Το σύστημα άμυνας της χώρας παρουσιάζει σήμερα σοβαρά κενά. Η χρόνια έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς πολιτικού συστήματος με την παθητική συνέργεια αν όχι υποστήριξη της κοινωνίας έχει οδηγήσει την κατάσταση σε οριακό σημείο. Ένα από τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ) και ειδικά ο στρατός ξηράς έχει να κάνει με την χαμηλή επάνδρωση των μονάδων.
Το τελευταίο είναι απόρροια πολλών παραγόντων: Μειωμένη απόδοση των κλάσεων λόγω του δημογραφικού προβλήματος, αυξημένος αριθμός αναβολών, ανορθολογική κατανομή του προσωπικού, καθυστερήσεις στην αναδιοργάνωση και αναδιάταξη των στρατιωτικών μονάδων και σχηματισμών.
Ο σπουδαιότερος ωστόσο λόγος, είναι η μειωμένη σε σχέση με το όχι και πολύ μακρινό παρελθόν διάρκεια της στρατιωτικής θητείας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως στο θέμα της θητείας αντανακλάται η παθογένεια που χαρακτηρίζει σήμερα την ελληνική κοινωνία. Η αδικαιολόγητη από τα στοιχεία και με ψηφοθηρικές στοχεύσεις απόφαση προ 23 ετών για τη μείωση της θητείας, προκάλεσε πολλά προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία του στρατιωτικού συστήματος και υπέσκαψε τα θεμέλια του μέσω της φυσικής αλλά και ιδεολογικής απαξίωσης ενός από τους κυριότερους θεσμούς του.
Η προσπάθεια δικαιολόγησης εκείνης της απόφασης μέσω της επιχειρούμενης επαγγελματικοποίησης του στρατού έπεσε στο κενό, καθώς αποδείχθηκε με το πέρας του χρόνου πως η λύση της προσλήψεως χιλιάδων επαγγελματιών οπλιτών (ΕΠ.ΟΠ) δεν ήταν ούτε οικονομικά συμφέρουσα, ούτε επιχειρησιακά αποδοτική, καθώς οι απαιτούμενες «ειδικές δεξιότητες» δεν εξασφαλίστηκαν ώστε να δικαιολογείται η επένδυση.
Πρόσφατα δε, η αδυναμία συνεχίσεως της ανανέωσης του επαγγελματικού προσωπικού του στρατεύματος μέσω νέων προσλήψεων εξαιτίας της οικονομικής κρίσης αλλά και την αδιαφορία εκ μέρους της συντριπτικής πλειοψηφίας των νέων, επανάφερε τη συζήτηση για την ανάγκη αυξήσεως της στρατιωτική θητείας ώστε να αποκατασταθούν μερικώς τα λάθη και οι αβελτηρίες του παρελθόντος και να καταστεί εφικτή η στοιχειώδης λειτουργία του στρατιωτικού μηχανισμού.
Και αυτή ωστόσο η προοπτική μικρής αυξήσεως της θητείας έγινε αντικείμενο σφοδρής κριτικής εκ μέρους μερίδας του πολιτικού συστήματος και όχι μόνο, σπεύδοντας να εκφράσουν εκ προοιμίου την αντίθεση τους, αποδεικνύοντας πως στη χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας» απουσιάζει, όχι μόνο η συναίσθηση της πραγματικότητας αλλά και το ενδιαφέρον για τη διόρθωση των κακώς κειμένων, εφόσον αυτό δεν μας βολεύει…
Επειδή ωστόσο η ανάγκη παραμένει, σε πείσμα όσων θεωρούν απίθανο το ενδεχόμενο του πολέμου ή κάποιας μορφής κατάσταση απειλής ασφαλείας που θα εμπλέξει τις Ένοπλες Δυνάμεις πιστοί στο δόγμα «σιγά μην γίνει πόλεμος στρατηγέ», είναι απαραίτητη η επανέναρξη των διαδικασιών μελέτης του θέματος ώστε να επιτευχθεί ο τελικός στόχος που δεν είναι άλλος η επαναφορά της θητείας σε ικανοποιητικά επίπεδα, που θα εξασφαλίζουν τόσο την αριθμητική επάρκεια των Ε.Δ. όσο και την ανάγκη ουσιαστικής εκπαιδεύσεως των κληρωτών. Το θέτουμε «κομψά» καθότι γνωρίζουμε ότι τα στρατιωτικά επιτελεία έχουν ολοκληρώσει τις διαδικασίες και έχουν ενημερώσει αρμοδίως την πολιτική ηγεσία.
Ειδικά για την εκπαίδευση είναι ανάγκη να γίνουν κάποιες επισημάνσεις: Με δεδομένο πως για την ολοκλήρωση ενός πλήρους κύκλου εκπαιδεύσεως απαιτούνται 6 μήνες, καθώς επίσης και πως πρέπει ο στρατιώτης να ολοκληρώσει δύο συνεχόμενους κύκλους εκπαίδευσης ώστε να είναι αξιόμαχος. Ανεξαρτήτως κλίματος και εποχής, ο ελάχιστος χρόνος θητείας ορίζεται στους 12 μήνες ΟΛΩΝ σε μονάδα πρώτης γραμμής. Ως τέτοιες ορίζονται οι μονάδες του Δ’ ΣΣ, της ΑΣΔΕΝ, της ΕΛΔΥΚ καθώς και οι μονάδες που αποτελούν στη στρατηγική εφεδρεία της χώρας συμπεριλαμβανομένων των Ειδικών Δυνάμεων.
Αν σε αυτές προσθέσουμε ένα διάστημα 3-4 μηνών σε Κέντρα Εκπαίδευσης (ΚΕΝ και ΕΚΕ), καθώς επίσης και ένα επιπλέον διάστημα 4-5 μηνών σε μονάδες του εσωτερικού προκειμένου και αυτές να διατηρήσουν ένα αποδεκτό βαθμό επανδρώσεως και ετοιμότητας η επιθυμητή διάρκεια της θητείας ορίζεται στους 21 περίπου μήνες για τον Ε.Σ.Σίγουρα πάντως μεγαλύτερη της σημερινής διάρκειας, κάτι το οποίο γνωρίζουν οι πάντες, ασχέτως του τι δηλώνεται απο επίσημα χείλη επισήμως.
Εννοείται πως η στρατιωτική ηγεσία πρέπει να κλείσει τα αυτιά της στις αιτιάσεις των διαφόρων πολιτικών και κομματικών μορφωμάτων, νεολαιών, οργανώσεων κ.λπ. Το ελάχιστο που μπορεί να πράξει είναι να διατυπώσει ξεκάθαρα τη θέση της και οι υπεύθυνοι για την πολιτική απόφαση να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Επί τη ευκαιρία δηλώνουμε αντίθετοι προς τη διαδεδομένη αντίληψη περί μειώσεως της στρατιωτικής θητείας χάριν ψηφοθηρικών σκοπιμοτήτων καθώς αυτή ελάχιστα επηρέασε και επηρεάζει την συμπεριφορά του εκλογικού σώματος.
Συμπερασματικά, ένα κράτος που θέλει να επιβιώσει δεν μπορεί να προσαρμόζεται στην εκάστοτε «μόδα», σε υπερεθνικά κελεύσματα ή/και επιταγές που έχουν στοχοποιήσει τη στρατιωτική ισχύ τη στιγμή που πλήθος παραγόντων που συνιστούν κατά κοινή παραδοχή δυνητική ή πραγματική απειλή, αλλά να προβαίνει στις κινήσεις εκείνες που επιτάσσει η ευθύνη απέναντι στο Έθνος και τον Λαό που εκπροσωπεί.
Και οι κινήσεις αυτές πρέπει να λαμβάνονται με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, την αξιολόγηση των κινδύνων και απειλών και στην ανάγκη για εξασφάλιση της εθνικής επιβίωσης. Το καμπανάκι έχει ήδη χτυπήσει και οι μελλοντικές γενιές θα κρίνουν αυστηρά κάθε παράλειψη και ολιγωρία.