Η πρόσφατη όξυνση των ελληνοαλβανικών σχέσεων με τη σύλληψη Μπελέρη προκάλεσε έκπληξη ακόμα και στους “παροικούντες στην Ιερουσαλήμ” καθώς οι αποφάσεις τις τελευταίας δεκαετίας για την στρατηγική αναδιάταξη των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ελήφθησαν προφανώς υπό το πρίσμα εκτιμώμενης απουσίας απειλής από τα βόρεια και βορειοδυτικά. Η κίνηση αυτή έρχεται σαν συνέχεια της παραχώρησης της ναυτικής βάσης του Δυρραχίου για χρήση από την “Μόνιμη Ναυτική Δύναμη Ανατολικής Μεσογείου” του Τουρκικού ναυτικού.
Με τις κινήσεις αυτές η Τουρκία αποκτά πλέον έναν μόνιμο σύμμαχο σε περιοχή φαινομενικά αδιάφορη για αυτήν γεγονός που πρέπει να προβληματίσει τους Έλληνες ιθύνοντες. Και αυτό γιατί είναι ευνόητο πως η ύπαρξη στρατιωτικών δυνάμεων στα νώτα της ελληνικής αμυντικής διάταξης θέτει σημαντική πρόκληση για τον ελληνικό αμυντικό σχεδιασμό που πρέπει να προσαρμοστεί ανάλογα για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω. Κινήσεις σαν και αυτές εντάσσονται στα πλαίσια μιας στρατηγικής περικύκλωσης της χώρας και απαιτούν τη λήψη αντιμέτρων.
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι θα ξεκινήσουμε από μια διαπίστωση: πως το ελληνικό αμυντικό σύστημα από το 1974 και εντεύθεν έχει κτισθεί κατά τέτοιο τρόπο που να “κοιτά” προς τα ανατολικά .Όλη η δομή και η διάταξη των Ε.Ε.Δ, ειδικά από τη δεκαετία του ’90 και μετά, είναι προσανατολισμένη στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής που μέχρι τώρα είχε συγκεκριμένη γεωγραφική κατεύθυνση. Με τις πρόσφατες τουρκικές κινήσεις στην Αλβανία αυτό φαίνεται πως αλλάζει σε κάποιο βαθμό και η απειλή αποκτά μια νέα, αν και προφανώς δευτερεύουσα, γεωγραφική υπόσταση. Μια απλή ματιά στον χάρτη αρκεί να καταδείξει τις προκλήσεις που θέτει η ανάγκη εξασφαλίσεως από την νέα κατεύθυνσης απειλή, τις επενδύσεις που πρέπει να γίνουν σε υλικοτεχνικό επίπεδο και τις αλλαγές που πρέπει να επισυμβούν σε επίπεδο διάταξης δυνάμεων και οροφών στρατεύματος γεγονός που αποδεικνύει το εύστοχο της τουρκικής ενέργειας που φαίνεται να διαθέτει πολύπλευρη μορφή και στόχευση που ξεπερνά τα στενά επιχειρησιακά όρια.
Πιο συγκεκριμένα η παρουσία δυνάμεων του κυριότερου δυνητικού αντιπάλου στα βορειοδυτικά επιτρέπει τόσο την εξαπόλυση επίθεσης από πολλαπλούς άξονες εναντίον εγκαταστάσεων ήδη ενταγμένων στο σχέδιο επίθεσης του αντιπάλου, όσο και την στοχοποίηση και προσβολή στόχων καίριας στρατηγικής σημασίας που βρισκόταν μέχρι σήμερα σε καθεστώς σχετική ασφάλειας τουλάχιστον από παρόμοιας μορφής απειλή. Μια επίθεση π.χ στο ενεργειακό πεδίο της Πτολεμαΐδας από τουρκικά αεροσκάφη ορμούμενα από αλβανικές αεροπορικές βάσεις είναι ικανή να βυθίσει τη χώρα στο σκοτάδι, ενώ η παρουσία δύναμης του τουρκικού πολεμικού ναυτικού σε Ιόνιο-Αδριατική απειλεί με διακοπή της μοναδικής ασφαλούς γραμμής επικοινωνιών και ανεφοδιασμού της Ελλάδας σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου.
Το ελάχιστο που επιτυγχάνεται από τουρκικής πλευράς είναι η διασπορά των ελληνικών δυνάμεων καθώς και μόνο ο φόβος για εκδήλωση επίθεσης από αυτήν την κατεύθυνση ωθεί την ελληνική πλευρά να προβεί στη δέσμευση υπολογίσιμων και πάντως υπερπολύτιμων στρατιωτικών, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων που προφανώς θα λείψουν από το κύριο πεδίο μάχης στο απευκταίο ούτως ή άλλως αλλά ειδικά με τους όρους που διαμορφώνεται ενδεχόμενο ελληνοτουρκικής σύρραξης. Αν δε η τουρκική στρατιωτική παρουσία σε αλβανικό έδαφος ενισχυθεί περαιτέρω στη μορφή αποστολής χερσαίων στρατιωτικών δυνάμεων, τόσο συμβατικών όσο και διεξαγωγής ανορθοδόξου πολέμου σε συνδυασμό με την υπαρκτή απειλή διεξαγωγής ανταρτοπολέμου από παραστρατιωτικές οργανώσεις στην ευαίσθητη περιοχή της Ηπείρου, η απειλή λαμβάνει νέα διάσταση και απαιτεί την συνολική αναθεώρηση του αμυντικού δόγματος της χώρας.
Η επιτυχή αντιμετώπιση της απειλής για να περιοριστούμε στο στρατιωτικό σκέλος προϋποθέτει την εγκατάλειψη των φληναφημάτων για “μικρότερους στρατούς”, “έξυπνη άμυνα” και “πολέμου περιορισμένης έκτασης και διάρκειας” και επαναπροσανατολισμό του αμυντικού δόγματος στην κατεύθυνση της δυνατότητας αντιμετώπισης απειλών υψηλής έντασης και πυκνότητας από πολλαπλές κατευθύνσεις. Αποφάσεις περί αναστολής ή υποβάθμισης της λειτουργίας σχηματισμών, συγκροτημάτων ,μονάδων, βάσεων και διοικήσεων στην Δ.Μακεδονία και Ήπειρο πρέπει να επαναξεταστούν ενώ θα πρέπει να ενισχυθούν, τόσο η στρατιωτική παρουσία στις άνωθεν περιοχές όσο και η ενίσχυση των δυνάμεων και μέσων ταχείας ανάπτυξης της χώρας. Απαραίτητη κρίνεται η αύξηση της θητείας προς εύρεση του απαιτούμενου αριθμού ανδρών, η αύξηση των οροφών του στρατεύματος και η μέριμνα για ενίσχυση της αντιαεροπορικής προστασίας και επάκτιας άμυνας των γεωγραφικών διαμερισμάτων της Δυτικής Μακεδονίας και Δυτικής Ελλάδος.
Η τοποθέτηση μιας Μοίρας HAWK ή/και Patriot στο ενεργειακό λεκανοπέδιο Δυτικής Μακεδονίας λόγου χάρη κρίνεται επιβεβλημένη όπως και η τοποθέτηση μιας πυροβολαρχίας MM-40 Exocet ή έστω MM-38 που θα προέλθουν από “ανακύκλωση” βλημάτων από αποσυρμένα σκάφη του Π.Ν στην Κέρκυρα.
Ευνόητο είναι επιβάλλεται η δημιουργία μονάδων και υπομονάδων ενεργών και εφεδρικών (τομέας όπου υπάρχει τελευταία δραστηριοποίηση) ειδικών δυνάμεων στις άνωθεν περιοχές ενώ χρήσιμη θα ήταν η δημιουργία κάποιου σχηματισμού διεξαγωγής ορεινού αγώνα στα πρότυπα των Ιταλών Αλπινιστών στην Πίνδο (ιδιαίτερα ευαίσθητος τομέας όσον αφορά την πιθανότητα διείσδυσης εχθρικών συμβατικών και ανορθοδόξων στρατευμάτων στα μετόπισθεν της ελληνικής αμυντικής διάταξης).
Επίσης πρέπει να αναθεωρηθεί η απόφαση περί υποβάθμισης της 110 Π.Μ σε Σμηναρχία,οι αεροπορικές βάσεις σε Άκτιο και Αγρίνιο πρέπει να αναβαθμιστούν ενώ η Θεσσαλονίκη πρέπει να αποκτήσει ξανά αεροπορική δύναμη στη μορφή της (κατ’ελάχιστον) μόνιμης μεταστάθμευσης μαχητικών στην αεροπορική βάση της Μίκρας.
Ενίσχυσης χρήζει και ο τομέας της έγκαιρης προειδοποίησης που μπορεί να προκύψει από την δημιουργία και λειτουργία Σταθμών Αναφοράς (Σ.Α) σε Ιωάννινα και Κέρκυρα. Σε επίπεδο ναυτικού επιβάλλεται η ενίσχυση της Ναυτικής Διοίκησης Ιονίου σε βάσεις και υποδομές και η προικοδότηση με ταχύπλοα παράκτια περιπολικά σκάφη της κατηγορίας του Ισραηλινού Super Dvora ή κάποιου ανάλογου (π.χ το ελληνικό NAP 35) που θα ενισχύονται κατά περίπτωση από αποσπασμένα σκάφη του Αρχηγείου Στόλου. Τέλος θα πρέπει να προβλεφθεί η δημιουργία δύο συγκροτημάτων διεξαγωγής μηχανοκίνητου/αντιανταρτικού πολέμου ανά ένα σε Ήπειρο και Δυτική Μακεδονία είτε προς αντιμετώπιση εκδήλωσης συμβατικής απειλής εκ μέρους της Αλβανίας είτε προς αντιμετώπιση αντάρτικου από εξτρεμιστικές ομάδες στην περιοχή συνεπικουρούμενες από στοιχεία Αλβανικών και Τουρκικών ειδικών δυνάμεων.
Γενικά η ελληνική πλευρά θα πρέπει να πάψει να θεωρεί απίθανο το ενδεχόμενο ενός πλήρους κλίμακας πολέμου (υπερ)υψηλής έντασης μεγάλης διάρκειας και να προσαρμόσει τις αμυντικές δυνατότητες της χώρας στην αντιμετώπιση μεγάλου εύρους ενδεχομένων και απειλών πολλές εκ των οποίων συνδυαστικών. Αν μη τι άλλο οι κινήσεις των γειτόνων μας προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορούν…