Η κρίση των Ιμίων χαράχτηκε στην συνείδηση του ελληνικού λαού ως μέρα ντροπής και εθνικής υποχώρησης. Η, για πρώτη φορά από την απελευθέρωση, οικειοθελή υποστολή της ελληνικής σημαίας από ελληνικό έδαφος στοιχειώνει την συλλογική μνήμη και απαιτεί απαντήσεις σε μια σειρά από ερωτήματα. Τι ακριβώς έγινε εκείνην την νύχτα; Τι πήγε στραβά; Ποια τα λάθη σε στρατιωτικό, διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο; Πως οδηγηθήκαμε στην κατάληψη της δυτικής Ίμια; Τι επιλογές είχε η ελληνική ηγεσία μετά την κατάληψη της βραχονησίδας; Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στις παρακάτω γραμμές δίνοντας έμφαση στην στρατιωτική πτυχή του θέματος.
Καταρχήν θα πρέπει να διαλύσουμε τον μύθο πως η κρίση ξεκίνησε από την προσάραξη του τουρκικού φορτηγού στα Ίμια. Στην πραγματικότητα η κρίση είχε προβλεφθεί ήδη από το καλοκαίρι του ’95. Πιο συγκεκριμένα η ΕΥΠ, παρατηρώντας τις πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία, είχε ενημερώσει με απόρρητο σήμα της για την πιθανότητα ελληνοτουρκικής κρίσης, όπου η Άγκυρα θα επιχειρούσε να δημιουργήσει θέμα στο Αιγαίο εγείροντας για πρώτη φορά εδαφικές διεκδικήσεις. Κατά συνέπεια η θέση ότι η ελληνική πλευρά αιφνιδιάστηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων κρίνεται εσφαλμένη. Βέβαια από ελληνικής πλευράς είχε, από τον Σεπτέμβριο του ’95, δημιουργηθεί πολιτική κρίση με την ξαφνική ασθένεια του τότε πρωθυπουργού με την διακυβέρνηση της χώρας να βρίσκεται στην …εντατική. Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κώστα Σημίτη φάνηκε να δίνει τέλος στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί, αυτό όμως δεν ίσχυε όσον αφορά την ικανότητα διαχείρισης μιας εθνικής κρίσης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας η ελληνική πολιτική ηγεσία επέδειξε χαρακτηριστική δειλία, ανασφάλεια και διστακτικότητα και υπερβολική εξάρτηση στην ελπίδα παρέμβασης του διεθνούς(βλέπε υπερατλαντικού) παράγοντα καθώς και αδυναμία ορθής αξιολόγησης των δεδομένων από στρατιωτικής άποψης. Σε αυτό το τελευταίο έπαιξε ρόλο και η αρνητική προκατάληψη του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος και του ίδιου του πρωθυπουργού απέναντι στις Ένοπλες Δυνάμεις και τις υπηρεσίες πληροφοριών, που τον οδήγησαν να υποβαθμίζει έως και να αγνοεί τις στρατιωτικές παραμέτρους εξέλιξης της κρίσης και να παρακάμπτει την στρατιωτική ηγεσία στην λήψη των αποφάσεων.
Από εκεί και πέρα λάθη χρεώνεται και η στρατιωτική ηγεσία με κυριότερο την απόφαση μη φρούρησης της δυτικής Ίμια. Αν και ο ισχυρισμός πως δεν υπήρχε πολιτική επιλογή να γίνει κάτι τέτοιο δεν στερείται βάσης, πρέπει να τονισθεί το προφανές: η στρατιωτική και όχι η πολιτική ηγεσία είναι υπεύθυνη για την στρατιωτική διαχείριση της κρίσης και αυτή η οποία έχει επίγνωση των επιχειρησιακών δεδομένων, κανένας δεν περιμένει από πολιτικούς άνδρες να έχουν γνώσεις επί στρατιωτικών θεμάτων, ούτε και να σχεδιάσουν την φύλαξη κάποιου προφανούς στόχου. Ακόμα και αν υπήρχε πολιτική εντολή για τη μη επάνδρωση της δυτικής Ίμιας, αυτή έπρεπε να παρακαμφθεί εντέχνως από την στρατιωτική ηγεσία αν η τελευταία ήθελε να εξασφαλίσει την θέση της στη Ιστορία και να μην είναι εφ όρου ζωής ο μονίμως αυτοδικαιολογούμενος αποδιοπομπαίος τράγος. Δυνατότητα επάνδρωσης της βραχονησίδας, σύμφωνα με όλες τις δημοσιευθείσες κατά καιρούς πληροφορίες υπήρχε και εκφράζονταν στο πρόσωπο δύο ομάδων αμφιβίων καταδρομών από το ΕΤΕΘ της Κω οι οποίες βρίσκονταν σε ετοιμότητα επιβίβασης επί ελικοπτέρων τύπου UH-1H Heuy για να μεταβούν στην βραχονησίδα.
Άλλο σφάλμα η απόφαση για αποστολή του μοιραίου AB-212 τη δεδομένη χρονική στιγμή, υπό τις συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες, για μια αποστολή για την οποία δεν ήταν σχεδιασμένο. Αν κρίνονταν απαραίτητο να εκτελεσθεί αποστολής αναγνώρισης από αέρος, θα μπορούσε να επιλεγεί η εκτέλεση της υπό το πρώτο φως της ημέρας, Αν πάλι κρίνονταν πως πρέπει να εκτελεσθεί η όποια επιχείρηση αμέσως υπήρχε η λύση της αποστολής ζεύγους Ε/Π ελικοπτέρων AH-64A+ Apache που σύμφωνα με πληροφορίες βρίσκονταν σε νήσο του Κεντρικού Αιγαίου. Τα άρτι αφιχθέντα και ενταχθέντα στο ελληνικό οπλοστάσιο Apache, παρά τις όποιες επιφυλάξεις για την επιχειρησιακή τους ετοιμότητα απέρρεαν από το πρόσφατο της παραλαβής τους, ήταν τα ιδανικά μέσα εκτέλεσης της συγκεκριμένης αποστολής λόγω των Η/Ο αισθητήρων που φέρουν στο ρύγχος τους και που θα τους επέτρεπαν να εντοπίσουν με μεγαλύτερη πιθανότητα και ασφάλεια την εχθρική παρουσία και του οπλισμού τους, ώστε να καταστείλουν κάθε εχθρική ενέργεια εις βάρος τους.
Σε γενικές γραμμές πάντως, παρά τα όποια σφάλματα, η διαχείριση της κρίσης από στρατιωτικής πλευράς υπήρξε επιτυχής, κάτι το οποίο πιστώνεται στην στρατιωτική ηγεσία. Ο Ελληνικός στόλος διέθετε το τακτικό(σε επίπεδο Ιμίων) και το επιχειρησιακό(σε επίπεδο Αιγαίου) πλεονέκτημα και αποτελεί κοινή πεποίθηση πως αν δίνονταν η εντολή “Πυρ” μεγάλο μέρος του τουρκικού στόλου που έπλεε στο Αιγαίο θα θέτονταν εκτός μάχης. Η Πολεμική Αεροπορία, παρά τις ελλείψεις, διατηρούσε υψηλή επιχειρησιακή ετοιμότητα και την ικανότητα να επιφέρει αρκετά σοβαρά(τουλάχιστον) πλήγματα στην υποδομή του εχθρού. Ο στρατός ξηράς από την άλλη, παρά τις δεδομένες ελλείψεις σε επάνδρωση μονάδων και εκπαίδευση, κατάφερε ικανοποιητικούς χρόνους κινητοποίησης και επάνδρωσης θέσεων μάχης, κάτι που δημιουργούσε την ισχυρή πιθανότητα, σε συνδυασμό με την καθυστερημένη κινητοποίηση του τουρκικού στρατού, για αίσια εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων.
Με την κατάληψη της Δυτικής Ίμια η ελληνική πλευρά βρέθηκε ενώπιον μιας εξέλιξης που κλόνισε την ισορροπία της και την έθεσε προ του διλήμματος να κλιμακώσει την κρίση ή να υποχωρήσει. Οι επιλογές που τέθηκαν είναι γνωστές, εμείς απλώς θα τις επαναλάβουμε και θα προχωρήσουμε σε κάποιες κρίσεις.
Η πρώτη επιλογή που προτάθηκε από την τότε στρατιωτική ηγεσία ήταν η ανακατάληψη της βραχονησίδας από προσωπικό των Ειδικών Δυνάμεων. Η επιλογή αυτή, αν και παρουσίαζε το (πολιτικοδιπλωματικό) πλεονέκτημα της χρήσης ελαχιστοποιημένης βίας παρουσίαζε σειρά μειονεκτημάτων. Πιο συγκεκριμένα επρόκειτο για την πλέον επισφαλή και δαπανηρή σε ανθρώπινες ζωές λύση, καθώς υπήρχε ισχυρό το ενδεχόμενο μιας αιματηρής αποτυχίας γεγονός που εκτός των άλλων θα συνιστούσε ένα επιπλέον πλήγμα στο εθνικό γόητρο. Επίσης με δεδομένο πως τέτοιου είδους επιχειρήσεις διεξάγονται νύκτα, τα χρονικά περιθώρια πίεζαν ασφυκτικά, με ό,τι μπορεί αυτό να συνεπάγεται σε ευχέρεια σχεδίασης και υλοποίησης ανάλογης ενέργειας. Σε καθαρά επιχειρησιακό επίπεδο, θα απαιτούταν η διάθεση τμήματος επιπέδου ενισχυμένης διμοιρίας(30-40 ανδρών) ώστε να εξασφαλιστεί το αριθμητικό πλεονέκτημα απέναντι στην τουρκική ομάδα της SAT και σε πιθανές ενισχύσεις από τουρκικής πλευράς. Με δεδομένη την αδυναμία της ΑΣ να υποστηρίξει αυτήν την ενέργεια τη νύχτα, λόγω έλλειψης κατάλληλων μέσων, η δύναμη ανακατάληψης θα μεταφέρονταν στον ΑΝΣΚ με τα πλωτά μέσα της εποχής, δηλαδή τα σκάφη μεταφοράς L-27 συνοδευόμενα ίσως από τα εξοπλισμένα σκάφη L-19(με οπλισμό πολυβόλο FN MAG-58 και ΠΑΟ των 106 mm). Βέβαια υπάρχουν επιφυλάξεις κατά πόσον θα μπορούσε να μεταφερθεί δια θαλάσσης ανάλογη δύναμη με δεδομένες τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή. Σε κάθε περίπτωση το ενδεχόμενο αποτυχίας ήταν ισχυρό και γνώμη μας είναι πως αυτή η λύση θα έπρεπε να απορριφθεί.
Η δεύτερη επιλογή ήταν ο ναυτικός βομβαρδισμός της νησίδας από τα παραπλέοντα σκάφη στην περιοχή. Με δεδομένη και την μικρή έκταση της βραχονησίδας και την έλλειψη κάλυψης ο τρόπος αυτός εγγυάτο την εύκολη εξουδετέρωση της μικρής τουρκικής δύναμης που είχε αποβιβασθεί σ’ αυτήν. Του βομβαρδισμού λογικά θα ακολουθούσε η αποστολή δύναμης αμφίβιων καταδρομέων προκειμένου να επαναεπιβεβαιώσουν την εθνική κυριαρχία επί της βραχονησίδας. Η λύση αυτή, αν και ενείχε το πλεονέκτημα της εξασφαλισμένης επιτυχίας, ήταν δυνατόν να προκαλέσει κλιμάκωση της κρίσης, κάτι που η ελληνική πλευρά( η πολιτική ηγεσία δηλαδή) ήθελε να αποφύγει. Και η επιλογή αυτή λοιπόν απορρίφθηκε.
Η τρίτη επιλογή ήταν ο, με το πρώτο φως της ημέρας, αεροπορικός βομβαρδισμός της βραχονησίδας από αεροσκάφη της Π.Α, πιθανώς A-7 Corsair. Λόγω της φύσης και του μεγέθους του στόχου θα απαιτούταν η διάθεση ζεύγους μαχητικών εξοπλισμένα με φορτίο βομβών ναπάλμ και ίσως περιληπτών βομβιδίων. Και αυτή η επιλογή εγγυάτο τη άμεση εξουδετέρωση της τουρκικής δύναμης ενώ και εδώ θα ακολουθούσε πιθανότατα η αποστολή τμήματος ειδικών δυνάμεων επιφορτισμένες με το «θλιβερό» καθήκον να μαζεύουν αποκαΐδια με την άφιξη τους στην βραχονησίδα. Πάντως και η επιλογή αυτή, παρά τα επιχειρησιακά της πλεονεκτήματα, ενείχε τον κίνδυνο κλιμάκωσης της κρίσης και έτσι απορρίφθηκε από την πολιτική ηγεσία.
Πέραν όμως αυτών των επιλογών υπήρχαν και δύο άλλες που δεν μελετήθηκαν. Και οι δύο περιόριζαν τον κίνδυνο κλιμάκωσης της κρίσης ενώ παράλληλα περνούσαν μηνύματα αποφασιστικότητας.
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι η πρώτη εκ των επιλογών ήταν η απειλή χρήσης βίας. Θα μπορούσε λόγω χάρη να διαμηνύσει η ελληνική κυβέρνηση πως οι βραχονησίδες Ίμια δεσμεύονται για την διεξαγωγή “εκπαιδευτικών” βολών από την Π.Α τις πρώτες πρωινές ώρες της 31ης Ιανουαρίου. Από ‘κει και πέρα η μπάλα ήταν στο γήπεδο του αντιπάλου για να μιλήσουμε με ποδοσφαιρικούς όρους και αυτός θα έφερε την ευθύνη της όποιας κλιμάκωσης.
Η άλλη επιλογή ήταν η εφαρμογή κάποιας απάντησης «ισοδύναμου τετελεσμένου». Βέβαια εκείνη την εποχή δεν είχε εφευρεθεί ο όρος όμως υποτίθεται πως μια ικανή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία οφείλουν να επιδεικνύουν ταχύτητα και ευελιξία σκέψης σε πιεστικές καταστάσεις. Πιο συγκεκριμένα θα μπορούσε να σχεδιαστεί και να εκτελεστεί επιχείρηση κατάληψης κάποιας τουρκικής βραχονησίδας, είτε στην ευρύτερη περιοχή της κρίσης είτε σε κάποιο άλλο σημείο του Αιγιακού χώρου. Μετά την κατάληψη της νησίδας και την κοινοποίηση της σε όλους τους ενδιαφερόμενους θα προτείνονταν η αμοιβαία αποχώρηση από κατακτημένα εδάφη και επιστροφή στην πρότερα κατάσταση, υπό όρους όμως συμφέροντες για την ελληνική πλευρά αυτήν την φορά που θα παρουσιάζονταν ως η νικήτρια πλευρά του όλου επεισοδίου.
Οι παραπάνω επιλογές προσέφεραν έναν εναλλακτικό τρόπο δράσης, πιο δυναμικό σε σχέση με αυτόν που τελικά επελέγη, λιγότερο δυναμικό σε σχέση με την ευθεία ανάληψη στρατιωτικής δράσης (αφού ήταν απαρέγκλιτη αρχή της πολιτικής ηγεσίας να αποφευχθεί πάση θυσία η πολεμική σύγκρουση…). Η μη εξέταση αυτών των επιλογών μπορεί να οφείλεται είτε σε ύπαρξη φοβικών συνδρόμων, είτε απλά σε αδυναμία σύλληψης. Αμφότεροι οι λόγοι πάντως θέτουν σοβαρούς προβληματισμούς για την ποιότητα της ηγεσίας και την ικανότητα της να διαχειριστεί παρόμοιες καταστάσεις.
Εν κατακλείδι η διαχείριση της κρίσης κατέδειξε για μια ακόμη φορά την στενή σχέση ανάμεσα στις πολιτικοδιπλωματικές και στρατιωτικές παραμέτρους και απέδειξε πως δεν αρκεί η στρατιωτική επίτευξη του όποιου πλεονεκτήματος, τακτικού, επιχειρησιακού ή όποιου άλλου. Εκείνο που απαιτείται σε παρόμοιες καταστάσεις είναι η διασύνδεση της στρατιωτικής δράσης με τον επιδιωκόμενο πολιτικό σκοπό και κυρίως η επίδειξη ισχυρής πολιτικής βούλησης για την εξασφάλιση των εθνικών συμφερόντων που εννοείται πρέπει να στηριχθεί από την κοινωνία καθώς η τελευταία θα κληθεί να αναλάβει το βάρος των όποιων επιλογών. Ας ελπίσουμε στην μελλοντική κρίση, που κάποια στιγμή θα έρθει, τα κακώς κείμενα της κρίσης των Ιμίων να μην επαναληφθούν και αυτή τη φορά η αντίδραση του ελληνικού κράτους να είναι τέτοια που να εγγυάται την διασφάλιση της εθνικής μας ανεξαρτησίας και κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.