Κωνσταντίνος Τσαγανάς-Τακαντζάς
Οβιδοβόλα Μ114Α1 και Μ116 (ΕΣ)
Τα δυο αυτά όπλα αντιπροσωπεύουν τα δυο άκρα από πλευράς βάρους και διαμετρήματος, ενώ όταν σχεδιάσθηκαν, αμφότερα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ήταν σύγχρονα και άκρως ικανοποιητικά από πλευράς επιδόσεων και απέδωσαν εξαιρετικά κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και άλλες μεταγενέστερες συρράξεις (Κορέα, Βιετνάμ, κ.ά.), αν και αναπόφευκτα ξεπεράσθηκαν από νεώτερες σχεδιάσεις. Υπηρέτησαν επί μακρά σειρά ετών στις τάξεις του Στρατού, μέχρι την αντικατάστασή τους σε μονάδες πρώτης γραμμής από πιο σύγχρονα αυτοκινούμενα ή ρυμουλκούμενα οβιδοβόλα. Σήμερα, παραμένουν σε χρήση μόνο λίγα Μ116, τα οποία βάλλουν χαιρετιστήριους κανονιοβολισμούς κατά τους εορτασμούς εθνικών επετείων.
Το Μ114Α1, όπως και όλα τα ρυμουλκούμενα συστήματα της κατηγορίας του, έχει ως κύριο μειονέκτημα το μεγάλο όγκο και βάρος του, που συνεπάγεται μεγάλους χρόνους τάξης και απομάκρυνσης από τη θέση βολής, στο οποίο πρέπει να προστεθεί το πολυμελές πλήρωμα που απαιτεί και φυσικά και το μικρό βεληνεκές του, απόρροια της βραχείας κάννης που διαθέτει, αν και συνέχιζε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του πεδίου μάχης μέχρι τη δεκαετία του 1970, οπότε και εμφανίσθηκαν νέοι τύποι ρυμουλκούμενων (Μ198) και αυτοκινούμενων (Μ109Α1) συστημάτων με κάννες 39 διαμετρημάτων, ξεπερνώντας το κατά πολύ σε βεληνεκές και γενικά σε δυνατότητες. Τα δυο προγράμματα αναβάθμισής του που εισήλθαν σε παραγωγή ήταν το Μ114/39 της ολλανδικής RDM και το ΚΗ179 της νοτιοκορεατικής Kia Machine Tool Company, πλέον Hyundai WIA Corporation, (και το ιρανικό DIO ΗΜ-41, αντίγραφο του τελευταίου). Το πρόγραμμα της RDM είναι γνωστό ότι αντιμετώπισε προβλήματα με ρωγμές στον κιλλίβαντα λόγω της καταπόνησής του από την ισχυρότερη ανάκρουση και το βάρος που έπρεπε να αντέχει και απαιτήθηκε προσθήκη ενισχύσεων ώστε το ζήτημα να επιλυθεί.
Μέχρι το 2012 που τα απέσυρε οριστικά από την ενεργό υπηρεσία και τα αντικατέστησε με αυτοκινούμενα της οικογένειας Μ109, ο Ελληνικός Στρατός διέθετε 271 οβιδοβόλα του τύπου, σύμφωνα με ανοικτές πηγές – τα παρόμοιων επιδόσεων αυτοκινούμενα οβιδοβόλα Μ44 είχαν αποσυρθεί ακόμα νωρίτερα. Τα ευρισκόμενα στην καλύτερη δυνατή κατάσταση από τα τυχόν διατηρούμενα σε αποθήκευση θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με διάφορους τρόπους. Σημειωτέον ότι έχουν ήδη το πλεονέκτημα και της ομοιοτυπίας πυρομαχικών με τα Μ109. Αν μάλιστα επιλεγεί για τα τελευταία και κάποιο πρόγραμμα αναβάθμισης, τότε θα δημιουργηθεί και απόθεμα καννών ή συγκροτημάτων καννών-κλείστρων που, λαμβανομένων υπόψη και όσων αναφέρθηκαν περί του Μ114/39 της RDM, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για τον εκσυγχρονισμό των αποθηκευμένων Μ114Α1. Εν πάση περιπτώσει, αναβαθμισμένα ή όχι, τα Μ114 θα μπορούσαν να καταστούν και αυτοκινούμενα. Ως πιθανοί φορείς μπορούν να εξετασθούν πλεονασματικά Μ107/Μ110Α2 ή κατάλληλα, από πλευράς ωφέλιμου φορτίου, φορτηγά οχήματα διαμόρφωσης 6×6 ή 8×8. Χαρακτηριστικά παράδείγματα είναι το ιρανικό πρόγραμμα που κατέληξε στη δημιουργία του Α/Κ οβιδοβόλου Ashura (ΗΜ-41 επί φορτηγού IVECO Eurocargo – επί ΜΑΝ LX στο πρωτότυπο που παρουσιάσθηκε το 2011) και οι δοκιμές του συνδυασμού οβιδοβόλου Soltam M-71 με φορτηγά Volvo N720 και FM 380 που δοκιμάσθηκαν στην Ταϊλάνδη. Η ενσωμάτωση του Μ114Α1 σε αυτοκινούμενο σύστημα αυτομάτως θα εξάλειφε τα μειονεκτήματα των χρόνων τάξης και μεγέθους πληρώματος και παράλληλα ο χειρισμός του θα ήταν απλή υπόθεση για εφέδρους αξιωματικούς και οπλίτες του Πυροβολικού, ακόμα και για Εθνοφύλακες που είχαν υπηρετήσει στο Πυροβολικό, αν προηγηθεί και σχετική επανεκπαίδευση ώστε να θυμηθούν αυτά που είχαν μάθει κατά τη θητεία τους και να εντρυφήσουν και σε πιο σύγχρονα ΣΕΠ και ΣΤΤΕΠ. Τα «νέα» Α/Κ συστήματα θα μπορούσαν να διατηρηθούν ως πολεμική εφεδρεία, ή να διατεθούν για την υποστήριξη μονάδων Εθνοφυλακής ή και τακτικών μονάδων, ιδίως μηχανοποιημένων των βορείων συνόρων. Τυχόν αναβαθμισμένα με κάννες 39 διαμετρημάτων θα ήταν πολύ καλή επιλογή για μονάδες ταχείας αντίδρασης.
Στο άλλο άκρο διαμετρήματος και βάρους, το «γουρουνάκι», όπως είθιστο να αποκαλείται, ακόμα και σήμερα θα μπορούσε να είναι ένα χρήσιμο όπλο, δεδομένου ότι το κύριο μειονέκτημά του είναι το μικρό ελαφρύ βλήμα του, συγκρινόμενο με αυτά των οβιδοβόλων των 105 χιλιοστών που είχαν επικρατήσει να χρησιμοποιούνται για ειδικούς ρόλους, κυρίως από αερομεταφερόμενες ή/και ορεινές μονάδες, πριν με τη σειρά τους δώσουν τη θέση τους, πλην κάποιων εξαιρέσεων, σε ειδικά σχεδιασμένα οβιδοβόλα των 155. Το μικρό μέγεθος και βάρος του Μ116, που επιτρέπει όχι μόνο την έλξη του από ελαφρά οχήματα ¼ τόνου, αλλά ακόμη και τη μετακίνησή του για μικρές αποστάσεις από την ίδια την ομοχειρία του χωρίς χρήση ελκυστήρα, το καθιστά μια καλή επιλογή για επιχειρήσεις σε δύσβατα ορεινά εδάφη. Ενδεικτικά, μπορεί να λυθεί σε 7 φόρτους για ημιόνους αν το ανάγλυφο δεν επιτρέπει άλλους τρόπους μεταφοράς του. Από πλευράς βεληνεκούς, ξεπερνά ακόμη και τους περισσότερους σύγχρονους όλμους των 120 χιλιοστών, αν και υστερεί στους τομείς της ταχυβολίας και της καταστρεπτικής ισχύος των πυρομαχικών του, ενώ παρέχει και δυνατότητα εκτέλεσης άμεσης βολής, που ελάχιστοι (οπισθογεμείς) όλμοι διαθέτουν. Εκτός της έλξης, δύναται να μεταφερθεί και ως φορτίο από κατάλληλο όχημα, περίπου ¾ τόνου και άνω, πριν εκφορτωθεί και ταχθεί για βολή (Portée). Με την ίδια ευκολία μπορεί να καταστεί αυτοκινούμενο, είτε με αφαίρεση των τροχών και στήριξή του στην καρότσα ημιφορτηγού ή άλλου οχήματος, είτε με πιο περίτεχνες διαμορφώσεις, γενικά παρόμοιες με αυτές σύγχρονων ελαφρών Α/Κ συστημάτων των 105 (πρβ. και Κ&Α 57, σελ. 52, περί Πυροβολικού Ταχείας Αντίδρασης). Ίσως το μόνο πρόβλημα για τη συνεχιζόμενη αξιοποίησή του, αν διαπιστωθεί η ύπαρξη αποθέματος όπλων του τύπου σε καλή κατάσταση, θα είναι η εξεύρεση πυρομαχικών. Βέβαια, δεν πρέπει να είναι δύσκολη η εξ αρχής παραγωγή τους, δεδομένου ότι αφενός δεν πρόκειται για ακριβή τεχνολογία αιχμής και αφετέρου υπάρχει εγχώρια δυνατότητα κατασκευής πυρομαχικών παραπλήσιου διαμετρήματος (76 χιλιοστών για ναυτικά πυροβόλα OTO Melara).
Από επιχειρησιακής άποψης, ως δυνητικοί χρήστες προβάλλουν οι μονάδες που εδρεύουν στα βόρεια σύνορα της χώρας, ιδίως της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, όπου και το ανάγλυφο του εδάφους είναι και πολύ έντονο. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στα βουνά του Κουρδιστάν (Ν/Α Τουρκία), όπου ο ΤΣ εξακολουθεί να χρησιμοποιεί επιχειρησιακά και οβιδοβόλα Μ116.
Επιπλέον αξίζει να γίνει αναφορά και σε έναν άκρως ενδιαφέροντα συνδυασμό που δημιούργησε το αμερικανικό σώμα πεζοναυτών (USMC), «παντρεύοντας» τον κιλλίβαντα (ελαφρώς τροποποιημένο), το λίκνο και το σύστημα οπισθοδρόμησης του Μ116 με τον σωλήνα του όλμου Μ30 των 107 χιλιοστών, δημιουργώντας έτσι το Μ98 HOWTAR (Howitzer/Mortar). Παρόμοιος συνδυασμός για τον ΕΣ, με τη χρήση σωλήνα των 107 ή, ιδανικά, αν η παραγόμενη ανάκρουση είναι εντός των δυνατοτήτων του κιλλίβαντα, των 120 χιλιοστών, π.χ. του Ε56, θα απέδιδε σύστημα όλμου με δυνατότητα ταχείας τάξης, ιδίως σε σύγκριση με τον απλό Μ30, και ακόμα ταχύτερης απομάκρυνσης από τη θέση βολής, καθώς το μόνο που θα χρειαζόταν είναι η πρόσδεσή του στον κοτσαδόρο του ρυμουλκού οχήματος.
Ρ/Κ Οβιδοβόλο M116 | Ρ/Κ Οβιδοβόλο Μ114 | |
Διαμέτρημα | 75 x 272 mm R | 155 χιλιοστά |
Μήκος | 3,68 μ. | 7,315 μ. (πορείας) |
Ύψος | 0,94 μ. | 1,8 μ. (πορείας) |
Πλάτος | 1,22 μ. | 2,438 μ. (πορείας) |
Βάρος | 653 κιλά | 5,8 τ. (πορείας)/5,6 τ. (μάχης) |
Ομοχειρία | 6 | 11 |
Ανύψωση | -5/+45 μοίρες | -2/+63 μοίρες |
Περιστροφή κατ’ αζιμούθιο | 6 μοίρες | +/- 25 μοίρες |
Ρυθμός βολής (μέγιστος/συνεχόμενος) | 6 β.α.λ. (συνεχόμενος) | 4 β.α.λ./40 β.α.ώ. |
Αρχική ταχύτητα βλήματος | 381 μ/δ | 563 μ/δ |
Βεληνεκές | 8,8 χιλιόμετρα (δραστικό) | 14.600 μ. (μέγιστο) |
Αντιαεροπορικό πυροβόλο ΑΡΤΕΜΙΣ-30 (ΕΣ, ΠΑ, ΠΝ)
Η ιστορία του συστήματος που κατέληξε «γεφύρι της Άρτας» για την κρατική αμυντική βιομηχανία και τις Ένοπλες Δυνάμεις είναι γενικά γνωστή και δεν χρειάζεται να εξιστορηθεί και πάλι. Αρκεί να αναφερθεί ότι αντί για το ολοκληρωμένο σύστημα που ήταν η αρχική πρόθεση να δημιουργηθεί, και παρά τα τεράστια κονδύλια που δαπανήθηκαν για το πρόγραμμα, τελικά παραδόθηκαν μόνο μονάδες πυρός δίδυμων πυροβόλων, εξήντα συνολικά και στους τρεις Κλάδους των ΕΔ (ΕΣ 17, ΠΑ 38, ΠΝ 5). Πρώτος ο ΕΣ ξεκίνησε το 2010 την απόσυρσή τους ως αναποτελεσματικά. Τότε μάλιστα, η απάντηση του ΥΕΘΑ σε σχετική επερώτηση στα πλαίσια κοινοβουλευτικού ελέγχου περιελάμβανε, επί λέξει, τα ακόλουθα: «Τα πυροβόλα ΑΡΤΕΜΙΣ-30 λόγω των τεχνικών χαρακτηριστικών τους, κρίθηκε ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του Στρατού Ξηράς, ενώ το κόστος επισκευής και συντηρήσεώς τους κρίνεται ασύμφορο. Για την αντιαεροπορική προστασία των εγκαταστάσεων του Στρατού Ξηράς, όπου χρησιμοποιούνταν τα εν λόγω πυροβόλα, θα χρησιμοποιηθούν, εφόσον απαιτηθεί, υφιστάμενα σύγχρονα οπλικά συστήματα κατευθυνόμενων βλημάτων. Εξετάζεται όμως η δυνατότητα χρησιμοποίησης των συστημάτων αυτών από την ΠΑ και το ΠΝ». Είχε ήδη προηγηθεί προσπάθεια αναβάθμισης του συστήματος με ενσωμάτωση στο σύστημα Skyguard, σε συνδυασμό με προσθήκη εκτοξευτών αντιαεροπορικών κατευθυνόμενων βλημάτων (εν προκειμένω 9Κ38 Igla) ώστε κάθε μονάδα πυρός πυροβόλου να διαθέτει δυο κάννες των 30 και τέσσερα Α/Α Κ/Β υπέρυθρης καθοδήγησης, το δε πρωτότυπο επιδείχθηκε στα πλαίσια μιας έκθεσης Defendory. Έκτοτε, και η ΠΑ απέσυρε με τη σειρά της τα πυροβόλα που διέθετε, ενώ άγνωστο είναι το τι έπραξε το Πολεμικό Ναυτικό. Ως εκ τούτου, συμπεραίνεται ότι υπάρχει απόθεμα τουλάχιστον 55 μονάδων πυρός πυροβόλων, ήτοι 110 πυροβόλων ΜΚ 30-1 Model F, σχεδίασης Mauser, αν όχι 60 και 120 αντίστοιχα.
Αν τυχόν αποφασισθεί να επανενταχθούν με κάποιο τρόπο σε υπηρεσία, οι επιλογές είναι μάλλον περιορισμένες. Μια εξ αυτών είναι να συνεχίσουν ως δίδυμα αντιαεροπορικά πυροβόλα, με την προϋπόθεση της αναβάθμισής τους, με την προσθήκη δυνατότητας βολής βλημάτων AHEAD, εκσυγχρονισμό των σκοπευτικών τους (αυτόνομο ΣΕΠ σε κάθε μονάδα πυρός πυροβόλου με σκοπευτικό ημέρας/νύκτας, τηλέμετρο και βαλλιστικό υπολογιστή) και φυσικά ένταξή τους σε ολοκληρωμένο σύστημα με ραντάρ έρευνας και ιχνηλάτησης στόχων. Πρόκειται ίσως για την ασφαλέστερη επιλογή που θα επιτρέψει τη διατήρηση σχεδόν όλων των υφιστάμενων μερών, συμπεριλαμβανομένου του κιλλίβαντα και του ηλεκτροπαραγωγού ζεύγους, ενώ δεν αποκλείεται και τη τοποθέτησή τους επί κατάλληλων οχημάτων με απλούστερη διαμόρφωση την αφαίρεση των τροχών και ασφάλιση του κιλλίβαντα επί του επιλεγέντος οχήματος.
Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί και προτάσεις χρήσης των ΜΚ 30 ως κύριο οπλισμό ΤΟΜΑ, όπως, για παράδειγμα, έγινε με το πρωτότυπο ΤΟΜΑ Κένταυρος της ΕΛΒΟ ή με την πρόταση της EODH για την αναβάθμιση των ΤΟΜΠ Λεωνίδας στο επίπεδο Λεωνίδας 300. Για το ρόλο αυτό το ΜΚ 30-1 έχει κάποια μειονεκτήματα. Καταρχήν ο κάλυκας από αλουμίνιο που χρησιμοποιούν τα πυρομαχικά του μπορεί να έχει μεγάλη αντοχή στη διάβρωση, αλλά ο χαλύβδινος των πυρομαχικών του ΜΚ 30-2 αντέχει υψηλότερες πιέσεις. Επίσης, για ένα αντιαεροπορικό όπλο είναι επιθυμητός ένας βαθμός διασποράς των βολίδων, που δεν ισχύει όμως για τον οπλισμό ενός ΤΟΜΑ, όπου απαιτείται μεγαλύτερη ακρίβεια. Με μια απλή σύγκριση του -1 με το -2, ιδίως στην έκδοση ΑΒΜ (Air-Burst Munitions, βασισμένη σε τεχνολογία AHEAD), διαπιστώνεται ότι το δεύτερο διαθέτει βαρύτερη, διαφορετικού προφίλ κάννη. Το ζήτημα της διασποράς ενδεχομένως να μπορεί να επιλυθεί με χρήση εξωτερικού στηρίγματος για τον περιορισμό της ταλάντωσης της κάννης κατά τη βολή. Τρίτον, όλα τα σύγχρονα τεθωρακισμένα διαθέτουν πυροβόλα με σύστημα διπλής τροφοδοσίας, επιτρέποντας την κατά βούληση εναλλαγή μεταξύ εκρηκτικών και διατρητικών θώρακα βλημάτων. Τέτοιο σύστημα διέθετε και το Κένταυρος. Τα ΜΚ 30-1 του Άρτεμις-30 διαθέτουν μονή τροφοδοσία, οπότε αν τυχόν προτιμηθεί η χρήση των πυροβόλων για τον οπλισμό τεθωρακισμένων οχημάτων, θα πρέπει οπωσδήποτε να γίνει προμήθεια και συστημάτων διπλής τροφοδοσίας.
Mauser Model F (MK 30-1) ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ | |
Διαμέτρημα | 30×173 χιλιοστά |
Μήκος | 3,35 μέτρα |
Βάρος | 154 κιλά |
Μέθοδος λειτουργίας | Δια των αερίων |
Τροφοδοσία πυρομαχικών | Ταινία |
Ταχυβολία | 720-850 β.α.λ. |
Ταχύτητα εξόδου βλήματος | 1.300 μ/δ |
ΑΡΤΕΜΙΣ-30ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ | |
Οπλισμός | 2xΜΚ 30-1 |
Βάρος | 7.400 κιλά, με πυρομαχικά (διάταξη πορείας*) |
Μήκος | 7,95 μ. (διάταξη πορείας*) |
Πλάτος | 2,375 μ. (διάταξη πορείας*) |
Ύψος | 2,25 μ. (διάταξη πορείας*) |
Ταχυβολία (μέγιστη) | 1.700 (2×850) β.α.λ, |
Πλήρωμα | 1 (επί του πυροβόλου) |
Φόρτος πυρομαχικών | 250 έτοιμα προς βολή (ανά πυροβόλο), συνολικά 500 |
Σύστημα ελέγχου πυρός | Οπτικό με πρόβλεψη για σύνδεση με ραντάρ ελέγχου πυρός |
Περιστροφή | 360ο |
Ταχύτητα περιστροφής | 115ο/δ |
Ταχύτητα ανύψωσης | 85ο/δ |
Ανύψωση πυροβόλων | -5/+85ο |
Δραστικό βεληνεκές | 3.500 μ. (8.400 μ. μέγιστο) |
* Όταν ταχθεί σε θέση βολής, αφαιρείται ένας άξονας με το Η/Ζ, εκτείνονται πλευρικά σκέλη σταθεροποίησης και χαμηλώνει ο κιλλίβαντας ώστε τα πέλματα σταθεροποίησης να έλθουν σε επαφή με το έδαφος. |
Κατευθυνόμενα βλήματα αέρος-αέρος ΑΙΜ-9 Sidewinder (ΠΑ)
Η αξιοποίηση κατευθυνόμενων βλημάτων αέρος-αέρος υπέρυθρης καθοδήγησης για άλλες αποστολές, κυρίως ως βλήματα εδάφους-αέρος ή επιφανείας-αέρος (αντιαεροπορικά) αποτελεί μια σχετικά διαδεδομένη διεθνώς πρακτική, με πιο γνωστά τα ΜΙΜ-72 Chaparral & RIM-72 Sea Chaparral (ΗΠΑ) και Rafael SPYDER (Ισραήλ). Παράλληλα, υπάρχουν και άλλα παρόμοια συστήματα που δημιουργήθηκαν είτε ως λύσεις ανάγκης είτε απλά επειδή ήδη υπήρχε διαθέσιμο απόθεμα βλημάτων και η χρήση τους σε συστήματα αεράμυνας είχε νόημα και από άποψης οικονομιών κλίμακας. Τέτοιες περιπτώσεις περιλαμβάνουν την πιστοποίηση βλημάτων σε υφιστάμενα συστήματα, π.χ. στην Κούβα (R-3 & R-13/AA-2 Atoll σε 9K-31 Strela-1, R-13 και R-60/AA-8 Aphid σε A/K σύστημα Strela-10), ή ανάπτυξη νέων, όπως στην Κίνα (DK-9C), στη Βραζιλία (Mectron MAA-1 Piranha), στο Ιράν (Arzarakhsh στο σύστημα Haj Qassem, βλ. και ανωτέρω υπό Μ61Α1 Vulcan), και στη Σερβία (διάφορα συστήματα με την ονομασία Pracka [σφενδόνα] με βλήματα R-13, R-60 και R-73, συχνά με πρόσθετους απορριπτόμενους πυραυλοκινητήρες επιτάχυνσης, καθώς και το PASARS-16 Terminator με βλήματα RLN-1C και RLN-1C/170, βλ. και ΕΑ&Τ 133, σελ. 77). Στην Ελλάδα είχε κάποτε γίνει, δυστυχώς χωρίς ανταπόκριση από τους αρμοδίους, προσπάθεια για δημιουργία παρόμοιου συστήματος, συγκεκριμένα του Aris με τέσσερα βλήματα ΑΙΜ-9 Sidewinder, προϊόν συνεργασίας της ΕΠΤΑΕ με τη γερμανική KUKA. Σήμερα, με την πρόοδο που έχει έκτοτε σημειώσει η τεχνολογία στους τομείς των ηλεκτρονικών και των ηλεκτροοπτικών, η ανάπτυξη παρόμοιου συστήματος δεν αναμένεται να παρουσιάσει ιδιαίτερες τεχνικές δυσκολίες.
Επίσης, αξίζει να αναφερθεί και η έκδοση του ΑΙΜ-9 Sidewinder που ανέπτυξε η γερμανική Diehl Defense και παρουσίασε για πρώτη φορά στα πλαίσια της έκθεσης Eurosatory 2014. Πρόκειται για το πρόγραμμα LaGS (Laser Guided Sidewinder), που, κατά τον κατασκευαστή, προορίζεται κυρίως ως σύστημα για προσβολή στόχων εδάφους. Ουσιαστικά πρόκειται για τροποποίηση του ΑΙΜ-9L με αφαίρεση του ερευνητή υπερύθρων και της μονάδας επεξεργασίας δεδομένων και την αντικατάστασή τους από κεφαλή αναζήτησης δέσμης λέιζερ, καθιστώντας το βλήμα με ημιενεργό καθοδήγηση λέιζερ (SALH/Semi-Active Laser Homing). Στα μέσα Απριλίου του 2021 πραγματοποιήθηκαν στη Σκανδιναβία επιτυχείς βολές του LaGS από μαχητικό JAS-39 Gripen κατά σταθερών και κινούμενων στόχων εδάφους. Αν και η Diehl δεν αναφέρει τίποτα σχετικό, λογικά, και εάν η γωνιακή ταχύτητα κίνησης του ερευνητή είναι επαρκής, το βλήμα θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί και κατά εναέριων στόχων, π.χ. μη επανδρωμένων αεροχημάτων, ή και ως καθαρά αντιαεροπορικό από επίγειους εκτοξευτές, αν φυσικά υπάρχει και ο κατάλληλος καταδείκτης που να επιτρέπει εμπλοκή ταχέων και ελισσόμενων στόχων.
Σημειωτέον βλήματα σχεδιασμένα για εκτόξευση από αεροσκάφη δεν θα έχουν τις ίδιες επιδόσεις όταν εκτοξεύονται από συστήματα εδάφους ή επιφανείας, καθώς απλούστατα δεν θα έχουν την αρχική ταχύτητα του φορέα εκτόξευσης, οπότε θα καταναλώνουν περισσότερο καύσιμο για να φτάσουν στη μέγιστη ταχύτητά τους, με συνέπεια την ελάττωση του βεληνεκούς. Για τη μερική έστω επίλυση του ζητήματος υιοθετήθηκαν διάφορες λύσεις, όπως μείωση της οπισθέλκουσας (ΜΙΜ-72), πυραυλοκινητήρες επιτάχυνσης (Pracka) ή νέοι πυραυλοκινητήρες (RLN-1C και RLN-1C/170).
Και βέβαια, όλα όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα δεν έχουν κανένα νόημα αν απλά δεν υφίσταται επαρκές απόθεμα βλημάτων και για τον εξοπλισμό των μαχητικών της ΠΑ και για άλλους ρόλους. Η χρήση βλημάτων παλαιότερων εκδόσεων πρέπει να αποκλεισθεί λόγω λήξης του ορίου ζωής των πυραυλοκινητήρων τους, μετά την πάροδο του οποίου δεν είναι εγγυημένη η ομαλή λειτουργία τους. Η επαναπιστοποίησή τους είναι μια δαπανηρή διαδικασία, και για το λόγο αυτό η ΠΑ κατά καιρούς εκποιεί βλήματα της οικογένειας ΑΙΜ-9 – και αποφάσισε να αποσύρει και τα R-550 Magic-2 – έχοντας κρίνει ασύμφορη τη διατήρησή τους σε υπηρεσία.
Πυροβόλα αρμάτων L7 & M68 (ΕΣ)
Τα τελευταία χρόνια ο ΕΣ έχει αποσύρει μεγάλο αριθμό αρμάτων που φέρουν το εξαιρετικό και ακόμα επαρκών επιδόσεων βρετανικής σχεδίασης πυροβόλο L7 των 105 χιλιοστών ή την αμερικανικής κατασκευής έκδοσή του, το Μ68. Πρόκειται φυσικά για άρματα Leopard 1GR, Leopard 1V, Μ48Α5 και Μ60Α1 RISE/Passive. Στο ερώτημα σχετικά με το πώς μπορεί να αξιοποιηθεί το απόθεμα των πυροβόλων τους, πέραν της προφανούς επιλογής ως πηγή ανταλλακτικών για τα παραμένοντα σε υπηρεσία, η απάντηση είναι κάθε άλλο παρά απλή. Αξίζει να τονισθεί ότι η χρήση κατευθυνόμενων βλημάτων όπως το LAHAT σε συνδυασμό με την ποικιλία πυρομαχικών του L7/Μ68 θα το καθιστούσε ένα ιδιαίτερα αξιόλογο και χρήσιμο σύστημα πυροβολικού.
Μια πρώτη πιθανή επιλογή θα ήταν η χρήση των πυροβόλων για τη δημιουργία ρυμουλκούμενων ή και σχετικά απλών αυτοκινούμενων συστημάτων. Η σχετική διαδικασία όμως είναι πολύ πολυπλοκότερη απ’ όσο αρχικά φαίνεται. Ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι ακριβώς η φύση του πυροβόλου ως οπλισμού άρματος μάχης. Ο διαθέσιμος χώρος στον πύργο ενός άρματος είναι αναγκαστικά περιορισμένος, καθώς εντός αυτού συνυπάρχουν η όλη εγκατάσταση που περιλαμβάνει το πυροβόλο με το συζυγές του πολυβόλο, το σύστημα ελέγχου πυρός, τα συστήματα επικοινωνίας, πυρομαχικά, και φυσικά τρία μέλη του πληρώματος με μέρος από τα ατομικά τους υλικά. Ως εκ τούτου, το σύστημα οπισθοδρόμησης επιτρέπει περιορισμένη κίνηση του πυροβόλου, με τις λοιπές δυνάμεις της ανάκρουσης να απορροφούνται από τη μάζα του όλου άρματος. Αντίθετα, ένα ρυμουλκούμενο πυροβόλο έχει ουσιαστικά απεριόριστο χώρο για να οπισθοδρομήσει, περιοριζόμενο μόνον από την ανάγκη να μη «βρίσκει» το κλείστρο στο έδαφος κατά τη βολή με τη μέγιστη γωνία ανύψωσης, και η διαδρομή για την κίνηση αυτή είναι μακρύτερη, συμβάλλοντας στην σταθερότητα του συστήματος, καθώς ο κιλλίβαντας μπορεί να απορροφήσει και να μεταφέρει, μέσω των πτύων σταθεροποίησης στα σκέλη, μικρότερο μέρος των παραγόμενων κατά τη βολή δυνάμεων στο έδαφος, ενώ υπολογίσιμη είναι και η συμβολή χαλινωτηρίου στομίου.
Αν υποτεθεί ότι πυροβόλα L7/Μ68 πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως ρυμουλκούμενα αντιαρματικά/πεδινά πυροβόλα, τότε το πρώτο ζήτημα είναι η επιλογή κατάλληλου κιλλίβαντα. Εκ των ενόντων μόνον αυτός των οβιδοβόλων Μ114 είναι κατάλληλος – ο κανόνας είναι ότι αν οποιοδήποτε πυροβόλο μεγάλης αρχικής ταχύτητας πρόκειται να τοποθετηθεί σε κιλλίβαντα οβιδοβόλου, τότε ο τελευταίος θα πρέπει να προέρχεται από σύστημα μεγαλύτερου διαμετρήματος από αυτό του εν λόγω πυροβόλου, ακριβώς για να αντέχει χωρίς κίνδυνο δομικής αστοχίας τις παραγόμενες κατά τη βολή δυνάμεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το αμερικανικό Μ5 των 3 ιντσών (76,2 χιλιοστών) του Β΄Π.Π., που αποτελούσε συνδυασμό του κλείστρου και κάννης του αντιαεροπορικού Τ9 με σύστημα οπισθοδρόμησης και τροποποιημένο κιλλίβαντα του οβιδοβόλου Μ1 (μετέπειτα Μ101) των 105 χιλιοστών. Αν πρόκειται να κατασκευαστεί εξ αρχής ειδικός κιλλίβαντας, τότε η μορφή του πρέπει να αποτελέσει θέμα ειδικής μελέτης, καθώς θα πρέπει να συνδυάζει χαμηλό προφίλ, το μικρότερο κατά το δυνατόν βάρος, αλλά και επαρκή ευστάθεια. Σχετική έμπνευση θα μπορούσε να αντληθεί από τα σοβιετικής προέλευσης πυροβόλα Μ-1944 (BS-3) των 100 χιλιοστών της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου, ή από μεταγενέστερα πυροβόλα όπως το σοβιετικό Τ-12/ΜΤ-12 (100 χιλιοστών, ίσως το ελαφρύτερο της κατηγορίας του αλλά με έντονη αναπήδηση κατά τη βολή), το πειραματικό σοβιετικό D-60 (100 χιλιοστών), το γιουγκοσλαβικό Μ-87 Topaz (100 χιλιοστών με σωλήνα από το Τ-12), το σερβικό Μ-91 Monas (100 χιλιοστών με σωλήνα από το Τ-12) και το σοβιετικό 2A45 Sprut-A/B (125 χιλιοστών), τα 4 τελευταία με κιλλίβαντα 3 σκελών βασισμένο στη σχεδίαση του πασίγνωστου οβιδοβόλου D-30 των 122 χιλιοστών.
Σχετικά εύκολη είναι επίσης και η ανάπτυξη αυτοκινούμενου συστήματος με L7/Μ68 ως τον κύριο οπλισμό του. Ως φορέας μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε όχημα, τροχοφόρο ή ερπυστριοφόρο, υπό την προϋπόθεση να είναι κατάλληλο από άποψης ωφέλιμου φορτίου και διαθέσιμου χώρου.
Μερικά παραδείγματα:
Κατά τη δεκαετία του ’80, «έτρεξαν» δυο εργοστασιακά προγράμματα ανάπτυξης ρυμουλκούμενου αντιαρματικού συστήματος με βάση πυροβόλα αρμάτων, αμφότερα ανήκοντα στην ίδια κατηγορία βάρους και επιδόσεων. Πρώτα εμφανίσθηκε το ATG N-105 της αυστριακής NORICUM. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα πυροβόλο L7 επί νέας σχεδίασης κιλλίβαντα με διαιρούμενα σκέλη και μεγαλύτερη διαδρομή οπισθοδρόμησης. Ο κιλλίβαντας διαθέτει κεκαμμένα σκέλη, θυμίζοντας έντονα τα βρετανικά βαρέα αντιαρματικά πυροβόλα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (το περίφημο 17 λιβρών και το πειραματικό 32 λιβρών), ενώ οι τροχοί ανυψώνονται κατά την τάξη σε θέση βολής, χαμηλώνοντας το προφίλ του συστήματος και βελτιώνοντας την ευστάθειά του, καθώς πλέον το πυροβόλο στηρίζεται στα πτύα σταθεροποίησης και σε ειδικό στήριγμα κάτω από τη βάση του λίκνου και της άρθρωσης των σκελών, περίπου όπως ορισμένα αμερικανικά συστήματα της δεκαετίας του ‘40. Πιο εξεζητημένο ήταν το 100 PSTK της φινλανδικής Tampella (πλέον Patria Vammas), η σχεδίαση του οποίου ξεκίνησε το Μάιο του 1987. Η ίδια η Tampella ανέλαβε τη σχεδίαση του πυροβόλου, χρησιμοποιώντας το σοβιετικό D-10T των 100 χιλιοστών που εξόπλιζε τα άρματα Τ-54/55, ενώ ανέθεσε στη SISU τη σχεδίαση του κιλλίβαντα. Ο τελευταίος διέθετε και βοηθητική μονάδα ισχύος που επέτρεπε την αυτόνομη μετακίνηση του συστήματος για μικρές αποστάσεις και με χαμηλή ταχύτητα. Και αυτό χαμήλωνε σε θέση βολής για καλύτερη απόκρυψη και ευστάθεια. Τα τεχνικά προβλήματα που ανέκυψαν κατά τις δοκιμές το 1990 ήταν αρκετά σοβαρά και σε συνδυασμό με επανεκτίμηση της αναγκαιότητας του προγράμματος, ιδίως σε ό,τι αφορούσε την επιβιωσιμότητα των Ρ/Κ Α/Τ πυροβόλων, οδήγησαν στην ακύρωση του όλου προγράμματος. Δεν παύει ωστόσο να είναι ενδιαφέρον από τεχνικής απόψεως.
NORICUM ATG N-105 | Tampella 100 PSTK | |
Διαμέτρημα | 105 x 617 mm R | 100 x 695 mm R |
Μήκος | 9,50/7,20 μ. (μάχης/πορείας) | 10,50/6,80 μ. (μάχης/πορείας) |
Ύψος | δεν αναφέρεται | ~1,40-1,75 μ. (μάχης/πορείας) |
Πλάτος | 4,90/2,50 μ. (μάχης/πορείας) | 2,40 μ. (πορείας) |
Βάρος | 3.600 κιλά | <4.000 κιλά |
Ομοχειρία | 6 | 1+7 |
Ανύψωση | δεν αναφέρεται | -10/+20 μοίρες |
Περιστροφή κατ’ αζιμούθιο | δεν αναφέρεται | +/- 30 μοίρες |
Ρυθμός βολής (μέγιστος/συνεχόμενος) | 6-10 β.α.λ. | 6 β.α.λ. |
Αρχική ταχύτητα βλήματος | ~1.400-1.550 μ/δ (APFSDS) | 1.450 μ/δ |
Βεληνεκές (άμεση βολή) | 2.000 μ. (APFSDS) | 2.000 μ. (APFSDS) |
Οι διαθέσιμες πηγές δεν αναφέρουν τα σκοπευτικά όργανα του ATG N-105. Το 100 PSTK διέθετε κινητήρα Rotax 635 (28KW/38 ίππων) που επέτρεπε κίνηση με ταχύτητα 20 χαω. Μπορούσε να ρυμουλκηθεί από κατάλληλο ελκυστήρα με ταχύτητα έως 80 χαω. Διέθετε επίσης σκοπευτικά ημέρας/νύκτας. Είχε δε εδαφική ανοχή από 0 (μάχης) έως 0,35 (πορείας) μέτρων. Το βεληνεκές για έμμεση βολή είναι της τάξης των 15 χιλιομέτρων περίπου, δεδομένης της ανύψωσης που επιτρέπει ο κιλλίβαντας ενός συνήθους αντιαρματικού πυροβόλου. Με μεγαλύτερη ανύψωση και ειδικά πυρομαχικά, το βεληνεκές μπορεί να ανέλθει στα 25 έως και 32 με προοπτική αύξησης στα 36 χιλιόμετρα – όπως στο οβιδοβόλο G7 που αναπτύσσει η νοτιοαφρικανική Denel Land Systems. |
Η μεγάλη αύξηση του βάρους των υψηλών επιδόσεων αντιαρματικών πυροβόλων οδήγησε, αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε προσπάθειες ανάπτυξης ελαφρών αυτοκινούμενων συστημάτων για χρήση από αερομεταφερόμενες κυρίως δυνάμεις, που δεν μπορούσαν να έχουν τους συνήθεις τότε κυνηγούς αρμάτων, που λόγω όγκου και βάρους ήταν ακατάλληλοι για αερομεταφορά και ρίψη με αλεξίπτωτα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το αμερικανικό ερπυστριοφόρο Μ56 Scorpion (με πυροβόλο 90 χιλιοστών) και το σοβιετικό πειραματικό τροχοφόρο KSP-T-12 (με πυροβόλο Τ-12 100 χιλιοστών). Ειδικά το τελευταίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς συνδυάζει μικρές γενικά διαστάσεις με αξιοπρεπείς επιδόσεις εκτός δρόμου. Ουσιαστικά επρόκειτο για ειδικής κατασκευής όχημα παντοδαπού εδάφους που έφερε δυο θέσεις προσωπικού, το πυροβόλο με ελάχιστα βλήματα και αναδιπλούμενα σκέλη σταθεροποίησης – τα υπόλοιπα μέλη της ομοχειρίας και τα πυρομαχικά θα φέρονταν επί άλλου οχήματος. Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να κατασκευαστεί και στην Ελλάδα με χρήση μηχανικών μερών από μηχανήματα έργων του εμπορίου και πυροβόλο L7/Μ68, θα ήταν δε ιδανικό για χρήση από ελαφρές και αεροκίνητες μονάδες, από μονάδες της ΑΣΔΕΝ αλλά και από Μ/Π και Μ/Κ σχηματισμούς.
Επίσης, πολλοί στρατοί, του ΕΣ συμπεριλαμβανομένου, αξιοποιούσαν ολόκληρους πύργους αρμάτων μάχης, ή και ολόκληρα τεθωρακισμένα οχήματα χωρίς όμως κινητήρες, ως σταθερά πυροβολεία ενσωματωμένα σε οχυρές θέσεις, που όμως η εξέλιξη της τεχνολογίας κατευθυνόμενων βλημάτων κατέστησε λίαν ευάλωτα και ξεπερασμένα. Εντούτοις, η ιδέα της αξιοποίησης πύργων από αποσυρθέντα άρματα μάχης ως κινητών πυροβολείων δεν είναι νέα, αλλά ούτε έχει τύχει και της δέουσας διάδοσης. Αν εξαιρέσουμε κάποια πειραματικά σοβιετικά συστήματα εποχής του Β΄Π.Π., πρωτοπόρος στον τομέα αυτό ήταν η Σουηδία, με τοποθέτηση πύργων αρμάτων σε ειδικά ρυμουλκούμενα (Tornsläpkärra med Värntorn), ενώ πιο πρόσφατα, στο Ιράκ κυρίως αλλά και στη Συρία, εμφανίσθηκαν παρόμοιες κατασκευές με χρήση πύργων αρμάτων επί τρέιλερ ή και επί βαρέων φορτηγών (από άρματα Τ-55 ή Type 59/69 ή Τ-62). Οι ιδιοκατασκευές αυτές έγιναν είτε από τους τρομοκράτες του Ισλαμικού Κράτους και άλλους τζιχαντιστές είτε από τις πολιτοφυλακές που συγκροτήθηκαν για την αντιμετώπισή τους. Στη δική μας περίπτωση πιο κατάλληλοι για τέτοιες εφαρμογές θεωρούνται οι πύργοι αρμάτων Leopard 1GR/V που είναι και ελαφρύτεροι και χαμηλότερου προφίλ από αυτούς των αρμάτων της οικογένειας Patton, χωρίς να σημαίνει ότι η χρήση και των τελευταίων πρέπει εξ αρχής να αποκλεισθεί.
Οι πρόσφατες πολεμικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή (συγκεκριμένα Ιράκ και Συρία) οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στην ανάπτυξη εκ των ενόντων και απλών αυτοκινούμενων συστημάτων αποτελούμενων από φορτηγά οχήματα που φέρουν πυροβόλα αρμάτων (π.χ. φορτηγά Ural 4320 ή KAMAZ με πυροβόλα U-5TS των 115 χιλιοστών από άρματα Τ-62) επί απλών ή και πιο εξεζητημένων, αλλά πάντα πρόχειρων, βάσεων και χρησιμοποιούνται για παροχή άμεσων ή έμμεσων πυρών υποστήριξης. Αν ένα απλό συνοικιακό συνεργείο μπορεί να πραγματοποιήσει μια τέτοια σύλληψη, εύκολα φαντάζεται κανείς το τί μπορεί να κάνει ένα εργοστάσιο βάσης με πυροβόλα L7/Μ68 και κατάλληλα οχήματα.
Μια ματιά στο εγγύς μέλλον: Εκτοξευτής Mk 29 για Α/Α Κ/Β RIM-7Ρ Sea Sparrow (ΠΝ)
Η έναρξη της ναυπήγησης των φρεγατών Belh@rra που παραγγέλθηκαν από τη Γαλλία σήμανε την έναρξη της αντίστροφης μέτρησης και για την απόσυρση και των υπόλοιπων μη αναβαθμισμένων φρεγατών τύπου S (Kortenaer), μετά και τον παροπλισμό της Φ/Γ Μπουμπουλίνα. Αποτελεί πάγια πρακτική του ΠΝ η αφαίρεση μέρους του οπλισμού παροπλισμένων πλοίων για χρήση τους σε άλλα. Το βέβαιο είναι ότι από τις S θα συνεχίσουν να αξιοποιούνται τα πυροβόλα OTO Melara και Phalanx, τα Κ/Β Harpoon, οι Α/Υ τορπιλοσωλήνες και σχεδόν σίγουρα και τα συστήματα εξαπόλυσης αναλωσίμων αντιμέτρων. Ωστόσο, ακόμα ένα μέρος του οπλισμού των φρεγατών αυτών, που δεν έχει θέση σε νέες σχεδιάσεις, θα μπορούσε να λάβει παράταση του βίου του αντί να ακολουθήσει τη μοίρα των σκαφών που το φέρουν είτε στο διαλυτήριο είτε ως στόχοι σε ασκήσεις βολής, όπως συνέβη, ειρήσθω εν παρόδω, με τους οκταπλούς εκτοξευτές Α/Υ βλημάτων ASROC που έφεραν ορισμένα αντιτορπιλικά και οι φρεγάτες τύπου Knox. Το σύστημα αυτό δεν είναι άλλο από τον Mk 29, δηλαδή τον οκταπλό εκτοξευτή κατευθυνόμενων βλημάτων επιφανείας-αέρος RIM-7Ρ NSSM (NATO Sea Sparrow Missile) που όλες οι φρεγάτες του τύπου φέρουν όπισθεν του πρωραίου πυροβόλου και έμπροσθεν της γέφυρας, καθώς και συναφής εξοπλισμός.
Λόγω της φύσης και της διαμόρφωσής του, ο Mk 29 δεν μπορεί εύκολα να τοποθετηθεί σε άλλα πλοία, π.χ. ΠΓΥ, αρματαγωγά, και άλλα, οπότε θα πρέπει να εξετασθεί το ενδεχόμενο να συνεχίσει να αξιοποιείται στην ξηρά, κατά τρόπο αντίστοιχο αυτόν των εκτοξευτών Κ/Β RIM-7M Sparrow του συστήματος ΒΕΛΟΣ της ΠΑ και με αυτόν τον τρόπο να ενισχυθεί η προστασία εγκαταστάσεων του Πολεμικού Ναυτικού. Το «νέο» σύστημα αεράμυνας, που δυνητικά θα προκύψει τοιουτοτρόπως, θα μπορούσε να είναι στατικό επί βάσεων από οπλισμένο σκυρόδεμα, κινητό επί ρυμουλκούμενων ή ακόμη και αυτοκινούμενο, φερόμενο επί κατάλληλων φορτηγών οχημάτων.
Τα συστατικά του μέρη θα είναι οι εκτοξευτές Mk 29, τα ραντάρ ιχνηλάτησης και καταύγασης στόχων STIR 1.8, κέντρα ελέγχου (εντός οχυρής θέσης ή κλωβού) και ενδεχομένως και τα συστήματα επαναγέμισης των εκτοξευτών, πάντα όμως με τις απαραίτητες διατάξεις παροχής ηλεκτρικής ισχύος (καλωδιώσεις, ηλεκτροπαραγωγά ζεύγη, κλπ). Δεδομένου μάλιστα ότι σε κάθε εκτοξευτή θα αντιστοιχεί και ένα STIR, το σύστημα θα υπερέχει ελαφρά του ΒΕΛΟΣ, το οποίο διαθέτει ένα ραντάρ Skyguard ανά δυο εκτοξευτές, στη δυνατότητα ταυτόχρονης εμπλοκής πολλαπλών στόχων. Οι θέσεις ελέγχου και οι οθόνες τους μπορούν κάλλιστα να προέλθουν από τα κέντρα πληροφοριών μάχης (ΚΠΜ) των ίδιων πλοίων από τα οποία θα αφαιρεθούν όλα τα προαναφερθέντα, ενώ θα πρέπει να προβλεφθεί και σύστημα διασύνδεσης με το διακλαδικό δίκτυο αεράμυνας. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι θα ήταν καλό να εξετασθεί και το ενδεχόμενο χρήσης και των ραντάρ έρευνας αέρος μεγάλης εμβέλειας LW08 της Thales που φέρουν οι φρεγάτες τύπου S, ως μέσο ενίσχυσης και επέκτασης του υφιστάμενου δικτύου ραντάρ των ΕΔ.
Συμπερασματικά
Από τα παραπάνω καθίσταται προφανές ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις κατέχουν ένα σημαντικό απόθεμα οπλικών συστημάτων, που υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «θησαυρός». Για την καλύτερη δε αξιοποίησή του, προτείνεται η σύσταση μιας μικρής αλλά διακλαδικής υπηρεσίας στο ΓΕΕΘΑ επιφορτισμένης με την παρακολούθηση, εμπλουτισμό και διάθεση του αποθέματος αυτού, με όλα τα σχετικά έγγραφα, οδηγίες, τεχνικά εγχειρίδια, κλπ, επ’ ωφελεία και των τριών Κλάδων των ΕΔ. Σε συνδυασμό με τον εξορθολογισμό, ενθάρρυνση και επισημοποίηση στο ανώτερο δυνατό επίπεδο της εκ των ενόντων δημιουργίας νέων οπλικών συστημάτων, μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να συμβάλει και στην εξοικονόμηση πόρων και στην ενίσχυση της μαχητικής ικανότητας των ΕΔ.