεν είναι το μέσο αυτό καθέ αυτό αλλά ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Όπως και κάθε όπλο, έτσι και το ιππικό εξακολουθεί να μπορεί να παίξει κάποιον ρόλο στον σύγχρονο πόλεμο αρκεί να χρησιμοποιηθεί με φαντασία, τόλμη και με διάθεση προσαρμογής στον σύγχρονο τρόπο του μάχεσθαι. Οι πόλεμοι του 21ου χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη συγκρούσεων χαμηλής/μέσης έντασης σε ιδιόμορφα επιχειρησιακά περιβάλλοντα. Αν μας επιτραπεί μια πρόβλεψη, η χρήση του ιππικού θα συνεχιστεί και τον 21ο αιώνα σε ρόλους αντιανταρτοπολέμου, εσωτερικής ασφαλείας και φύλαξης συνόρων σε πείσμα των καιρών και των δυσοίωνων προβλέψεων.