Στη συνείδηση του μέσου πολίτη η Ελληνική Αστυνομία είναι η υπηρεσία εκείνη του ελληνικού κράτους που είναι επιφορτισμένη με την τήρηση της δημόσιας τάξης και της κοινωνικής γαλήνης. Πέραν όμως την προφανούς χρησιμότητας της εν καιρώ ειρήνης υπάρχει και μια ακόμη πτυχή που οι περισσότεροι αγνοούν: αυτή της αποστολής της αστυνομίας εν καιρώ πολέμου.
Επειδή αυτό το τελευταίο μπορεί να ακούγεται παράδοξο είναι απαραίτητες κάποιες διευκρινήσεις. Από την εποχή της ενοποίησης της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής, το διάδοχο σχήμα, η ΕΛ.ΑΣ κληρονόμησε κάποιες από τις αρμοδιότητες της τελευταίας. Για την ιστορία να πούμε ότι η Χωροφυλακή ήταν ένα σώμα καθαρά στρατιωτικοποιημένο, με ένδοξη ιστορία και συμμετοχή στους αγώνες του Έθνους και που τερμάτισε την πορεία του άδοξα για λόγους καθαρά ιδεολογικοπολιτικού ρεβανσισμού. Η κατάργηση της Χωροφυλακής άφησε ένα κενό στον εθνικό αμυντικό σχεδιασμό, που δεν έγινε προσπάθεια να καλυφθεί, καθώς η αστυνομία έστρεψε την προσοχή της τα αμέσως επόμενα χρόνια αποκλειστικά στην καταπολέμηση του εγκλήματος χωρίς να καταφέρνει να το ελέγξει παρά μόνο οριακά.
Επειδή η ανάγκη ωστόσο παραμένει, θα μελετηθεί η συμμετοχή της αστυνομίας στην εθνική άμυνα και ασφάλεια και θα προταθούν τρόποι ώστε αυτή η αποστολή να καλυφθεί πληρέστερα.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως ένας πόλεμος είναι η κορυφαία πρόκληση που μπορεί να αντιμετωπίσει ένα κράτος.Στην ουσία ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός και όχι μόνο οι Ε.Δ εμπλέκεται στην διαχείριση της κρίσεως. Τα Σώματα Ασφαλείας έχουν σαφή ρόλο και αποστολή που σπανίως αναφέρεται. Ειδικά σε μια χώρα που η πιθανότητα πολέμου δεν έχει τον χαρακτήρα της προστασίας συμφερόντων σε μια μακριά γωνιά του πλανήτη αλλά την απειλή μαζικής εισβολής εχθρικών στρατευμάτων στο έδαφος της, η εύρυθμη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, άρα και των Σ.Α είναι καίριας σημασίας προϋπόθεση για την τελική επικράτηση.
Η ΕΛ.ΑΣ σήμερα είναι γεγονός πως έχει σοβαρές ελλείψεις σε μέσα, οργάνωση, δόγμα και βαρύ εξοπλισμό προκειμένου να ληφθεί σοβαρά υπόψη ως παράγοντας αποτροπής. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να μας ωθεί στο άλλο άκρο, να θεωρείται δηλαδή τελείως ανίκανη να επιτελέσει την αποστολή που θα της ανατεθεί από τον επιχειρησιακό σχεδιασμό. Γνώμη μας είναι πως η ΕΛ.ΑΣ, παρά τις παθογένειες και τις ελλείψεις από τις οποίες ταλανίζεται είναι σε θέση να επιτελέσει, υπό προϋποθέσεις, κρίσιμο ρόλο στην εξασφάλιση της εθνικής άμυνας και ασφάλειας στα πλαίσια πάντοτε του ρεαλιστικά εφικτού. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι η ΕΛ.ΑΣ δύναται εν καιρώ κρίσεως και πολεμικής συρράξεως να αναλάβει σειρά αποστολών:
α)Ασφάλεια ζώνης εσωτερικού
Με δεδομένο πως ο κύριος όγκος του στρατού είναι προσανατολισμένος στην αντιμετώπιση της εξωτερικής απειλής και πως η παρουσία του δεν κρίνεται σκόπιμη σε κάθε γωνιά της χώρας, το βάρος για την ασφάλεια των μετόπισθεν πέφτει στην αστυνομία. Η τελευταία θα κληθεί από κοινού με επιστρατευόμενες μονάδες του στρατού, καθώς τις δυνάμεις της Εθνοφυλακής, να εξασφαλίσει τα νώτα των φίλιων μαχόμενων δυνάμεων επιτρέποντας τους να αφεθούν απερίσπαστες στην αντιμετώπιση της κύριας απειλής.
Η αποστολή είναι ιδιαίτερη απαιτητική αν ληφθούν υπόψιν το πολυσχιδές γεωγραφικό περιβάλλον της χώρας, η κατανομή του πληθυσμού και τα γενικότερα μεγέθη και δυνατότητες της απειλής.
β)Αντιμετώπιση ασύμμετρων απειλών
Οι ασύμμετρες απειλές αποτελούσαν κίνδυνο για το ελληνικό κράτος πριν εξελιχθούν σε «μόδα» διεθνώς. Δυστυχώς η παρουσία μειονοτήτων κάθε μορφής στο έδαφος της χώρας, η ύπαρξη αλυτρωτισμών στην ευρύτερη περιοχή, καθώς και η ενίσχυση της παρουσίας των «κοινωνικών αγωνιστών» με ενέργειες που θυμίζουν έντονα αντάρτικο πόλης θέτουν μείζονα πρόκληση για τον ελληνικό μηχανισμό ασφαλείας. Σε όλα τα παραπάνω ήρθε να προστεθεί τα τελευταία χρόνια μια ακόμη πτυχή: η είσοδος στο έδαφος της χώρας αλλογενών λαθρομεταναστών, πολλοί εκ των οποίων μουσουλμανικού θρησκεύματος και προερχόμενοι από χώρες που διατηρούν παραδοσιακά θερμές σχέσεις με τον πλέον πιθανό αντίπαλο. Μόνο στην Αθήνα σύμφωνα με μια έρευνα της ΕΥΠ διαμένουν 850.000 λαθρομετανάστες μουσουλμανικού θρησκεύματος. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων θεωρείται βέβαιο πως ενυπάρχουν οργανωμένοι θύλακες δολιοφθορέων, συνδεόμενοι με ξένες μυστικές υπηρεσίες, έτοιμοι να προβούν σε ενέργειες που θα στρέφονται ευθέως κατά της υπόστασης του ελληνικού κράτους με το ξεκίνημα κάποιας πολεμικής περιπέτειας ή και πριν την έναρξη της.
Οι στόχοι πολλοί: άτομα βρισκόμενα σε ηγετικές θέσεις μέσα στον κρατικό μηχανισμό, κρατικές υποδομές, υποδομές και μέσα διεξαγωγής του πολέμου κ.α. Οι Ε.Δ λαμβάνουν μέτρα αντιμετώπισης παρόμοιων απειλών ωστόσο η δύναμη τους δεν επαρκεί παρά μόνο ίσως για την προστασία των ιδίων από αυτές. Για το υπόλοιπο του κράτους την ευθύνη την φέρουν τα σώματα ασφαλείας που καλούνται να δράσουν συχνά υπό χαοτικές συνθήκες. Η αντιμετώπιση της απειλής δεν είναι εύκολη και αυτό θέτει υψηλά επιχειρησιακά στάνταρ για τις δυνάμεις εκείνες που θα κληθούν για αυτό τον σκοπό. Η αστυνομία θα κληθεί να συμμετάσχει τόσο παθητικά (φρουρώντας πιθανούς στόχους) όσο και ενεργητικά (οργανώνοντας αποσπάσματα δίωξης της απειλής).
γ)Αντιμετώπιση “πέμπτης φάλαγγας”
Σε πολεμικό περίοδο αναμένεται να δράσει η λεγόμενη ”Πέμπτη φάλαγγα” ως δύναμη που θα λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστής ισχύος της δύναμης του εχθρού. Σκοπός της, η διασπορά ψευδών φημών με στόχο την κάμψη του ηθικού, την υπονόμευση του φρονήματος και την πρόκληση χάους, πανικού και αμφιβολιών στον πληθυσμό. Επίσης η ανάπτυξη ενός ρεύματος, πιθανώς καθοδηγούμενου, που θα αμφισβητεί την αναγκαιότητα του πολέμου και θα θέτει επιτακτικά τον εδώ και τώρα και δίχως όρους τερματισμό των πολεμικών επιχειρήσεων είναι λίαν πιθανή. Με δεδομένη την ύπαρξη στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας αρκετών (δυστυχώς) που διέπονται από πασιφιστικές απόψεις και αντιλήψεις αυτή η απειλή προβάλλει τρομακτική και ικανή να ακυρώσει τα όποια θετικά αποτελέσματα θα έχουν να επιδείξουν οι Ε.Δ στο πεδίο της μάχης. Η χρησιμότητα των σωμάτων ασφαλείας σε αυτή την περίπτωση είναι προφανής.
Αυτά είναι που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν του “πεμπτοφαλλαγγίτες” και να συμβάλλουν στην αποκατάσταση της συνοχής του εσωτερικού μετώπου. Η δράση τους οφείλει να είναι άμεση, δίχως δισταγμό και κυρίως στοχευμένη ώστε αφενός να αντιμετωπιστούν εν τη γένεσή τους παρόμοια φαινόμενα, δίχως όμως γενικευμένη χρήση βίας που θα δώσει την εντύπωση ύπαρξης εσωτερικού εχθρού.
δ)Τήρηση της τάξης
Η καθημερινή και παραδοσιακή αποστολή των σωμάτων ασφαλείας αποκτά ιδιαίτερη σημασία αλλά και δυσκολία εν καιρώ πολέμου. Οι πιεστικές ανάγκες του πολέμου συχνά ωθούν τον μέσο άνθρωπο στην ανάγκη εξασφαλίσεως του εαυτού του και της οικογένειας του, αδιαφορώντας για το συλλογικό συμφέρον. Οι ανάγκες αυτές είναι πιο έκδηλες σε παραμεθόριες περιοχές οι οποίες θα βρεθούν στην πρώτη ζώνη του πυρός, θα βομβαρδίζονται και πιθανώς θα απειλούνται με κατάληψη.
Η τήρηση της τάξης και της πειθαρχίας είναι κομβικής σημασίας για την επιτυχή διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων γιατί σε διαφορετική περίπτωση απειλούνται με κατάρρευση τα όποια επιχειρησιακά σχέδια έχει επεξεργαστεί η φίλια διοίκηση. Περιορισμοί στην κίνηση, στον συνωστισμό ατόμων, στην διανομή τροφίμων, καυσίμων και φαρμακευτικού υλικού επιβάλλονται σε καιρό πολέμου και προφανώς κάποιος πρέπει να επιτηρεί την εφαρμογή τους. Αυτός ο κάποιος δεν μπορεί παρά να είναι η αστυνομία η οποία με τις δυνάμεις που διαθέτει οφείλει να εγγυηθεί την έννομη τάξη και την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας εν καιρώ πολέμου.
ε)Δίωξη φυγόστρατων-λιποτακτών
Αν και η παραπάνω αποστολή αποτελεί μέρος της αποστολής της στρατονομίας είναι μάλλον προφανές πως η δύναμη της τελευταίας δεν επαρκεί. Η αστυνομία λοιπόν καλείται να συμβάλει στην αντιμετώπιση του φαινομένου, που εκτός από αιμορραγία στις τάξεις του στρατεύματος είναι δυνατόν να ενισχύσει διαλυτικές τάσεις στο εσωτερικό της κοινωνίας.
στ)Φύλαξη αιχμαλώτων/υπόπτων
Σε περίοδο πολεμικών επιχειρήσεων αναμένεται να περιέλθει στα χέρια των φίλιων δυνάμεων αριθμός αιχμαλώτων το πλήθος των οποίων θα εξαρτηθεί από την πορεία των επιχειρήσεων. Επίσης άτομα ύποπτα για ανατρεπτική και υπονομευτική δραστηριότητα αναμένεται να συλλεγούν προληπτικά και να οδηγηθούν σε προσχεδιασμένους χώρους κράτησης.Η αστυνομία θα προσφέρει στο όλο έργο με παροχή προσωπικού και μέσων ώστε να συνεπικουρήσει και να ανακουφίσει τις δυνάμεις του στρατού που είναι επιφορτισμένες με παρόμοια καθήκοντα.
ζ)Γενικότερη συμμετοχή στην πολεμική προσπάθεια
Σε ακριτικές περιοχές που θα δεχτούν και το βάρος της εχθρικής επίθεσης κάθε άντρας που μπορεί να φέρει όπλα μετράει. Από αυτόν τον κανόνα δεν μπορεί να ξεφεύγει η αστυνομία το προσωπικό της οποίας, ήδη από τον καιρό της ειρήνης, είναι εκπαιδευμένο και εξοικειωμένο με την χρήση οπλισμού. Η αστυνομία μπορεί να παίξει δευτερεύοντα και επικουρικό προς τις Ε.Δ ρόλο, συμμετέχοντας σε επιχειρήσεις σε αστικές, ημι-αστικές και αγροτικές περιοχές, συμβάλλοντας στην επιτήρηση και άμυνα της μεθορίου( δια των συνοριοφυλάκων) και παίρνοντας μέρος, στο μέτρο του δυνατού, σε καθαρά πολεμικές αποστολές όπως εξουδετέρωση αεροπρογεφυρωμάτων και αντιμετώπιση δυνάμεων ανορθόδοξου πολέμου/ειδικών επιχειρήσεων. Εννοείται πως η συμμετοχή της αστυνομίας θα είναι καθαρά επιβοηθητική του στρατού και σε κάθε περίπτωση όχι κύρια. Αν υπήρχε βέβαια χωροφυλακή η όλη προσπάθεια θα ήταν δυνατόν να υπηρετηθεί με μεγαλύτερες αξιώσεις.
Όπως σημειώσαμε προηγουμένως η ΕΛ.ΑΣ είναι σε θέση να ανταπεξέλθει, αν και με συμβιβασμούς, στην αποστολή η οποία θα της ανατεθεί, τουλάχιστον για ορισμένα από τα είδη των αποστολών τα οποία αναφέραμε. Για κάποιες άλλες ωστόσο αποστολές, όπως αυτή της συμμετοχής στην πολεμική προσπάθεια, είναι φανερό πως χρειάζεται ενίσχυση σε μέσα, εκπαίδευση και οργανωτικές δομές. Είναι αλήθεια πως ανάλογη κίνηση ίσως συνοδευτεί από καταγγελίες για στρατιωτικοποίηση της υπηρεσίας, αποτελεί όμως μονόδρομο.
Εν πρώτοις πρέπει να ληφθεί η απόφαση για επιλεκτική και στοχευμένη αναβάθμιση κάποιων υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ που μπορούν να παίξουν έναν κάποιο ρόλο στην άμυνα της χώρας. Οι βασικές εξ ‘αυτών των υπηρεσιών είναι η Διεύθυνση Ειδικών Αστυνομικών Μονάδων και η Διεύθυνση Αστυνομικών Επιχειρήσεων(σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη) όπου εντάσσονται τόσο η ΕΚΑΜ όσο και η ΥΑΤ και η ΥΜΕΤ. Οι αντίστοιχες Διευθύνσεις μπορούν να μετεξελιχθούν σε πραγματική στρατηγική εφεδρεία του σώματος με ζώνη ευθύνης όλη την επικράτεια. Η ΕΚΑΜ σαν δύναμη ειδικών επιχειρήσεων που είναι πέραν από αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις σημείου θα μπορούσε να αναλάβει αποστολές αντι-ανταρτοπολέμου με την προϋπόθεση να δεχτεί σχετική εκπαίδευση. ΥΑΤ και ΥΜΕΤ είναι ευάριθμες υποδιευθύνσεις, με στρατιωτικοποιημένη δομή, κατά συνέπεια κρίνεται πως μπορούν, αν δεχτούν κατάλληλη εκπαίδευση και εξοπλισμό, να αναλάβουν πολεμικές αποστολές σε ύπαιθρο και αστικό περιβάλλον αντίστοιχα δρώντας σαν επίλεκτο ελαφρύ πεζικό. Ο εξοπλισμός τους θα μπορούσε να περιλαμβάνει, πέραν του φορητού οπλισμού, τεθωρακισμένα οχήματα της κατηγορίας των VBL/VBR, οχήματα MRAP όπως το Dingo II και τεθωρακισμένα οχήματα TM-170.
Από εκεί και πέρα θα έπρεπε να δημιουργηθούν στις έδρες των Γενικών Περιφερειακών Αστυνομικών Διευθύνσεων ανά την επικράτεια, Διευθύνσεις Αστυνομικών Επιχειρήσεων με Υφιστάμενες, εκτός των άλλων, Υποδιευθύνσεις και Τμήματα Αστυνομικών Επιχειρήσεων, όπως στην Κρήτη. Τα τμήματα αυτά, πέραν του έργου που θα προσέφεραν σε ειρηνική περίοδο, θα μπορούσαν να προσφέρουν την αριθμητική εκείνη μάζα που είναι απαραίτητη για την ανάληψη πολεμικών αποστολών. Εννοείται πως ο εξοπλισμός τους θα είναι ανάλογος και θα μπορεί να περιλαμβάνει μέχρι πολυβόλα και φορητά αντιαρματικά όπλα.
Για την αντιμετώπιση εχθρικών ομάδων ειδικών επιχειρήσεων/ανορθόδοξου πολέμου καθώς και για συμμετοχή σε αντιανταρτικές επιχειρήσεις επιβάλλεται η δημιουργία Τμημάτων(ή Μονάδων) Ειδικών Αποστολών, που θα βρίσκονται από άποψη εξειδίκευσης ένα επίπεδο ανάμεσα στα ΤΑΕ και την ΕΚΑΜ. Τα συγκεκριμένα τμήματα θα έχουν αποκεντρωμένη δομή και αντίληψη(αντίστοιχων των ΚΕΑ του Λ.Σ), βαρύ φορητό οπλισμό και απαιτητική εκπαίδευση.
Η Διεύθυνση Ασφαλείας πρέπει να διευρύνει το δίκτυο πληροφοριοδοτών που διαθέτει ώστε, σε συνδυασμό με την ΕΥΠ, να παρέχει επαρκή χαρτογράφηση των πιθανών εστιών απειλών κατά της κρατικής υπόστασης και έγκαιρη προειδοποίηση για την πραγματοποίηση υπονομευτικών ενεργειών. Ήδη μια σχετική δυνατότητα υφίσταται, εκείνο που απομένει είναι η διεύρυνση και εμβάθυνση της.
Τέλος επιβάλλεται το ΣΥΝΟΛΟ του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ να είναι επαρκώς εκπαιδευμένο στη χρήση στρατιωτικού φορητού οπλισμού και να διαθέτει βασική γνώση μάχης. Το τελευταίο εκτιμάται πως δύναται να αποκτηθεί με την κανονική υπηρέτηση της στρατιωτικής του θητείας πριν την είσοδο του στις παραγωγικές σχολές της αστυνομίας και με σύντομες τακτικές επανεκπαιδεύσεις.
Γενικά ο ρόλος των σωμάτων ασφαλείας στην άμυνα της χώρας είναι υποτιμημένος. Στο άρθρο επιχειρήσαμε να αναδείξουμε αυτόν τον ρόλο και να προτείνουμε λύσεις ενίσχυσης του. Επαφίεται στην φυσική και-κυρίως-στην πολιτική ηγεσία να κατανοήσουν τον ρόλο αυτό και να προχωρήσουν στα βήματα εκείνα που απαιτούνται για την εκπλήρωση του.