Η Β’ Μάχη της Φαλούτζα απετέλεσε την πρώτη πολιορκία πόλης του 21ου αιώνα, που συνδύασε μεσαιωνικές πρακτικές, τακτικές Στάλινγκραντ και σύγχρονη στρατιωτική τεχνολογία, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι η μάχη στην πόλη είναι μια αιματηρή και καταστροφική υπόθεση.
Η δεύτερη μάχη της Φαλούτζα, με την κωδική ονομασία Επιχείρηση “Al-Fajr” για τους Ιρακινούς και Επιχείρηση “Phantom Fury” για τις αμερικανικές δυνάμεις, προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας κοινής αμερικανικής, ιρακινής και βρετανικής επιθετικής ενέργειας τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2004 εναντίον της ιρακινής αντίστασης στην πόλη της Φαλούτζα.
Της επίθεσης ηγήθηκε το Αμερικανικό Σώμα Πεζοναυτών (USMC), αφού προηγουμένως η επιχείρηση εγκρίθηκε από την μεταβατική ιρακινή κυβέρνηση. Η διοίκηση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων χαρακτήρισε την όλη επιχείρηση σαν «μια από τις σφοδρότερες συγκρούσεις στις οποίες είχαν εμπλακεί Αμερικανοί Πεζοναύτες από την εποχή της Μάχης της Πόλης της Χούε στο Βιετνάμ το 1968».
Η επιχείρηση αποτέλεσε την ουσιαστική συνέχεια της πρώτης μάχης της Φαλούτζα που είχε λάβει χώρα τον Απρίλιο του ιδίου έτους (2004). Εκείνη η μάχη είχε αρχικά ξεκινήσει με μια επιχείρηση που εξαπέλυσαν οι δυνάμεις του συμμαχικού συνασπισμού με στόχο την εξόντωση ή σύλληψη των τρομοκρατικών πυρήνων που ευθύνονταν για τους θανάτους μιας ομάδας Αμερικανών μισθοφόρων της διαβόητης ιδιωτικής στρατιωτικής εταιρείας “Blackwater”.
Όταν οι συμμαχικές δυνάμεις έφθασαν στο σημείο να πολεμούν στο κέντρο της πόλης, οι ιρακινές αρχές ζήτησαν την απόδοση του ελέγχου της πόλης σε μια τοπική ιρακινή δύναμη ασφαλείας, η οποία ξεκίνησε την συγκέντρωση οπλισμού και το στήσιμο ενός ισχυρού αμυντικού πλέγματος εντός του αστικού ιστού έως τα μέσα του 2004. Η δεύτερη μάχη που δόθηκε στην πόλη ήταν η πιο αιματηρή μάχη ολόκληρου του πολέμου στο Ιράκ, με κύριο χαρακτηριστικό ότι διεξήχθη εναντίον ισλαμιστών ανταρτών, σε αντίθεση με την έως τότε συνηθισμένη κατάσταση, όπου οι αμερικανικές και άλλες συμμαχικές δυνάμεις, μαζί με τα ιρακινά κυβερνητικά στρατεύματα, μάχονταν εναντίον υπολειμμάτων του Μπααθικού καθεστώτος του Σαντάμ.
Οι «κρεμασμένοι» της Φαλούτζα
Τον Φεβρουάριο του 2004, ο έλεγχος της Φαλούτζα και της γύρω περιοχής στην επαρχία Αλ-Ανμπάρ μεταφέρθηκε από την 82α Αερομεταφερόμενη Μεραρχία (82nd Airborne Division) στην 1η Μεραρχία Πεζοναυτών (1st Marine Division/ 1 MARDIV). Σύντομα η νέα αμερικανική διοίκηση τέθηκε ενώπιον σημαντικών προκλήσεων.
Στις 31 Μαρτίου, τέσσερα μέλη της αμερικανικής ιδιωτικής στρατιωτικής εταιρείας Blackwater σκοτώθηκαν σε ενέδρα μέσα στην πόλη. Οι εικόνες των ακρωτηριασμένων και καμένων πτωμάτων Αμερικανών πολιτών, που κρέμονταν από δοκάρια της γέφυρας της Φαλούτζας, κάτω από ένα αλαλάζον πλήθος ανταρτών, έκαναν τον γύρω του κόσμου, προκαλώντας σοκ και αποτροπιασμό. Παράλληλα, κατέδειξαν σαφώς ότι οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν χάσει τον έλεγχο της πόλης, και ίσως και όλου του Ιράκ, που υποτίθεται είχε ελευθερωθεί από το τυραννικό καθεστώς του Σαντάμ και ευρίσκετο σε πορεία εκδημοκρατισμού, εκσυγχρονισμού και ανοικοδόμησης.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 4 Απριλίου, οι δυνάμεις του Αμερικανικού Σώματος των Πεζοναυτών (USMC) εξαπέλυσαν τη Επιχείρηση Vigilant Resolve με στόχο την ανάκτηση του ελέγχου της πόλης από τις δυνάμεις των ανταρτών. Η επιχείρηση έληξε στις 28 Απριλίου του 2004 με την σύναψη μιας συμφωνίας, κατά την οποία οι τοπικές αρχές ανέλαβαν την υποχρέωση να κρατήσουν τους αντάρτες εκτός του αστικού ιστού. Η Ταξιαρχία της Φαλούτζα, αποτελούμενη από Ιρακινούς κατοίκους της πόλης υπό την διοίκηση ενός πρώην Μπααθιστή αξιωματικού, ονόματι Μοχάμεντ Λατίφ, ανέλαβε τον έλεγχο της πόλης.
Παρά την συμφωνία αποβολής των ανταρτών εκτός πόλης, η δύναμη των τελευταίων άρχισε αντίθετα να ενισχύεται και να επεκτείνεται σε τέτοιο βαθμό, που να γίνεται πλέον προφανές πως η συμφωνία είχε καταστεί όχι απλώς «νεκρό γράμμα», αλλά και αποτελούσε καταφανής εμπαιγμός προς τους Αμερικάνους. Στις 24 Σεπτεμβρίου ένας σημαίνοντας Αμερικανός επίσημος, που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, δήλωσε στον τηλεοπτικό σταθμό ABC πως η σύλληψη του Αμπού Μουσάμπ αλ-Ζαρκάουϊ, που πίστευαν πως βρίσκεται στην Φαλούτζα, ήταν «η ύψιστη προτεραιότητα» για τις συμμαχικές δυνάμεις. Επίσης, διατύπωσε την εκτίμηση πως στην πόλη βρίσκονταν πάνω από 5.000 αντάρτες, κυρίως μη Ιρακινοί, αλλά εθελοντές από διάφορα Αραβικά και μουσουλμανικά κράτη από όλο τον κόσμο.
«Τα γρανάζια του πολέμου»
Πριν την έναρξη της κύριας επιχείρησης για την ανακατάληψη της Φαλούτζα μπήκαν σε λειτουργία τα «γρανάζια του πολέμου», ήτοι άρχισε η προπαρασκευή της επίθεσης. Κατ’ αρχάς, η πόλη αποκλείστηκε, όπως συνέβαινε στις μεσαιωνικές πολιορκίες. Οι αμερικανικές και οι ιρακινές δυνάμεις έστησαν οδοφράγματα και σημεία ελέγχου γύρω από την πόλη, αποτρέποντας την είσοδο ή την έξοδο οποιουδήποτε.
Επιπρόσθετα, αεροφωτογραφίες επέτρεψαν την πλήρη χαρτογράφηση της πόλης, ενώ οι αμερικανικές δυνάμεις, βοηθούμενες από Ιρακινούς μεταφραστές άρχισαν την συστηματική καταγραφή των σημείων άμυνας των ανταρτών. Μετά από εβδομάδες συνεχόμενων αεροπορικών βομβαρδισμών και μπαράζ πυροβολικού, οι αντάρτες εντός της πόλης έδειξαν σημάδια εξασθένισης.
Οι αμερικανικές, βρετανικές και ιρακινές δυνάμεις αριθμούσαν περί τους 13.500 στρατιώτες. Οι Αμερικανοί συγκέντρωσαν περίπου 6.500 Πεζοναύτες και 1.500 στρατιώτες του Αμερικανικού Στρατού για την επίθεση στην πόλη, και περίπου 2.500 άνδρες από το προσωπικό του Αμερικανικού Ναυτικού σε ρόλο υποστήριξης.
Οι αμερικανικές δυνάμεις οργανώθηκαν σε δύο Συγκροτήματα Μάχης Συντάγματος:
- Το Συγκρότημα Μάχης Συντάγματος-1 (Regimental Combat Team 1) αποτελούταν από το 3ο Τάγμα/1ου Συντάγματος Πεζοναυτών, το 3ο Τάγμα/5ου Συντάγματος Πεζοναυτών, το 4ο και το 23ο Τάγμα Κινητό Τάγματα Ναυτικών Κατασκευών (4th και 23rd Naval Mobile Construction Battalion “Seabees”) καθώς και την 2η Επιλαρχία/7ου Συντάγματος Ιππικού.
- Το Συγκρότημα Μάχης Συντάγματος-7 αποτελούνταν από το 1ο Τάγμα/8ου Συντάγματος Πεζοναυτών, το 1ο Τάγμα/3ου Συντάγματος Πεζοναυτών, την 12η Πυροβολαρχία Charlie/1ης Μοίρας Πυροβολικού, το 2ο Τάγμα/2ου Συντάγματος Πεζικού του Αμερικανικού Στρατού, την 2η Επιλαρχία/12ου Συντάγματος Ιππικού και την 6η Πυροβολαρχία /1ης Μοίρας Πυροβολικού. Περίπου 2.000 Ιρακινοί στρατιώτες συμμετείχαν στην επίθεση.
Όλες αυτές οι μονάδες υποστηρίζονταν από αεροσκάφη, πυροβολικό και Στοιχεία Ελευθέρων Σκοπευτών (Sniper Elements) της Αμερικανικής Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων (US Special Operations Command – USSOCOM).
Το δυνάμεως 850 ανδρών 1ο Τάγμα του Συντάγματος Black Watch του Βρετανικού Στρατού διατάχθηκε να συνδράμει τις αμερικανικές και ιρακινές δυνάμεις στην επιχείρηση περικύκλωσης της Φαλούτζα. Η Μοίρα D της Special Air Service (SAS), ως μέρος της Δύναμης Κρούσης «Μαύρη» (Task Force Black), ετοιμάσθηκε να λάβει μέρος στην μάχη, αλλά πολιτικοί ενδοιασμοί της βρετανικής κυβέρνησης αναφορικά με το εκτιμώμενο ύψος των απωλειών, απέτρεψαν την συμμετοχή της.
«Συμπόσιο» τρομοκρατών
Τον Απρίλιο του 2004 η δύναμη των ισλαμιστών ανταρτών εντός της πόλης της Φαλούτζα αποτελούνταν από 500 σκληροπυρηνικούς και 1.000 εφεδρικούς άνδρες. Έως τον Νοέμβριο, η εκτίμηση των συμμαχικών υπηρεσιών πληροφοριών ήταν πως ο αριθμός τους είχε διπλασιαστεί. Μια άλλη εκτίμηση ανέβαζε τον αριθμό των ανταρτών στους 3.000. Ωστόσο, ένας αριθμός των ηγετών των ανταρτών διέφυγε από την πόλη προ της επίθεσης των συμμαχικών δυνάμεων.
Η Φαλούτζα κατέχονταν πρακτικά από κάθε ομάδα ανταρτών που καταγράφονταν στο Ιράκ: την οργάνωση «Αλ-Κάϊντα στο Ιράκ», τον Ισλαμικό Στρατό του Ιράκ, την Ανσάρ αλ Σούνα, τον Στρατό του Μωάμεθ, τον Στρατό των Μουτζαχεντίν και τον Μυστικό Ισλαμικό Στρατό του Ιράκ. Τρεις οργανώσεις είχαν τα αρχηγεία τους στην Φαλούτζα. Περί τους 2.000 αντάρτες ήταν πρώην μαχητές των Φενταγίν του Σαντάμ Χουσεΐν και άλλων μικρότερων ιρακινών οργανώσεων.
Οι Ιρακινοί αντάρτες και οι ξένοι μουτζαχεντίν προετοίμασαν πολύ καλά την άμυνά τους, με εκτεταμένο δίκτυο οχυρωμένων θέσεων σε αναμονή της επίθεσης. Οι οχυρώσεις περιλάμβαναν σήραγγες, χαρακώματα και «αραχνοφωλιές» (spider holes: πολύ μικρά και στενά ορύγματα στο έδαφος που είναι δύσκολο να εντοπιστούν και να βληθούν). Επίσης, έκαναν ευρεία χρήση μεγάλης ποικιλίας Αυτοσχέδιων Εκρηκτικών Μηχανισμών (IED).
Σε κάποιες τοποθεσίες τοποθέτησαν εντός των κτιρίων μεγάλους αριθμούς φιαλών προπάνιου, μεγάλα βαρέλια βενζίνης και κιβώτια πυρομαχικών, όλα συνδεδεμένα με τηλεχειριζόμενες σκανδάλες, που μπορούσαν να ενεργοποιηθούν από έναν αντάρτη, όταν εχθρικά στρατεύματα θα εισέρχονταν σε αυτά. Απέκλεισαν δρόμους με τα λεγόμενα Φράγματα Jersey, που είναι κινητές κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα ή πλαστικό, αριθμό εκ των οποίων τοποθέτησαν εντός των κτιρίων ώστε να δημιουργήσουν οχυρά σημεία από όπου θα μπορούσαν να επιτεθούν σε ανύποπτους άνδρες του εχθρού που θα επιχειρούσαν να εισέλθουν σε αυτά.
Οι αντάρτες ήταν εξοπλισμένοι με μια ποικιλία προηγμένου φορητού οπλισμού, ανάμεσα στην οποία βρίσκονταν και αμερικανικής κατασκευής τυφέκια M-14, M-16Α2, αλεξίσφαιρα γιλέκα, στολές και κράνη, προφανώς «δώρα» ή λάφυρα από τους συμπαθούντες Ιρακινούς που υπηρετούσαν στις κρατικές ιρακινές δυνάμεις στην Φαλούτζα.
Επίσης οι αντάρτες προχώρησαν στην παγίδευση κτιρίων περιλαμβανομένων θυρών και παραθύρων με χειροβομβίδες και άλλα εκρηκτικά, καθώς και οχημάτων από τα παρκαρισμένα κατά δεκάδες στα πεζοδρόμια της πόλης, στα οποία ήταν φυσικό να αναζητούν κάλυψη οι Αμερικανοί όταν δέχονταν πυρά σε δρόμους.
Γνωρίζοντας την αμερικανική τακτική της κατάληψης της οροφής υψηλών κτιρίων κατά την διάρκεια του αγώνα σε αστικό περιβάλλον, οι αντάρτες έκτισαν με τούβλα κλιμακοστάσια πολλών κτιρίων, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο «μονοπάτια» από τα οποία θα έπρεπε να διέλθουν υποχρεωτικά οι στρατιώτες του εχθρού, και τα οποία είχαν μετατραπεί σε προετοιμασμένα πεδία πυρός από τους αντάρτες.
Η συγκέντρωση πληροφοριών εκ μέρους των συμμαχικών δυνάμεων αποκάλυψε πως αυτές θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν Τσετσένους, Φιλιππινέζους, Σαουδάραβες, Λίβυους και Σύριους μαχητές, εκτός των ντόπιων Ιρακινών.
Φυγή αμάχων
Στο μεταξύ, το μεγαλύτερο μέρος του αμάχου πληθυσμού της Φαλούτζα, είχε εγκαταλείψει την πόλη, κάτι που διευκόλυνε τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων από πλευράς του συμμαχικού επιτελείου, καθώς έτσι μειώνονταν οι πιθανότητες πρόκλησης απωλειών ανάμεσα στους αμάχους. Επίσημες πηγές των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων εκτιμούσαν πως το 70-90% των 300.000 κατοίκων της πόλης την είχαν εγκαταλείψει πριν την επίθεση.
Ο αμερικανικός κλοιός επίτηδες είχε αφήσει «κενά» από τα οποία μπορούσαν να διέλθουν οι άμαχοι που ήθελαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Ωστόσο, δεν είναι γνωστό πόσα στελέχη των ισλαμιστικών ανταρτικών οργανώσεων κατόρθωσαν να περάσουν ως πολίτες – ακόμη και μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες με μπούργκα – και να ξεφύγουν από τους διώκτες τους. Ο Ζαρκάουι – ο αρχηγός της Αλ Κάιντα στο Ιράκ – δεν βρέθηκε στην πόλη και ταλαιπώρησε επί μεγάλο χρονικό διάστημα τους Αμερικανούς με τρομοκρατικές επιθέσεις και ένα θανατηφόρο αντάρτικο πόλεων.
Αντιπερισπασμός
Οι χερσαίες επιχειρήσεις ξεκίνησαν ουσιαστικά την νύχτα της 7ης Νοεμβρίου, με Ομάδες βατραχανθρώπων SEAL και ελεύθερους σκοπευτές των μονάδων Marine Reconnaissance να παρέχουν αναγνώριση και κατάδειξη στόχων στην περίμετρο της πόλης.
Από τα δυτικά και νότια της πόλης επιτέθηκαν: το ιρακινό 36ο Τάγμα Κομμάντο, καθοδηγούμενο από Αμερικανούς συμβούλους, Στοιχεία Κρούσης Ελεύθερων Σκοπευτών των SEAL (SEAL Sniper Task Element) από το Συγκρότημα Κρούσης Ειδικού Ναυτικού Πολέμου «Κέντρου» (Naval Special Warfare Task Group Central) και την Διμοιρία Ανιχνευτών του USMC, οι 1η και 2η Διμοιρίες/ 3ου Λόχου/1ου Τάγματος/9ου Συντάγματος Πεζικού, η 2η Ομάδα Μάχης Ταξιαρχίας/2ης Μεραρχίας Πεζικού, ο 3ος Ουλαμός/1ης Ίλης/ 2/72 Επιλαρχίας Αρμάτων και η 3η Ελαφρά Τεθωρακισμένη Επιλαρχία Αναγνώρισεως, ενισχυμένες από τον 2ο Λόχο/1ου Εφεδρικού Τάγματος/ 23ου Συντάγματος, και με υποστήριξη από τον 122ο Λόχο Υποστήριξης Μάχης/1ου Τάγματος Υποστήριξης Μάχης.
Οι δυνάμεις αυτές κατέλαβαν το Γενικό Νοσοκομείο της Πόλης, την «γέφυρα της Blackwater» (εκεί που είχαν κρεμαστεί οι νεκροί Αμερικανοί μισθοφόροι), το κτίριο της ING, και χωριά απέναντι από τον Ευφράτη κατά μήκος της δυτικής άκρης της Φαλούτζα.
Στρατεύματα από το 1ο Τάγμα/3ου Συντάγματος Πεζοναυτών εκτόξευσαν βλήματα όλμων 81 χλστ. σε μια επιχείρηση νοτίως της πόλης. Η ίδια μονάδα, επιχειρώντας υπό την διοίκηση του 3ου Σώματος Στρατού (Army III Corps), προωθήθηκε στις δυτικές προσβάσεις της πόλης και εξασφάλισε της γέφυρα Jurf Kas Sukr. Αυτές οι αρχικές επιθέσεις ωστόσο, δεν ήταν τίποτα άλλο από ένας αντιπερισπασμός προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή και να προκαλέσει σύγχυση στις δυνάμεις των ανταρτών μέσα στην πόλη.
Επίθεση
Αφού πρώτα ομάδες Seabees του Ναυτικού από το Συγκρότημα Μηχανικού της 1ης Εκστρατευτικής Δύναμης Πεζοναυτών προηγήθηκαν και έθεσαν εκτός λειτουργίας δυο υποσταθμούς ηλεκτρικής ενέργειας που βρίσκονταν βορειοανατολικά και βορειοδυτικά της πόλης, τα δύο Συγκροτήματα Μάχης Συντάγματος των Πεζοναυτών, το Συγκρότημα Μάχης Συντάγματος-1 και το Συγκρότημα Μάχης Συντάγματος-7, εξαπέλυσαν επίθεση στο βόρειο άκρο της πόλης. Συνοδεύονταν από δύο βαριές μονάδες μεγέθους τάγματος του Αμερικανικού Στρατού: την 2η Επιλαρχία/7ου Συντάγματος Ιππικού και την Δύναμη Κρούσης 2ου Τάγματος/2ου Μηχανοκίνητου Συντάγματος Πεζικού. Αυτές οι δύο μονάδες ακολουθούνταν από τέσσερα τάγματα πεζικού που είχαν επιφορτισθεί με την αποστολή να εκκαθαρίσουν τα εναπομείναντα κτίρια. Η 2η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία/1ης Μεραρχίας Ιππικού, καθοδηγούμενη από το 2ο Τάγμα Αναγνώρισης των Πεζοναυτών και τον 1ο Λόχο/1ου Τάγματος/5ου Συντάγματος Πεζικού επιφορτίσθηκε με την αποστολή να διεισδύσει στην πόλη και να καταστρέψει κάθε εχθρική δύναμη που θα επιχειρούσε να διαφύγει.
Το βρετανικό 1ο Τάγμα/ Black Watch περιπολούσε επί των κύριων οδικών αρτηριών στα ανατολικά. Σε κάθε Συγκρότημα Μάχης Συντάγματος είχαν διατεθεί τρία επταμελή στοιχεία Ελεύθερων Σκοπευτών των SEAL από το Naval Special Warfare Task Group-Central και μια διμοιρία από το 1ο Τάγμα Αναγνωρίσεως Πεζοναυτών, που είχαν αναλάβει την αποστολή να παρέχουν προωθημένη αναγνώριση, αποστολές κλήσης Εγγύς Αεροπορικής Υποστήριξης (καθήκοντα JTAC: Joint Terminal Attack Controller) και ενιαία επίβλεψη της όλης επιχείρησης.
Η USAF παρείχε Εγγύς Αεροπορική Υποστήριξη (CAS) με την διάθεση μαχητικών αεροσκαφών F-15E, F-16, επιθετικών A-10, βομβαρδιστικών B-52 και ελικοφόρων κανονιοφόρων (gunship) AC-130 με σκοπό την εκτέλεση πληγμάτων ακριβείας εναντίον εχθρικών σημείων αντίστασης μέσα στην πόλη. Η αεροπορία ανάπτυξε επίσης Μη Επανδρωμένα Αεροχήματα (UAV) MQ-1 Predator για την εκτέλεση αποστολών αναγνώρισης και προσβολών ακριβείας με πυραύλους Hellfire, καθώς και στρατηγικά αναγνωριστικά αεροσκάφη U-2 Dragon Lady για αποστολές συλλογής πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης πριν, κατά και μετά την μάχη.
Τα συνολικά έξι τάγματα του Στρατού, των Πεζοναυτών και των Ιρακινών δυνάμεων, υποβοηθούμενα από τις ομάδας ελεύθερων σκοπευτών του Σώματος Πεζοναυτών και των SEAL και των ομάδων JTAC, κινήθηκαν μέσα στην πόλη υπό την κάλυψη του σκότους. Μόλις συνενώθηκαν με τα στοιχεία αναγνωρίσεως, ξεκίνησαν την επίθεση τις πρωινές ώρες της 8ης Νοεμβρίου, αφού είχε προηγηθεί ένα εντατικό μπαράζ πυροβολικού και αεροπορικών επιδρομών.
Την ενέργεια αυτή ακολούθησε η επίθεση στον κύριο σιδηροδρομικό σταθμό, ο οποίος έκτοτε χρησιμοποιήθηκε σαν σημείο στάθμευσης-εκκίνησης για τις ακολουθούσες δυνάμεις. Εκείνο το απόγευμα, υπό την υποστήριξη ισχυρής αεροπορικής κάλυψης, οι Πεζοναύτες εισήλθαν στις συνοικίες Hay al-Dubat και Al-Nazina. Τους Πεζοναύτες ακολούθησαν οι Seabees του Ναυτικού, των ταγμάτων NMCB 4 και NMCB 23, οι οποίοι καθάρισαν με μπουλντόζες τα συντρίμμια από τον βομβαρδισμό εκείνου του πρωϊνού. Οι Seabees χρησιμοποίησαν θωρακισμένες μπουλντόζες να προετοιμάσουν τους δρόμους για την επικείμενη έφοδο υπό σχετική προστασία από το εχθρικό πυρ. Λίγο μετά το σούρουπο τις 9ης Νοεμβρίου, οι Πεζοναύτες ανέφεραν πως είχαν φθάσει στον ΑΝΣΚ (Αντικειμενικό Σκοπό) της γραμμής φάσης “Phase Line Fran” στον Αυτοκινητόδρομο 10 στο κέντρο της πόλης.
Ενώ οι κύριοι σκοποί της επιχείρησης είχαν επιτευχθεί ως τις 13 Νοεμβρίου, και η αντίσταση είχε ατονήσει, οι Αμερικανοί Πεζοναύτες και οι Δυνάμεις Ειδικών Επιχειρήσεων (SOF) συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν αποφασισμένη αντίσταση από απομονωμένους θύλακες ανταρτών κρυμμένους στην πόλη. Έως τις 16 Νοεμβρίου, μετά από εννέα ημέρες μαχών, η διοίκηση των Πεζοναυτών περιέγραψε την όλη κατάσταση σαν επιχείρηση «αποκάλυψης και εξουδετέρωσης θυλάκων αντίστασης». Σποραδικές μάχες συνεχίστηκαν ως τις 23 Δεκεμβρίου.
Ως το τέλος του Ιανουαρίου του 2005, αναφορές των μέσων μαζικής ενημέρωσης έκαναν λόγο για απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από την Φαλούτζα και για επιστροφή των κατοίκων της ρημαγμένες πόλης στα σπίτια τους ή μάλλον σε ό,τι είχε απομείνει από αυτά.
Μετά την μάχη
Η δεύτερη μάχη της Φαλούτζα απεδείχθη ως η πιο αιματηρή ολόκληρου του πολέμου στο Ιράκ και η πλέον κοστοβόρα σε ανθρώπινες ζωές στην οποία συμμετείχαν αμερικανικά στρατεύματα από τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Ήταν τόσο αιματηρή, που αμέσως άρχισαν παραλληλισμοί με την μάχη της Χούε, που είχαν δώσει και πάλι οι Πεζοναύτες κατά την διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, καθώς και με μάχες νησιών κατά την εκστρατεία εναντίον των Ιαπώνων στον Ειρηνικό στον Β’ Π.Π.
Οι συμμαχικές δυνάμεις υπέστησαν βαριές απώλειες. Οι νεκροί έφθασαν τους 107 και οι τραυματίες τους 613. Μόνο οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν 54 νεκρούς και 425 τραυματίες κατά την φάση της αρχικής επίθεσης. Ως τις 23 Δεκεμβρίου, οπότε και η αντίσταση έληξε επισήμως, ο αριθμός των απωλειών αυξήθηκε στους 95 νεκρούς και 560 τραυματίες. Την τρίτη ημέρα της μάχης, πάντως, όταν ο επίσημος απολογισμός έκανε λόγο για 18 Αμερικανούς στρατιώτες νεκρούς, ένας ρεπόρτερ του NBC ανέφερε από το πεδίο της μάχης πως «μέχρι στιγμής έχουν τραυματιστεί θανάσιμα περισσότεροι από 200 Αμερικανοί στρατιώτες», γεγονός που αποκαλύπτει πολύ μεγαλύτερο αριθμό απωλειών για τα αμερικανικά στρατεύματα από ό,τι γίνεται γενικώς παραδεκτό.
Ο επίσημος απολογισμός απωλειών για τα βρετανικά στρατεύματα κάνει λόγο για τέσσερις νεκρούς και 10 τραυματίες, σε δύο ξεχωριστές επιθέσεις στα προάστια της πόλης. Οι Ιρακινές δυνάμεις είχαν απώλειες οκτώ άνδρες νεκρούς και 43 τραυματίες.
Οι εκτιμήσεις για τις απώλειες των ανταρτών διαφέρουν σημαντικά ελλείψει επίσημων στοιχείων. Οι περισσότερες εκ των εκτιμήσεων αναφέρουν πως οι αντάρτες έχασαν 1.200 – 1.500 άνδρες, με κάποιες εξ’ αυτών να κάνουν λόγο για πάνω από 2.000 νεκρούς. Οι συμμαχικές δυνάμεις αιχμαλώτισαν πάνω από 1.500 αντάρτες κατά την διάρκεια της επιχείρησης. Ο Ερυθρός Σταυρός, σε αναφορές του αμέσως μετά την μάχη, μιλούσε για περί τους 800 αμάχους νεκρούς κατά την διάρκεια της επίθεσης.
Η 1η Μεραρχία Πεζοναυτών εκτόξευσε συνολικά 5.685 βλήματα πυροβολικού των 155 χλστ. κατά την διάρκεια της μάχης. Η 3η Αεροπορική Πτέρυγα των Πεζοναυτών (3rd Marine Air Wing) κατανάλωσε 318 κατευθυνόμενες βόμβες, 391 ρουκέτες και πυραύλους και 93.000 βλήματα πολυβόλων και πυροβόλων. Καταγγελίες φέρουν τις συμμαχικές δυνάμεις να χρησιμοποίησαν εναντίον αμάχων όπλα λευκού φωσφόρου, κάτι το οποίο οι Αμερικανοί αρνήθηκαν κατηγορηματικά, λέγοντας πως όπλα λευκού φωσφόρου χρησιμοποιήθηκαν μόνον εναντίον ανταρτών.
Η πόλη της Φαλούτζα υπέστη εκτεταμένες ζημιές. Από τα 50.000 κτίρια, τα 7.000 – 10.000 καταστράφηκαν ολοσχερώς, ενώ πάνω από τα μισά υπέστησαν σημαντικές ζημιές. Η πόλη που κάποτε αναφερόταν ως η «Πόλη των Τζαμιών», διαθέτοντας 200 τζαμιά, τώρα από αυτά τα 60 κείτονταν ερείπια. Ωστόσο, τα τζαμιά χρησιμοποιούνταν επίτηδες ως αποθήκες πυρομαχικών και βάσεις ανταρτών, για να αποφεύγουν την προσβολή, πιστεύοντας ότι ο εχθρός θα αναγκαζόταν να σεβαστεί αυτά τα «θρησκευτικά» κτίρια.
Μόνο το 10% των κατοίκων της πόλης επέστρεψε στις οικίες του μετά την μάχη έως τα μέσα Ιανουαρίου, και μόνο το 30% είχε επιστρέψει ως το τέλος Μαρτίου του 2005. Πριν την επίθεση υπολογίζεται ότι η πόλη διέθετε έναν πληθυσμό 200.000 με 350.000 κατοίκων. Η επιστροφή των κατοίκων επετράπη από συγκεκριμένα σημεία ελέγχου, στα οποία γινόταν καταγραφή αποτυπωμάτων και βιομετρικών στοιχείων και παρέχονταν ταυτότητες, που οι κάτοχοι θα έπρεπε να φοράνε συνεχώς.
Αποτέλεσμα
Η δεύτερη μάχη της Φαλούτζα παρά την σφοδρότητά της και τις βαριές απώλειες των ισλαμιστών, απέτυχε να αποτελέσει την αποφασιστική μάχη που η αμερικανική διοίκηση ήλπιζε ότι θα τσάκιζε το αντιστασιακό-τρομοκρατικό κίνημα. Κάποιοι εκ των αλλοδαπών ανταρτών, μαζί με τον αρχιτρομοκράτη Ζαρκάουι πιστεύεται πως είχαν αποχωρήσει πριν την επίθεση, αφήνοντας πίσω τους ντόπιους αντάρτες.
Έως τον Σεπτέμβριο του 2006, η επαρχία Αλ-Ανμπάρ, στην οποία ανήκε και η πόλη της Φαλούτζα, είχε γίνει πάλι το επίκεντρο της ιρακινής αντίστασης. Μόλις 14 μήνες μετά το πέρας της επιχείρησης, οι αντάρτες ήταν σε θέση να δρουν ξανά στην περιοχή σε μεγάλους αριθμούς. Η πλέον αξιοσημείωτη επίθεση συνέβη στις 23 Ιουνίου 2005 με αυτοκίνητο-βόμβα, που σκότωσε έξι Πεζοναύτες και τραυμάτισε σοβαρά άλλους 13.
Μια τρίτη προσπάθεια εκκαθάρισης της Φαλούτζα διεξήχθη από τον Σεπτέμβριο του 2006 και διήρκεσε μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου 2007. Οι τακτικές που αναπτύχθηκαν σε αυτό που ονομάστηκε «Τρίτη Μάχη της Φαλούτζας», και εφαρμόστηκαν σε μεγαλύτερη κλίμακα στο Ραμάντι και τη γύρω περιοχή, οδήγησαν σε αυτό που έγινε γνωστό ως «Η Μεγάλο Σουνιτική Αφύπνιση». Δηλαδή οι Αμερικανοί κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα χάσμα ανάμεσα στους ντόπιους Σουνίτες Ιρακινούς φυλάρχους και τους ξένους εθελοντές, οι οποίοι είχαν γίνει πλέον καταπιεστικοί και επικίνδυνοι ακόμα και για τους Ιρακινούς.
Μετά από τέσσερα χρόνια σκληρών συγκρούσεων, η Φαλούτζα παραδόθηκε στις ιρακινές δυνάμεις και την ιρακινή επαρχιακή αρχή το φθινόπωρο του 2007.
Η Φαλούτζα υπό το ISIS
Τα δεινά της πόλης πάντως δεν τελείωσαν εκεί. στις αρχές του 2014, η πόλη, στα πλαίσια μια θυελλώδης προέλασης, έπεσε στα χέρια των μαχητών του ISIS, οι οποίοι εξαπέλυσαν ένα άνευ προηγουμένου όργιο βίας και καταπίεσης στους κατοίκους της. Η λύτρωση για τους κατοίκους της Φαλούτζα ήρθε μόλις τον Ιούνιο του 2016 μετά από συντονισμένη αντεπίθεση του Ιρακινού στρατού με την βοήθεια Αμερικανικών Δυνάμεων Ειδικών Επιχειρήσεων.