Ο πόλεμος των Φώκλαντς( ή πόλεμος των Μαλβίνων για τους Αργεντινούς ) ήταν η πρώτη μεγάλη αεροναυτική σύγκρουση που έλαβε χώρα μετά τον Β’ Π.Π. Σε αυτόν αναμετρήθηκαν κατά βάση οι αεροναυτικές δυνάμεις της Μεγάλης Βρετανίας με τις αντίστοιχες της Αργεντινής. Η σύντομης διάρκειας αυτή σύγκρουση, ξεκίνησε με την Αργεντινική επιχείρηση κατάληψης των νήσων Φώλκλαντς στις 2 Απριλίου και τερματίστηκε στις 14 Ιουνίου του ίδιου έτους με την ανακατάληψη των νησιών από τους Βρετανούς. Η σύγκρουση αυτή, που συγκέντρωσε μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον, χαρακτηρίσθηκε από καθαρά αεροναυτικής πλευράς, με την μονομαχία ανάμεσα στις αεροπορικές δυνάμεις της Αργεντινής και τις ναυτικές της βρετανικής δύναμης. Απουσίασε η εμπλοκή μεγάλων μονάδων επιφανείας ανάμεσα στους δύο αντιπάλους καθώς γενική είναι η αίσθηση πως ο Αργεντινικός στόλος επέλεξε να παραμείνει άπραγος στα ορμητήρια του, αποφεύγοντας γενικά την αναμέτρηση στην θάλασσα.
Εισαγωγή
Αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια καθώς η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Ο αργεντινικός στόλος σχεδίαζε σενάρια και σχέδια επίθεσης κατά της Βρετανικής ναυτικής αρμάδας και μάλιστα είχε φθάσει κοντά στην υλοποίηση τους. Οι λόγοι που αυτά τα σχέδια δεν υλοποιήθηκαν τελικά έχει να κάνει με την φοβία των Αργεντίνων ναυάρχων προς τον βρετανικό υποβρύχιο στόλο και διάφορες ατυχείς συγκυρίες που απέτρεψαν τους Αργεντινούς να εκτελέσουν την επίθεση που είχαν σχεδιάσει. Στις παρακάτω γραμμές θα αναφερθούν και θα αναλυθούν τα σχέδια, θα απαριθμηθούν οι αστάθμητοι παράγοντες που απέτρεψαν την εκτέλεση τους και θα παρουσιαστεί ένα υποθετικό σενάριο της σχεδιαζόμενης δράσης αν τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά.
Το Αργεντινικό σχέδιο
Η παρουσία της βρετανικής αρμάδας γύρω από το Φώλκλαντς απασχολούσε έντονα το αργεντινικό επιτελείο αλλά και την αργεντινική κοινή γνώμη,η οποία αισθανόταν πως κάτι έπρεπε να γίνει εναντίον των βρετανικών πλοίων. Οι Αργεντίνοι ναύαρχοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως για να γείρει η πλάστιγγα υπέρ τους έπρεπε να τεθούν εκτός μάχης τα βρετανικά αεροπλανοφόρα. Τυχόν απώλεια τους θα στερούσε την βρετανική ναυτική δύναμη από την εναέρια κάλυψη που προσέφεραν τα αεροσκάφη Sea Harrier FRS.1, καθιστώντας την εύκολο στόχο στα πλήγματα της αργεντικής αεροπορίας. Με βάση αυτήν την παραδοχή καταστρώθηκε ένα σχέδιο επίθεσης εναντίον του βρετανικού στόλου στον οποίο θα συμμετείχαν τόσο οι κύριες μονάδες επιφανείας του αργεντινικού στόλου, όσο και αεροσκάφη A-4Q Skyhawk της Ναυτικής αεροπορίας ορμούμενα από το αργεντινικό αεροπλανοφόρο “25 de Mayo”.
Πιο συγκεκριμένα, εναντίον της βρετανικής ναυτικής δύναμης που βρίσκονταν δυτικά των Φωλκλαντς,μακριά από την ακτίνα δράσης της αργεντινικής αεροπορίας, θα προσέγγιζαν από βορρά η Ομάδα Μάχης TG 79.1 του αεροπλανοφόρου “25 de Mayo” έχοντας δυτικότερα την Ομάδα Μάχης TG 79.4 “Drummond” και από τον νότο η Ομάδα Μάχης TG 79.3 του ελαφρού καταδρομικού “General Belgrano”.
Η θέση της βρετανικής αρμάδας είχε γίνει γνωστή από την πτήση ενός αεροσκάφους ναυτικής συνεργασίας S-2E Tracker με κωδικό κλήσης “2-AS-23” με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Corbeta Dabini την 1η Μαΐου και έτσι οι Αργεντίνοι είχαν επίγνωση των κινήσεων της.
Μετά από διαβούλευση, οι Αργεντίνοι αποφάσισαν να εκτοξεύσουν μια επίθεση από το αεροπλανοφόρο “25 de Mayo”(είχε ονομαστεί έτσι προς τιμήν της Ημέρας Ανεξαρτησίας της Αργεντινής). Στην επίθεση θα συμμετείχαν έξι επιθετικά αεροσκάφη A-4Q Skyhawk έκαστο του οποίου θα μετέφερε έξι βόμβες Mk-82 Snakeye των 500 lb(250 Kg). Ως ώρα έναρξης της επιχείρησης ορίστηκε η έκτη πρωϊνή(06 00) της 2ας Μαΐου. Η όλη επίθεση θα συντονίζονταν και θα συνδυάζονταν με την επίθεση τριών σκαφών aviso* Type 69 της Ομάδας Μάχης TG 79 και πιο συγκεκριμένα των ARA Drummond, ARA Guerrico και ARA Granville τα οποία και θα εκτόξευαν κατευθυνόμενα βλήματα εναντίον πλοίων MM-38 Exocet προς την κατεύθυνση του βρετανικού στόλου. Ταυτόχρονα η Ομάδα Μάχης TG 79.3 του καταδρομικού “General Belgrano” θα προσέγγιζε από το νότο την θέση της βρετανικής δύναμης, προσθέτοντας στα αργεντινικά πυρά τις οβίδες που ήταν σε θέση να εξαπολύσουν τα πυροβόλα των 6’’ (152 mm) του ελαφρού καταδρομικού και τα αντίστοιχα των 5’’ (127 mm) των συνοδεύοντων αντιτορπιλλικών.
Η ατυχία πλήττει τους Αργεντίνους
Εκείνο που δεν γνώριζαν οι Αργεντίνοι ήταν πως οι κινήσεις της Ομάδας Μάχης TG 79.3 του καταδρομικού “General Belgrano” είχαν εντοπιστεί από το βρετανικό υποβρύχιο “HMS Conqueror” το οποίο και την παρακολουθούσε. Πιο σοβαρό ωστόσο ήταν το πρόβλημα που αντιμετώπισε το αεροπλανοφόρο “25 de Mayo” κατά τον πλου του προς την καθορισμένη θέση εξαπόλυσης του κύματος των επιθετικών αεροσκαφών κατά των βρετανικών πλοίων. Πιο συγκεκριμένα ο καταπέλτης ατμού που διέθετε εμφάνισε βλάβη, μην επιτρέποντας του να εξαπολύσει τα αεροσκάφη την προβλεπόμενη ώρα. Όταν η βλάβη επιτέλους αποκαταστάθηκε νέο πρόβλημα προέκυψε, αυτήν την φορά από την έλλειψη ανέμου ικανού να επιτρέψει την απογείωση των βαρυφορτωμένων αεροσκαφών.
Στο μεταξύ στο νότο επισυνέβη το δράμα. Το υποβρύχιο “HMS Conqueror” το οποίο έως τότε παρακολουθούσε στενά αλλά δίχως διάθεση να πλήξει τα αργεντινικά πλοία, έλαβε εντολή να επιτεθεί στην αργεντινική ναυτική δύναμη προτού αυτή εισέλθη στα αβαθή ύδατα της Burwood Bank. Στις 15:57 το Conqueror εκτόξευσε τις τορπίλες του εναντίον του αργεντίνικου καταδρομικού. Αν και αρχικές πληροφορίες έφεραν το Conqueror να είχε εκτοξεύσει δύο κατευθυνόμενες τορπίλες Mark 24 Tigerfish, στην πραγματικότητα ο κυβερνήτης του βρετανικού υποβρυχίου είχε αποφασίσει να επιτεθεί εξαπολύοντας τρεις μη κατευθυνόμενες τορπίλες Mark 8 mod 4, λόγω προβλημάτων αξιοπιστίας που εμφάνιζαν οι Tigerfish. Δύο από τις τρεις τορπίλες, που η καθεμιά τους έφερε πολεμική κεφαλή αποτελούμενη από 363 κιλά εκρηκτικής ύλης Torpex, έπληξαν το αργεντινικό ελαφρύ καταδρομικό. Σύμφωνα με αργεντινικές πηγές, η θέση του General Belgrano όταν αυτό τορπιλίσθηκε ήταν στις συντεταγμένες 55°24′S 61°32′WCoordinates: 55°24′S 61°32′W. Η πρώτη τορπίλη έπληξε το αργεντινικό πλοίο 10 με 15 μέτρα από την πλώρη προκαλώντας του ωστόσο ζημιές τέτοιες που δεν το απειλούσαν με άμεση βύθιση. Η δεύτερη τορπίλη ωστόσο, η οποία το έπληξε ανάμεσα στο κέντρο και την πρύμνη προκάλεσε την διάνοιξη μιας οπής μεγέθους 20 μέτρων στο κύριο κατάστρωμα και έθεσε εκτός λειτουργίας το ηλεκτρικό σύστημα του πλοίου. Αν και το πλοίο είχε τεθεί σε κατάσταση μάχης,οι θύρες των στεγανών του δεν ήταν κλειστές, γεγονός που στάθηκε καταδικαστικό για το ίδιο. 27 λεπτά αφότου δέχθηκε την επίθεση του βρετανικού υποβρύχιο, στις 16.24, ο κυβερνήτης του General Belgrano, πλοίαρχος Bonzo διέταξε την εγκατάλειψη του.
Παραλίγο το βρετανικό υποβρύχιο Conqueror να σημειώσει μια ανεπανάληπτη επιτυχία καθώς η τρίτη τορπίλη που εξαπέλυσε, χτύπησε σε μια απίθανη διαδρομή ένα εκ των αργεντινικών αντιτορπιλικών που συνόδευαν το Belgrano! Η τορπίλη ωστόσο δεν εξερράγη, σώζοντας το πλοίο.
Από τα 1.138 μέλη του πληρώματος του General Belgrano, τα συνοδεύοντα αντιτορπιλικά διέσωσαν τους 772-οι υπόλοιποι ακολούθησαν το πλοίο τους στο υγρό του τάφο.
Η είδηση της βύθισης του Belgrano πανικόβαλλε το αργεντινικό επιτελείο το οποίο διέταξε την ματαίωση της σχεδιαζόμενης επίθεσης στον βρετανικό στόλο και την επιστροφή του μονάδων επιφανείας του αργεντινικού στόλου στις βάσεις του. Έτσι έληξε άδοξα η δράση του αργεντινικού στόλου επιφανείας στον πόλεμο των Φώλκλαντς.
Τι θα γινόταν αν….
Η ακύρωση της σχεδιαζόμενης επίθεσης στο βρετανικό στόλο, μετά την βύθιση του General Belgrano, μας βάζει στον πειρασμό να σκεφτούμε τι θα γινόταν αν η βύθιση του τελευταίου είχε αποφευχθεί και τα προβλήματα που συνάντησαν οι Αργεντίνοι με το αεροπλανοφόρο τους δεν υπήρχαν. Σε αυτήν την περίπτωση θα λάμβανε χώρα η μεγαλύτερη αεροναυτική αναμέτρηση μετά τον Β’ Π.Π.
Τα έξι A-4Q Skyhawk που θα εξαπολύονταν προς την κατεύθυνση της βρετανικής αρμάδας από απόσταση 200 μιλίων, με τις 6 βόμβες επιβράδυνσης Mk82 Snakeye που έφεραν λογικά θα κατάφεραν με λίγη τύχη να πλήξουν 1-2 βρετανικά πλοία προκαλώντας τους ζημιές, ίσως και καταβύθιση σε ένα από αυτά όπως είχε δείξει η εμπειρία από τις επιθέσεις εναντίον των βρετανικών πλοίων, με τον όρο να είχαν ρυθμιστεί σωστά οι πυροσωλήνες τους(αιτία που κατά πολλούς κόστισε τον πόλεμο στους Αργεντίνους). Βέβαια και τα ίδια θα είχαν απώλειες από τα περιπολούντα Sea Harrier και τα Α/Α ΚΒ των βρετανικών πλοίων Sea Dart,Sea Wolf και Sea Cat, ακόμα και τα Α/Α πυροβόλα των 20 και 30 χλστ.
Αν αυτό συνδυάζονταν με την εκτόξευση 12 βλημάτων MM-38 Exocet με βεληνεκές 42 Km των τριών aviso της TG 79.3 σε δύο ομοβροντίες(salvo) 6+6 με μικρό χρονικό διαχωρισμό, είναι βέβαιο πως με δεδομένη την ανυπαρξία την εποχή εκείνη συστημάτων CIWS στα βρετανικά πλοία, οι απώλειες που θα προκαλούσαν θα ήταν σημαντικές. Βέβαια αντίστοιχα όπλα διέθεταν και οι βρετανικές δυνάμεις οπότε μεγάλη σημασία θα είχε ποιος θα εκτόξευε τα βλήματα του πρώτος. Η θέση της Ομάδας Μάχης TG 79.3 είχε γίνει γνωστή στους Βρετανούς από το υποβρύχιο “HMS Splendid”, αν και η ομάδα είχε κατορθώσει να του ξεφύγει, έτσι η επίτευξη τακτικού αιφνιδιασμού θα ήταν δύσκολη. Από την άλλη και οι Αργεντίνοι είχαν επαρκή γνώση των κινήσεων του Βρετανικού στόλου, υπήρχε δηλαδή σχετική πληροφοριακή ισορροπία.
Αν στην εξελίξει αεροναυμαχία, μετά την μερική ή και ολική εξάντληση του αποθέματος κατευθυνομένων βλημάτων εναντίον πλοίων ενεπλάκονταν το ελαφρύ καταδρομικό General Belgrano και τα δύο συνοδεύοντα αντιτορπιλικά Allen M. Summer οι Αργεντίνοι θα είχαν μάλλον το πλεονέκτημα. Και αυτό διότι απέναντι στα πυροβόλα των 4.5 in που έφεραν ως βαρύτερο οπλισμό πυροβόλων τα βρετανικά σκάφη, αυτά αντέτασσαν 15 πυροβόλα των 6 in, 20 πυροβόλα των 5 in και συνολικά 20 τορπιλοσωλήνες για τορπίλες των 21 in, οπλισμός καταλληλότερος και ισχυρότερος για ναυμαχία εξ’όψεως. Σε αυτά θα προστίθονταν και σε δεύτερο χρόνο και η διόλου ευκαταφρόνητη ισχύ πυρός των 3 πυροβόλων των 100 χλστ που έφεραν τα aviso κλάσης Drummond σε μια ναυμαχία κλασικού τύπου. Επίσης τόσο το Belgrano όσο και τα 2 Α/Τ Allen M. Suumer διέθεταν ισχυρότερη θωράκιση λόγω διαφορετικής φιλοσοφίας σχεδίασης και ναυπήγησης και θα ήταν σε θέση να απορροφήσουν περισσότερα πλήγματα πυροβόλων αλλά και πυραύλων. Δεν ξέρουμε επίσης αν τα βλήματα εναντίον στόχων αέρος Sea Dart και των δύο πλευρών θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον στόχων επιφανείας όπως τα αμερικανικά αντίστοιχα SM-1/2 όπως έδειξε η εμπειρία της επιχείρησης “Praying Mantis” στον Περσικό Κόλπο το 1988. Πάντως δεδομένης της μικρής πολεμικής κεφαλής που θα μπορούσαν να φέρουν(μόλις 11 Kg) δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές εκτός αν βάλλονταν μαζικά. Κύριος στόχος των Αργεντινικών πυρών θα ήταν τα βρετανικά αεροπλανοφόρα τυχόν απώλεια των οποίων, έστω και αν αυτή δεν ήταν ολική, θα έγερνε την πλάστιγγα υπέρ της Αργεντινικής πλευράς. Εκτίμηση μας είναι πως το αποτέλεσμα πιθανής αεροναυμαχίας θα ήταν μάλλον αμφίρροπο, με την πλάστιγγα ωστόσο να γέρνει μάλλον προς την Αργεντινική πλευρά όσον αφορά τις πιθανότητες.
Επίλογος
Σε ενδεχόμενη βρετανική ήττα, η επιχείρηση ανακατάληψης των νήσων θα έληγε εκεί και η Αργεντινή θα ήταν νικήτρια, τουλάχιστον σε αυτήν την φάση. Θα έπρεπε οι Βρετανοί να επαναλάβουν το εγχείρημα τους με την μεταφορά νέων δυνάμεων και αυτό σε μια εποχή που ο κόσμος ζούσε υπό την απειλή του Ψυχρού Πολέμου και η πρόκληση απωλειών θα έθετε σε δοκιμασία την εικόνα αποτροπής του ΝΑΤΟ. Ευτυχώς για τους Βρετανούς και δυστυχώς για τους Αργεντίνους, ο άνεμος, η εμφάνιση τεχνικών προβλημάτων αλλά και ο προβληματισμός, η διστακτικότητα και η φοβία των Αργεντίνων προς τα Βρετανικά υποβρύχια έφεραν τα πράγματα όπως τα γνωρίζουμε.