Αφορμή για το άρθρο αποτέλεσαν οι κατά καιρούς ασκήσεις που διεξάγει το Π.Ν στο Αιγαίο, συχνά με τη χρήση πραγματικών πυρών που περιλαμβάνουν και την εκτόξευση Κατευθυνόμενων Βλημάτων κατά πλοίων. Ωστόσο υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια στο τέλος που μένει συνήθως απαρατήρητη.
Τα σκάφη τα οποία δεν έχουν βυθιστεί λαμβάνουν την χαριστική τους βολή από τορπικαλάτους ή πυραυλακάτους του Π.Ν με τη χρήση κατευθυνομένων ή μη τορπιλών.
Ο λόγος έχει να κάνει με την ιδιαίτερη φονικότητα της τορπίλης σαν οπλικό σύστημα τόσο σε αντικειμενικά πλαίσια όσο και σε σύγκριση με τα κύρια όπλα του ναυτικού πολέμου σήμερα, τα κατευθυνόμενα βλήματα κατά πλοίων.
Στην πορεία των δεκαετιών η σημασία της τορπίλης στον ναυτικό πόλεμο επιφανείας απομειώθηκε χάρη στην ανάπτυξη των βλημάτων κατά πλοίων τα οποία θεωρήθηκαν, ορθά ως έναν βαθμό, ότι αναιρούν τα κύρια μειονεκτήματα της πρώτης δηλαδή την χαμηλή της ταχύτητα και το περιορισμένο της βεληνεκές.
Ο συλλογισμός αυτός ήταν κατά βάση σωστός με δεδομένο το επιχειρησιακό περιβάλλον της Ψυχροπολεμικής εποχής, δηλαδή της τεράστιες υδάτινες εκτάσεις των ωκεανών, κυρίως του Ατλαντικού και του Ειρηνικού, που δεν ευνοούσαν ναυμαχίες εκ παρατάξεως από κοντινές αποστάσεις.
Οι εχθρικοί στόλοι θα εμπλέκονταν από αποστάσεις εκατοντάδων ή το λιγότερο δεκάδων χιλιομέτρων και το ζητούμενο ήταν το μεγάλο βεληνεκές και η ταχύτητα των όπλων που θα έδιναν το κρίσιμο τακτικό και επιχειρησιακό πλεονέκτημα.
Μοιραία λοιπόν η χρήση της τορπίλης αλλά και του πυροβόλου δευτερευόντως περιορίστηκε μέχρι που τελικά αυτή έπαψε να αποτελεί μέρος του οπλισμού των μεγάλων σκαφών τουλάχιστον σε ρόλο κατά σκαφών επιφανείας, διατηρούμενη μόνη σε ελαφρά μορφή ως ανθυποβρυχιακό όπλο.
Αντιθέτως διατηρήθηκε ως το κύριο όπλο υποβρυχιακού πολέμου λόγω των εγγενών πλεονεκτημάτων του υποβρυχίου που του επιτρέπει να προσεγγίσει αφανώς τον στόχο του και να τον πλήξει με ένα όπλο χαμηλού βεληνεκούς και ταχύτητας όπως η τορπίλη.
Τα δεδομένα σε ότι έχει να κάνει με τη χρήση της τορπίλης ωστόσο παρέμειναν περίπου αμετάβλητα σε κλειστές θάλασσες, με έντονη εδαφική κατάτμηση και εναλλαγή υδάτινου και χερσαίου περιβάλλοντος όπως τα Σκανδιναβικά φιόρδ, η Βαλτική θάλασσα και το Αιγαίο πέλαγος.
Επί χρόνια οι ναυτικές δυνάμεις αυτών των περιοχών επένδυαν στην ανάπτυξη, ναυπήγηση και γενικά απόκτηση σκαφών με κύριο οπλισμό τορπίλες, δηλαδή τορπιλακάτους με κορυφαίο δείγμα την Σουηδική κλάση τορπιλών Spica με εκτόπισμα 210 τόννους, ταχύτητα 40 και πλέον κόμβων, οπλισμό 6 τορπιλοσωλήνες των 533 mm για τορπίλες ενσύρματης καθοδήγησης με ικανότητα επίτευξης ταχύτητα 60 κόμβων, 1 πυροβόλο Bofors των 57 mm και ικανότητα μεταφοράς ναρκών και βομβών βάθους.
Και ‘δω όμως η μόδα της χρήσης Κ/Β επικράτησε θέτοντας την τορπίλη σε δευτερεύοντα ρόλο.
Νέες κλάσεις δεν ναυπηγήθηκαν αν και παρουσιάστηκαν σχέδια, τα ίδια τα πλοία με τον καιρό απαξιώθηκαν, άρχισαν να τίθενται εκτός ενεργείας και ο στόλος τορπιλακάτων συρρικνώθηκε μέχρι σημείου τελικής εξαλείψεως του. Το Π.Ν διέθετε 7 τορπιλάκατους Γερμανικής ναυπήγησης κλάσης Jaguar και 4-12 νορβηγικής κλάσης Nasty.
Από αυτές οι πρώτες τέθηκαν εκτός υπηρεσίας ενώ οι δεύτερες, αφού τους αφαιρέθηκαν οι τορπιλοσωλήνες, χρησιμοποιούνται ως παράκτια περιπολικά. Φαίνεται λοιπόν πως η εποχή των τορπιλακάτων έχει παρέλθει και κατά πολλούς επαναφορά τους θα ισοδυναμούσε με την επανεμφάνιση του …αερόπλοιου στο πεδίο της μάχης.
Είναι όμως έτσι; Παρακάτω θα επισημάνουμε εκείνα τα στοιχεία που κάνουν κατά τη γνώμη μας την επανεργοποίηση του στόλου τορπιλακάτων του Π.Ν όχι απλώς δυνατή αλλά επιβεβλημένη.
Η τορπίλη ως οπλικό σύστημα
Καταρχήν πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα η φονικότητα της τορπίλης ως οπλικού συστήματος. Ένα πολεμικό σκάφος μπορεί να καταφέρει να επιβιώσει, αν και με μεγάλες ζημιές, από ένα ή περισσότερα πλήγματα Κ/Β κατά πλοίων, μία και μόνη ωστόσο τορπίλη είναι ικανή να το βυθίσει.
Σημειώνεται εδώ η ανάπτυξη πυραυλοκίνητων τορπιλών όπως η Ρωσική VA-111 Shkval, η οποία υπόσχεται να στείλει στον πάτο της θάλασσας σκάφη μεγέθους καταδρομικού!
Η Shkval αναπτύχθηκε αρχικά σαν μέσο αυτοάμυνας υποβρυχίων απέναντι σε εχθρικά αιφνιδίως εμφανιζόμενα υποβρύχια σε κοντινή απόσταση. Ο στόχος της να αναγκάσει το εχθρικό υποβρύχιο να διακόψει την επίθεση, εκτελώντας βίαιο ελιγμό, αποκόπτοντας με αυτόν τον τρόπο το σύρμα καθοδήγησης της βαλλόμενης (-ων) τορπίλης (-ων).
Η τορπίλη διαθέτει την ικανότητα ανάπτυξης ταχύτητας στο εξωπραγματικό επίπεδο των 200+ κόμβων ενώ υπό μελέτη βρίσκεται η ανάπτυξη μιας κατευθυνόμενης έκδοσης με ικανότητα επίτευξης ταχύτητας 300+ κόμβων!
Αν και όπως είπαμε αναπτύχθηκε αρχικά ως όπλο υποβρυχίων, τίποτα δεν εμποδίζει την χρήση της από σκάφη επιφανείας καθώς και από επάκτιους εκτοξευτές τορπιλών. Το Ιράν έχει παρουσιάσει ένα αντίγραφο της Shkval με την ονομασία Hoot με ανάλογες προβλέψεις.
Η εμβέλεια της κυμαίνεται από 7 έως 15 χιλιόμετρα ανάλογα με την έκδοση, ικανοποιητική για εφαρμογές σε κλειστά θαλάσσια περιβάλλοντα. Για να γίνει αντιληπτή η χρησιμότητα της τορπίλης πρέπει να γίνουν επιπλέον επισημάνσεις. Όπως προελέχθη βασικό όπλο σήμερα στον ναυτικό πόλεμο έχουν επικρατήσει τα Κ/Β κατά πλοίων.
Έχουν ωστόσο κάποια μειονεκτήματα.
Καταρχήν ο φερόμενος αριθμός τους από τα σκάφη επιφανείας είναι μάλλον μικρός (8 βλήματα ανά σκάφος είναι ο τυπικός εξοπλισμός σε δυτικά πολεμικά ναυτικά).
Έπειτα πρέπει να θεωρείται σίγουρο πως με δεδομένη την ανάπτυξη πληθώρας μέσων ενεργητικής (αντιπυραυλικά συστήματα) και παθητικής (ηλεκτρονικά και μηχανικά αντίμετρα) προστασίας και την χρήση των κατάλληλων ελιγμών εκ μέρους των υπό προσβολή στόχων ένα μεγάλο μέρος το υπό εκτόξευση βλημάτων είτε θα αστοχήσει, είτε θα καταστραφεί για να μην συνυπολογίσουμε και ένα εύλογο ποσοστό αστοχίας υλικού.
Σύμφωνα με μελέτη του Π.Ν απαιτούνται έως και οχτώ (!) βλήματα AshM για να τεθεί εκτός μάχης μια φρεγάτα MEKO-200TN. Μεγάλο μέρος λοιπόν των βλημάτων που θα εκτοξευτούν θα αστοχήσουν, μη προκαλώντας την απαιτούμενη ζημιά στον εχθρικό στόλο.
Σε κλειστά περιβάλλοντα όπως αυτό του Αιγαίου, θεωρείται πιθανότατο(ειδικά στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων) πως μετά την μερική ή ολική εξάντληση του αποθέματος Κ/Β οι εχθρικοί στόλοι θα αποκτήσουν οπτική επαφή, η ναυμαχία θα λάβει την κλασική μορφή της εκ παρατάξεως μάχης και θα γίνει εκτεταμένη χρήση πυροβόλων. Σε παλιότερη συνέντευξη του στέλεχος του ΠΝ δήλωνε πως το Π.Ν θα επιθυμούσε την ύπαρξη βαρύτερης θωράκισης στα πλοία του και ισχυρότερο οπλισμό πυροβόλων και τορπιλών κατά σκαφών επιφανείας πλην όμως τέτοιες σχεδιάσεις δεν προσφέρονται πλέον από τα διεθνή σχεδιαστικά γραφεία.
Η τορπίλη λοιπόν δεν είναι παρωχημένο όπλο όπως πολλοί πιστεύουν αλλά η χρήση της προβλέπεται σε ιδιαίτερα σενάρια και περιβάλλοντα.
Επιχειρησιακή χρήση τορπιλακάτων.
Μπορούμε αν δούμε τρία πιθανά σενάρια δράσης τορπιλακάτων στο Αιγαίο:
1)Το πρώτο έχει να κάνει με την συμμετοχή τους σε Task Groups από κοινού με άλλα βαρύτερα σκάφη σε σενάρια σαν και αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω.
Οι τορπιλάκατοι θα είναι αυτές που θα κληθούν να δράσουν στο τελικό στάδιο της ναυμαχίας, όταν οι δύο στόλοι αποκτήσουν οπτική επαφή, εμπλεκόμενοι σε ναυμαχία κλασικού τύπου.
Πέραν της απόπειρας προσβολής της εχθρικής δύναμης με τη χρήση κατευθυνόμενων τορπιλών, μπορούν να δράσουν γενικότερα ως δύναμη θαλάσσιου ελιγμού, σε μια κλασική εφαρμογή ελιγμού «σφύρας και άκμονος», φέρνοντας τον εχθρικό στόλο σε τέτοια θέση ώστε να μεγιστοποιηθούν η αποτελεσματικότητα των πυρών και γενικά της δράσης των άλλων σκαφών του φίλιου Task Group.
2)Το δεύτερο έχει να κάνει με την χρήση τους σε σενάρια υπό ιδιαίτερες πολιτικο-διπλωματικο-στρατιωτικές συνθήκες όπως αυτές επιδείχθηκαν στην κρίση των Ιμίων.
Ο συνωστισμός ενός τόσο μεγάλου αριθμού σκαφών και από τις δύο πλευρές προσφέρει ιδανικές συνθήκες δράσης τορπιλακάτων οι οποίες εκμεταλλευόμενες, το μικρό τους μέγεθος, την ταχύτητα και την ευελιξία τους και τον φονικό οπλισμό τους θα μπορούσαν να πλήξουν από κοινού με τα υπόλοιπα σκάφη (φρεγάτες, πυραυλακάτους, κανονιοφόρους) σε μια καλά σχεδιασμένη και συντονισμένη επίθεση την εχθρική δύναμη με καταστροφικά αποτελέσματα.
3)Το τρίτο και πλέον σύνηθες σενάριο επιχειρησιακής χρήσης τορπιλακάτων έχει να κάνει με την δράση τους ως όπλου ενέδρας σε μια κλασική εφαρμογή αποστολής ναυτικού ανορθόδοξου πολέμου.
Οι τορπιλάκατοι θα ενέδρευαν σε επίκαιρα σημεία του αρχιπελαγικού περιβάλλοντος, αγκιστρωμένες κοντά στην ακτή και με την χρήση παθητικών μόνο αισθητήρων ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες εντοπισμού τους. Με την λήψη επαφής με την εχθρική δύναμη, θα ενεργοποιούσαν τους ενεργητικούς τους αισθητήρες για καλύτερη στοχοποίηση, θα εγκατέλειπαν την ακτή πλέουσες με τη μέγιστη ταχύτητα προς την κατεύθυνση του εχθρικού στόχου, θα εκτόξευαν τα όπλα τους και στη συνέχεια θα εκτελούσαν ελιγμούς διαφυγής.
Αυτό άλλωστε ήταν και το τυπικό σενάριο επιχειρησιακής τους χρήσης τους στα νερά του Αιγαίου επί δεκαετίες.
Ειδικά σε αυτό το σενάριο ο συνδυασμός τους με τορπίλες Skhval ή ανάλογες θα ήταν θανατηφόρος καθώς εκμεταλλεύονται το μεγάλο πλεονέκτημα του όπλου, την μεγάλη του ταχύτητα που το καθιστά πρακτικά μη ανασχέσιμο.
Επιθυμητά τεχνικά χαρακτηριστικά
Αν καλούμασταν να καταθέσουμε τις προτάσεις μας για τα επιθυμητά τεχνικά χαρακτηριστικά των υπό σκέψη τορπιλακάτων θα είχαμε να καταθέσουμε τα εξής: μιλάμε για σκάφη εκτοπίσματος 150-200 τόννων, με ικανότητα επίτευξης ταχύτητας άνω των 40 κόμβων, κύριο οπλισμό 4-6 τορπιλοσωλήνων για τορπίλες των 533 mm (ενδεικτικά DM2A4 και Shkval ή ανάλογες) και δευτερεύοντα οπλισμό πυροβόλο 40-57 mm στην πλώρη και σταθεροποιούμενο πυργίσκο οπλισμού RWS για πυροβόλο των 25-30 mm στην πρύμνη με ικανότητα υποδοχής βλημάτων της κατηγορίας του Hellfire. Οι τορπιλοσωλήνες δεν θα βρίσκονται στο κατάστρωμα του σκάφους αλλά ενσωματωμένες στο κύτος του, όπως έχει υιοθετηθεί σε ανάλογα βορειοκορεάτικα σχέδια.
Επίσης χρήσιμη θα ήταν η τοποθέτηση εκτοξευτών βλημάτων Stinger που μπορεί να γίνει ταυτόχρονα με την χρήση εκτοξευτών chaffs & flares.
Προ ετών μια Γαλλική εταιρεία είχε παρουσιάσει μια σειρά σταθεροποιούμενων πυργίσκων οπλισμού, την Raptor με τέσσερις εκδόσεις, δύο εκ των οποίων καλύπτουν τις παραπάνω απαιτήσεις, ενώ το εγχείρημα είναι εντός των δυνατοτήτων της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Στον ηλεκτρονικό εξοπλισμό του σκάφους θα περιλαμβάνεται ολοκληρωμένο σύστημα μάχης, ραντάρ, συστήματα ESM/ ECM και οπωσδήποτε σύστημα παθητικής επιτήρησης IRST σαν το Mirador.
Το σκάφος θα πρέπει να ενσωματώνει εγγενή χαρακτηριστικά τεχνολογίας χαμηλής παρατηρησιμότητας που μπορεί να γίνει με κατάλληλη γεωμετρία σχεδίασης και χρήση κατάλληλων υλικών (κατά βάση συνθετικών).
Για να δώσουμε μια εικόνα το σκάφος θα θυμίζει σε μικρογραφία της κορβέτα Visby του Σουηδικού πολεμικού ναυτικού. Σε μέλλοντα χρόνο θα μπορούσε να εξοπλιστεί με 2-4 βλήματα εναντίον πλοίων μικρού βεληνεκούς της κατηγορίας του Penguin, επιλεκτικά αποκαλυπτόμενα, κάτι που θα αύξανε την επιχειρησιακή του αποτελεσματικότητα.
Γενικά το εγχείρημα θεωρείται ότι βρίσκεται εντός των δυνατοτήτων της ελληνικής ναυπηγικής αμυντικής βιομηχανίας. Τη δεκαετία του ’80 τα ελληνικά ναυπηγεία είχαν παρουσιάσει την κλάση πυραυλακάτων «ΠΡΩΤΕΥΣ» με εκτόπισμα 190 τόνους με προηγμένα για την εποχή χαρακτηριστικά .
Τελικά η έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά του Π.Ν καταδίκασε το πρόγραμμα στην αφάνεια. Έκτοτε, με την πρόοδο που έχει επισυμβεί στην ναυπηγική η σχεδίαση και ναυπήγηση μιας σύγχρονης έκδοσης τορπιλακάτου (ενδεικτικά από την σχεδιαστική ομάδα ALS NSD) φαντάζει απλούστατο εγχείρημα που μπορεί να δώσει υψηλό ποσοστό ΕΠΑ και ανοίξει τον δρόμο σε εξαγωγικούς ορίζοντες.
Συμπεράσματα
Η επαναεισαγωγή της τορπιλακάτου λοιπόν στον στόλο ταχέων σκαφών του Π.Ν αποτελεί παρελθοντολαγνεία ή νοσταλγική διάθεση.
Το κάθε μέσο έχει τον ρόλο του στο ελληνικό στρατιωτικό οικοδόμημα και στις ιδιαίτερες συνθήκες που αυτό καλείται να επιχειρήσει.
Το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό είχε πάντα παράδοση στη χρήση ανορθόδοξων μέσων και μεθόδων και δικαιώθηκε ανά τους καιρούς.
Ας τολμήσει λοιπόν το Π.Ν, να βγει από τα ειωθότα και να κάνει αυτό που διαχρονικά γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα: να δίνει πρωτότυπες λύσεις σε πρωτότυπα προβλήματα δίνοντας στα σκάφη με τις πειρατικές σημαίες στους ιστούς τη θέση που τους αξίζει.