Εισαγωγή
Η τουρκική απειλή κατά της Θράκης απαιτεί τη υιοθέτηση νέων μεθόδων και οργανωτικών δομών για την αντιμετώπιση της. Μια ενδιαφέρουσα ιδέα αποτελεί η πρόταση δημιουργίας συνταγμάτων προκαλύψεως που επιχειρεί να δώσει λύση στο θέμα της εδαφικής άμυνας στην παρέμβρια περιοχή. Η βασική ιδέα εστιάζεται στον συνδυασμό της αρχής της στατικής άμυνας με αυτήν της κινητής άμυνας και σαφή διαχωρισμό των μονάδων που θα κληθούν να τις υλοποιήσουν.Στο παρόν άρθρο θα μελετηθεί η σκοπιμότητα συστάσεως παρόμοιων συγκροτημάτων καθώς και οι προτεινόμενες μεταβολές σε οργανωτικό επίπεδο μαζί με κάποιες κρίσιμες προσθήκες σε εξοπλισμό και μέσα.
Λίγα λόγια περί στατικής και κινητής άμυνας
Στην στρατιωτική τέχνη και επιστήμη υπάρχουν δύο βασικές μορφές άμυνας.Η στατική άμυνα, καλούμενη αλλιώς και άμυνα περιοχής και η κινητή άμυνα. Προτεραιότητα της πρώτης είναι η διατήρηση και η κατοχή εδάφους. Αντιθέτως για τη δεύτερη, την κινητή άμυνα, η διατήρηση εδάφους έχει δευτερεύουσα σημασία και τόση όσο εξυπηρετείται η βασική αποστολή που δεν είναι άλλη από την καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων με έμφαση στις μονάδες ελιγμού. Η άμυνα περιοχής αποτελεί ουσιαστικά μονόδρομο για κάποιον που αμύνεται επί πατρίου εδάφους και δεν μπορεί να αποδεχθεί την απώλεια του έναντι καμιάς στρατιωτικής σκοπιμότητας. Αντιθέτως για κάποιον που δεν αντιμετωπίζει παρόμοιες δεσμεύσεις η επιλογή κινητής άμυνας αποτελεί προσφορότερη επιλογή καθώς έτσι είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί αντίπαλος αριθμητικά ισχυρότερος.Πρέπει να λεχθεί πως οι παραπάνω χονδρικά παρουσιαζόμενες μορφές άμυνας δεν είναι απόλυτες, ούτε ασύμβατες μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα υπάρχουν αρκετές “ενδιάμεσες” μορφές άμυνας ανάλογα με τις γενικότερες συνθήκες, την αναλογία φίλιων προς εχθρικές δυνάμεις, τη φύση του εδάφους, τον χρόνο που έχουν στη διάθεση τους οι φίλιες δυνάμεις προκειμένου να προετοιμάσουν την άμυνα τους κ.α. Γενικά το θέμα επιλογής της κατάλληλης μορφής άμυνας είναι σύνθετο και πολύπλοκο και η όποια απόφαση δεν μπορεί να βασίζεται σε αμιγώς στρατιωτικά κριτήρια. Παρόμοια προβλήματα αντιμετώπιζε και το ΝΑΤΟ στο μέτωπο της Κεντρικής Ευρώπης την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Η καταθλιπτική αριθμητική υπεροχή των δυνάμεων του ΣτΒ ωθούσε τους ΝΑΤΟϊκούς επιτελείς στην αναζήτηση στρατηγικών και τακτικών εξισορρόπησης του που ποίκιλλαν ανάλογα με την ταυτότητα του Συμμαχικού οργανισμού. Οι Δυτικογερμανοί, που αμύνοταν στο έδαφος τους ,είχαν επιλέξει την άμυνα περιοχής. Αντιθέτως οι Αμερικάνοι, που δεν κόπτοταν ιδιαίτερα για την διατήρηση εδάφους είχαν επιλέξει μια λύση πλησιέστερα στην μορφή της κινητής άμυνας. Τελικά επήλθε από ένα σημείο και μετά ένας συγκερασμός των δύο αυτών φαινομενικά διαφορετικών και αντιδιαμετρικών μορφών άμυνας. Πολύ απλά, ούτε οι Γερμανοί ήταν τόσο άκαμπτοι στην ιδέα περί μη παραχώρησης εδάφους, ούτε και οι Αμερικάνοι ήταν πρόθυμοι να υποχωρήσουν πέραν ενός ορισμένου σημείου. Η λύση που υιοθετήθηκε αφορούσε την επιλογή διεξαγωγής κινητής άμυνας στα πλαίσια άμυνας περιοχής. Προβληματισμός υπήρξε σε ότι αφορά το βάθος που θα επιτρέποταν στον αντίπαλο να διεισδύσει στην φίλια αμυντική διάταξη ώστε να κατευθυνθεί σε χώρο και σε χρόνο όπου θα καταστρεφόταν από την εκδήλωση αντεπίθεσης στα πλευρά του(η επιτομή της κινητής άμυνας). Ο συνδυασμός των συνταγμάτων εδαφικής άμυνας με τους τεθωρακισμένους και μηχανοκίνητους σχηματισμούς της Bundeswehr αποτελεί το υπόδειγμα πάνω στο οποίο πρέπει να στηρίζεται η Ελληνική αντίληψη περί άμυνας και εξασφάλισης του Έβρου.
Μεταφορά στο μέτωπο του Έβρου
Το μέτωπο του Έβρου αποτελεί ένα σύνηθες παράδειγμα πεδίο αντιπαράθεσης δύο σχετικά ισοδύναμων στρατιωτικών σχηματισμών. Σε περίπτωση σύρραξης αναμένεται η διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων (υπερ)υψηλής έντασης όπου κυρίαρχο ρόλο θα διαδραματίσουν οι εκατέρωθεν τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες δυνάμεις των αντιπάλων. Οι δύο στρατιωτικοί μηχανισμοί βρίσκονται αντιμέτωποι στην ίδια περιοχή επί τρεις τουλάχιστον δεκαετίες και είναι βέβαιο πως όλοι οι πιθανοί τρόποι ενεργείας έχουν μελετηθεί και αξιολογηθεί σε βάθος από τα αντίστοιχα επιτελεία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει θέση για εκπλήξεις και για καινοτομίες.
Από Ελληνικής πλευράς το πρόβλημα άμυνας στον Έβρο προβάλλει εκ πρώτης όψεως δυσεπίλυτο. Η αριθμητική ισχύς του αντιπάλου επιτάσσει θεωρητικά, βάσει τη στρατιωτικής ορθοδοξίας, την διεξαγωγή κινητής άμυνας με στόχο την εξισσορόπηση της. Στην πράξη όμως, για λόγους που αναλύθηκαν παραπάνω, κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να συμβεί καθώς πρυτανεύει-ορθά-η αρχή διατήρησης εδάφους. Δεν είναι δυνατόν να εγκαταλειφθούν στον εχθρό π.χ η Ορεστιάδα, το Διδυμότειχο ή η Αλεξανδρούπολη προκειμένου να επιτευχθεί ο εφελκυσμός του σε χώρο και χρόνο όπου θα επιχειρηθεί να καταστραφεί με εκδήλωση αντεπίθεσης. Η Πολιτική Εθνικής Άμυνας στο σημείο αυτό είναι σαφής και μη επιδεχόμενης αμφισβήτησης. Ο εχθρός άμα την διέλευση του σε εθνικό έδαφος θα προσβληθεί με το σύνολο των υφιστάμενων μέσων σε μια προσπάθεια να αποτραπεί η σταθεροποίηση και η διεύρυνση πιθανών προγεφυρωμάτων του. Ο λόγος είναι πως, πέραν των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, με δεδομένη τη διεθνή παρέμβαση σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης υπάρχει το ενδεχόμενο αυτή να εκδηλωθεί σε στιγμή που θα επίκειται η ελληνική αντεπίθεση, με τον αντίπαλο να κατέχει ελληνικά εδάφη. Αυτό σε συνδυασμό με το μικρό στρατηγικό βάθος του Έβρου, ειδικά στο βόρειο τμήμα του, που δεν επιτρέπει στην ουσία την διεξαγωγή κινητής άμυνας, έχει ωθήσει το ελληνικό επιτελείο στην επιλογή διεξαγωγή άμυνας περιοχής.
Αυτό είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς αν παρατηρήσει προσεκτικά την ελληνική διάταξη μάχης στην περιοχή. Οι συνολικά 5 μηχανοκίνητες ταξιαρχίες πεζικού του Δ’ Σ.Σ είναι παρατεταγμένες γραμμικά επί της συνοριογραμμής, δίχως να έχουν πρακτικά τη δυνατότητα να ελιχθούν και να μεταφέρουν το κέντρο βάρος της ενέργειας τους σε μη αναμενόμενο σημείο. Αντιθέτως οι σχηματισμοί της 1ης Τουρκικής Στρατιάς είναι διατεταγμένες σε βάθος με τέτοιο τρόπο που να μην είναι εύκολο να εκτιμηθεί ποιο θα είναι το κέντρο βάρους της δικής τους ενέργειας. Ως εκ τούτου είναι εύκολο να υποτεθεί πως κύρια αποστολή των μηχανοκίνητων ταξιαρχιών είναι η άμυνα επί της ορισμένης Ζ.Ε τους και η διεξαγωγή περιορισμένων αντεπιθέσεων στα σημεία της εχθρικής διείσδυσης προς αποκατάσταση της συνοχής του πατρίου εδάφους.
Την κύρια δύναμη αντεπίθεσης του Δ’ Σ.Σ αποτελούν οι τρεις τεθωρακισμένες ταξιαρχίες, η ΧΧΙ στην Κομοτηνή, η ΧΧΙΙΙ στην Αλεξανδρούπολη και η ΧΧV στην Ξάνθη. Ο αριθμός ωστόσο των αρμάτων ανά ταξιαρχία είναι σχετικά μικρός (82 άρματα-2 επιλαρχίες των 41 αρμάτων) και αναμένεται να μειωθεί κάτω του αποδεκτού ορίου με την παρέλευση 1-2 ημερών εντατικού αγώνα. Αυτές οι δυνάμεις πρέπει να διαφυλαχθούν ει δυνατόν ως «κόρη οφθαλμού», προοριζόμενες να αποτελέσουν τη δύναμη εκείνη που θα προσδώσει μάζα και ισχύ πυρός σε πιθανή ελληνική αντεπίθεση στην Ανατολική Θράκη. Προκειμένου ωστόσο να μπορέσουν να εκτελέσουν την αποστολή τους απαιτείται να βοηθηθούν στην προσπάθεια τους από τις μηχανοκίνητες ταξιαρχίες ώστε η όποια αντεπίθεση να έχει πιθανότητες επιτυχίας. Ως εκ τούτου οι τελευταίες πρέπει να απαγκιστρωθούν όσο είναι δυνατόν από την ευθύνη διεξαγωγής εδαφικής άμυνας στη φάση της εχθρικής επίθεσης ώστε να διατηρήσουν τις δυνάμεις τους που θα τους επιτρέψει να μετέχουν με αξιώσεις στην αντεπιθετική ενέργεια.
Εδώ ακριβώς αναδύεται η ανάγκη για τον σχηματισμό ειδικών συγκροτημάτων που θα αναλάβουν το βάρος και την ευθύνη διεξαγωγής εδαφικής άμυνας. Την επιχειρησιακή αυτή ανάγκη έρχεται να καλύψει η δημιουργία συνταγμάτων προκαλύψεως τα οποία θα αναλάβουν τον ρόλο της απορρόφησης της εχθρικής επιθετικής κρούσης, της επιφοράς φθοράς στις επιτιθέμενες δυνάμεις, της διακρίβωσης του κέντρου βάρους της εχθρικής ενεργείας, της παροχής χρόνου στο ημέτερο επιτελείο να προετοιμάσει καλύτερα την άμυνα του και το κυριότερο της απαγκίστρωσης των μηχανοκίνητων ταξιαρχιών από το «πάρεργο» της στατικής άμυνας και την εστίαση τους στον αγώνα ελιγμών. Πρέπει να τονισθεί πως η παραπάνω ανάγκη αναγνωρίζεται και από το ΓΕΣ. Σε ένα από τα προηγούμενα σχέδια αναδιοργάνωσης του Ε.Σ προβλέποταν η δημιουργία τριών συνταγμάτων προκαλύψεως (δύο στον Βόρειο και ένα στον Νότιο Έβρο) που θα κάλυπταν την ανωτέρω ανάγκη. Τελικά το οξύ πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού ανέστειλε (προσωρινά;) τον σχετικό προγραμματισμό. Η επιχειρησιακή πάντως ανάγκη εξακολουθεί να υφίσταται και πρέπει να γίνει προσπάθεια να καλυφθεί. Τα συγκροτήματα αυτά θα αναλάβουν το δύσκολο ρόλο της διεξαγωγής άμυνας περιοχής σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης, απελευθερώνοντας σχετικά τους μηχανοκίνητους σχηματισμούς από παρόμοια καθήκοντα, γεγονός που θα επιτρέψει την επικέντρωση τους σε αγώνα ελιγμών. Στην ουσία εκείνο που προτείνεται είναι η επιλογή ενός είδους συνδυασμού εδαφικής και κινητής άμυνας,ανάλογα με το “προκεχωρημένο” των φιλίων δυνάμεων και με σαφή όρια όσον αφορά τον χώρο και το είδος των μονάδων που θα τις εκτελέσουν. Προτείνουμε λοιπόν(κάπως ασαφώς και με έναν γενικής φύσεως προσανατολισμό) τον διαχωρισμό των ελληνικών μονάδων σε “μονάδες κινητής άμυνας” και “μονάδες εδαφικής άμυνας”.
Οι πρώτες, αποτελούμενες από τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες μονάδες και σχηματισμούς, ταγμένες πίσω από τις δεύτερες, θα έχουν αποστολή την διεξαγωγή πολέμου ελιγμών σε άμυνα και επίθεση, αποτελώντας καταβάσην δυνάμεις αποκαταστάσεως της συνοχής του πατρίου εδάφους και διεξαγωγής αντεπιθέσεων σε τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
Οι δεύτερες, δρώντας επί της πρώτης γραμμής, θα έχουν σαν αποστολή την απορρόφηση της ορμής της εχθρικής επίθεσης, δίνωντας έτσι στις πρώτες την δυνατότητα , μη εμπλεκόμενες πρόωρα στον αγώνα στη φάση της εχθρικής επίθεσης, να διατηρήσουν δυνάμεις ώστε να αποτελέσουν αν όλα πάνε καλά κύρια δύναμη αντεπίθεσης κατά εχθρικών δυνάμεων και εχθρικού εδάφους.
Η οργάνωση των δεύτερων θα περιλαμβάνει τόσο πεζοπόρα τμήματα, με δυσανάλογα μεγάλη δύναμη πυρός (Α/Τ όπλα και όπλα υποστηρίξεως) δρώντας από οχυρωμένες και οργανωμένες θέσεις, όσο και ευκίνητα τμήματα από ελαφρά οχήματα με ικανότητα κίνησης επί παντοδαπούς εδάφους αναλόγως εξοπλισμένα. Το μοντέλο και το σχήμα της οχύρωσης και οργάνωσης του εδάφους δεν θα βασίζεται σε μια “γραμμικής φύσεως” οχύρωση, αλλά σε ένα μοντέλο “σπογγοειδούς” και “κυψελοειδούς” άμυνας σε βάθος, με τα οχυρωματικά έργα να αποτελούν τόσο μέσα εκπομπής πυρός όσα και-κυρίως-μέσα απόκρυψης, προστασίας ΚΑΙ ελιγμού (μέσω π.χ υπογείων σηράγγων και κεκαλυμένων θύρων εξόδου στην επιφάνεια) των αμυνομένων που θα έχει σε καθαρά τακτικό επίπεδο στόχο, τον εφελκυσμό του αντιπάλου σε ένα “Δίχτυ Καταστροφής” και την καταστροφή του με συνδυασμό συνδυασμένων και ολόπλευρων πυρών και τοπικών(με την εξαιρετικά στενή έννοια του όρου) αντεπιθέσεων. Αυτές οι μονάδες,δρώντας από κοινού με τις μονάδες και υπομονάδες εθνοφυλακής (που είναι δύναμη προβολής στατικής άμυνας), θα αποτελέσουν το έτερο μέλος της προτεινόμενης μορφής άμυνας συνδυαζόμενες με τις άλλες σε μία λογική “μίξης” δύο φαινομενικά ανταγωνιστικών ειδών άμυνας. Εκείνο που πρέπει να τονισθεί είναι πως η δημιουργία των συνταγμάτων προκαλύψεως δεν θα απαιτήσει τη δημιουργία νέων μονάδων. Αυτές υπάρχουν ήδη και δεν είναι άλλες από τα υφιστάμενα τάγματα προκαλύψεως. Εκείνο που τίθεται προς συζήτηση είναι το θέμα της διοικητικής τους υπαγωγής καθώς και κάποιες αλλαγές σε οργανωτικό επίπεδο μαζί με κάποιες προσθήκες σε οπλισμό και εξοπλισμό.
Δομή, οργάνωση, εξοπλισμός
Η εκτέλεση της αποστολής των συγκεκριμένων συγκροτημάτων απαιτεί ειδικά μέσα και οργάνωση, καθώς η φύση του αγώνα είναι ιδιαίτερης και πιο απαιτητικής μορφής σε σχέση με αυτήν μια τυπικής μονάδας πεζικού. Δίχως υπερβολή, οι μονάδες οι οποίες συγκροτούν τα υπό μελέτη συντάγματα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια ειδικοποιημένη δύναμη επίλεκτου πεζικού, προοριζόμενες, πέραν της εκτέλεσης των τυπικών καθηκόντων επιτήρησης και ελέγχου της μεθορίου, να εμπλακούν σε έναν ιδιότυπο αγώνα φθοράς με έντονα ωστόσο τα στοιχεία της κινητικότητας σε μικροτακτικό επίπεδο.
Αναλυτικότερα κάθε σύνταγμα προκαλύψεως θα αποτελείται από 3 τάγματα προκαλύψεως με δομή διαφοροποιημένη σε σχέση με τη σημερινή. Μεταβολές προτείνονται τόσο στη δομή, όσο και στον Π.Ο.Υ των μονάδων με τη δημιουργία ειδικοποιημένων υπομονάδων και τμημάτων που θα τα διαφοροποιούν από τις τυπικές μονάδες του Ε.Σ.
Πιο συγκεκριμένα προτείνεται η δημιουργία διμοιρίας κυνηγών αρμάτων σε κάθε τάγμα προκαλύψεως, ενταγμένη στον Λόχο Υποστήριξης Τάγματος (ΛΥΤ) και εφοδιασμένη με Α/Τ βλήματα και ελαφρά μέσα μεταφοράς. Τα τελευταία δύνανται να περιλαμβάνουν μοτοσυκλέτες και οχήματα ATV με τα οποία τα τμήματα των κυνηγών αρμάτων θα μετακινούνται με ταχύτητα και χαμηλό προφίλ και θα προσβάλουν αιφνιδιαστικά τεθωρακισμένους στόχους δρώντας στην ουσία σαν μια σύγχρονη δύναμη ελαφρού «ιππικού». Ο οπλισμός τους θα μπορούσε να αποτελείται από ελαφρά Α/Τ όπλα όπως Panzerfaust-3LR με τα οποία θα έπλητταν τους στόχους τους από σχετικά κοντινή απόσταση. Φυσικά ο εφοδιασμός του με όπλα μεγαλύτερης ισχύος και εμβέλειας όπως τα Javelin και NLAW θα ήταν επιθυμητός, ενώ οι τακτικές δράσης τους θα μπορούσαν να εμπλουτιστούν με τη χρήση πεζών περιπόλων ομάδων 4-6 ανδρών και τη δράση τους σε συνδυασμό με ένα ολοκληρωμένο σύστημα οχυρώσεων που θα τους επέτρεπε να καλύπτονται, να στήνουν βάσεις πυρός, να ενεδρεύουν και να μετακινούνται αφού θα έχουν πλήξει τους στόχους τους.
Η υιοθέτηση «έξυπνων» λύσεων όπως σύγχρονων Α/Τ ναρκών και ναρκών κατά προσωπικού, αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών (IEDs), αυτοσχέδιων «παγίδων αρμάτων» και άλλων φθηνών λύσεων επιβάλλεται για λόγους τόσο επιχειρησιακούς όσο και οικονομικούς. Λόγω της αποκεντρωμένης δράσης και λειτουργίας παρόμοιων τμημάτων, καλό θα ήταν αυτά να διαθέτουν δυσανάλογα ισχυρή Α/Α προστασία που θα αποτελείται από MANPADS της κατηγορίας του FIM-92 Stinger. Ενδιαφέρουσα προσθήκη στο οπλοστάσιο τους θα ήταν και τυφέκια ειδικών εφαρμογών όπως το M-82A1 και M-95 και ίσως βαρύτερα όπως τα Νοτιοαφρικανικά και Κροατικά τυφέκια καταστροφής υλικού με τα οποία θα προσέβαλαν από μεγάλη απόσταση τα σκοπευτικά και πιθανώς τις δεξαμενές καυσίμων των εχθρικών τεθωρακισμένων καθώς και άλλους στόχους ευκαιρίας. Ως υπόδειγμα για την οργάνωση και τον εξοπλισμό των εν λόγω τμημάτων καλό θα ήταν να μελετηθούν τα παραδείγματα των Σύριων κομμάντο-κυνηγών αρμάτων στον Λίβανο το 1982 κατά την επιχείρηση “Ειρήνη στην Γαλιλαία” και των αντίστοιχων ομάδων της Χεζμπολλάχ στον πόλεμο του Λιβάνου το 2006 που προκάλεσαν σε αμφότερες τις περιπτώσεις σοβαρές απώλειες στα Ισραηλινά άρματα μάχης. Επί τη ευκαιρία να πούμε πως ο Πίνακας Οργάνωσης Υλικού των συγκεκριμένων μονάδων δεν είναι απαραίτητο να είναι ανάλογος με αυτόν των τυπικών μονάδων πεζικού αλλά αντιθέτως θα πρέπει να περιλαμβάνει αυξημένο αριθμό Α/Τ και Α/Α όπλων. Σημειώνεται πως η διασπορά προς τα κάτω παρόμοιου οπλισμού δεν είναι ανάγκη να γίνει στα πλαίσια εξειδικευμένου στοιχείου αλλά να αποτελεί οπλισμό που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μεγάλο αριθμό στρατιωτών ασχέτως ειδικότητας.
Σε επίπεδο μονάδας καλό θα ήταν να υπάρχει Λόχος (ιδανικά) Αναγνωρίσεως εξοπλισμένη με ελαφρά τροχοφόρα οχήματα όπως το γαλλικό VAP και το MS290GD εφοδιασμένου με τη συλλογή “ΟΝΗΣΙΛΟΣ” σε διάφορες διαμορφώσεις οπλισμού (με πολυβόλα των 12,7 και 7,62 χλστ, ελαφρά πυροβόλα Giat M621 των 20 και ASP-30 των 30 χλστ, πολυβομβιδοβόλα GMG των 40 χλστ, Α/Τ ΚΒ μέσου και μεγάλου βεληνεκούς). Πυρά υποστήριξης δύνανται να παράσχονται από αυτόματους όλμους EIMOS των 60/81 χλστ τοποθετημένων επί οχημάτων Humvee.
Γενικά η ισχύ πυρός των εν λόγω μονάδων πρέπει να είναι αυξημένη και αυτό πρέπει να αντανακλάται στον οπλισμό του απλού στρατιώτη που πρέπει να μεταφέρει εκτός του ατομικού του οπλισμού τουλάχιστον ένα φορητό Α/Τ όπλο μίας χρήσεως της κατηγορίας του LAW ή του AT4 [που προσφέρεται με κεφαλή HEAT διπλού ρόλου εναντίον αρμάτων και οχυρώσεων (HEDP 502) ή με κεφαλή κατά οικοδομημάτων με δύο εν σειρά εκρηκτικές κεφαλές)] ενώ επιλεγμένοι άνδρες σε επίπεδο ομάδας οφείλουν να μεταφέρουν εκτοξευτές θερμοβαρικών βλημάτων και εμπρηστικών βλημάτων αντίστοιχων των RPO SHMEL-M ώστε να υπάρχουν τουλάχιστον δύο όπλα ανά ομάδα. Τα τελευταία είναι όπλα διαμετρήματος 90 mm, βάρους 8,8 κιλών και δραστικό βεληνεκές τα 1700 μέτρα. Το σύστημα δύναται να βάλει τριών ειδών ρουκέτες:μια με θερμοβαρική κεφαλή, μια με εμπρηστική κεφαλή και μια με καπνογόνο κεφαλή. Ειδικά η πρώτη έχει τρομερά αποτελέσματα επί του στόχου ισοδύναμα με αυτά μιας οβίδας πυροβολικού των 152 mm! Όπλα όπως το Νοτιοαφρικανικό πολυβομβιδοβόλο MGL Mk1 που φέρει 6 βομβίδες των 40 mm σε βυκίο, το υπερσύγχρονο Γερμανικό SSW40 με τους γεμιστήρες των βομβίδων των 40 mm, πρέπει να διατίθονται για τη δημιουργία “δεξαμενής” οπλισμού σε επίπεδο διμοιρίας ή λόχου από όπου θα επιλέγεται η χορήγηση τους σε επιλεγμένα στοιχεία αναλόγως της αποστολής.
Με δεδομένο πως οι εν λόγω μονάδες θα κληθούν να διεξάγουν αγώνα βασιζόμενο σε ιδία μέσα πρέπει να προβλεφθεί η απόδοση σε αυτές οργανικής ίλης αρμάτων μάχης που θα τους επιτρέψει την δημιουργία τακτικών συγκροτημάτων μεγέθους λόχου. Και αυτό διότι οι μηχανοκίνητες ταξιαρχίες στις οποίες είναι μέχρι σήμερα ενταγμένα θα διαθέσουν τα άρματα τους σε Τακτικά Συγκροτήματα που θα υποστηρίξουν τον δικό τους αγώνα, πόλεμο κατά βάση ελιγμών σε διακριτό επίπεδο από αυτό των συνταγμάτων προκαλύψεως. Τα άρματα που προτείνονται για τον συγκεκριμένο ρόλο είναι τα LEOPARD-1A5 σε περίπτωση που αυτά αποδεσμευτούν από τις εν υπηρεσία μονάδες τους. Ο λόγος είναι πως πρόκειται για αξιόμαχα άρματα, χαμηλού προφίλ και μεγάλης ευκινησίας, ιδανικά για τη διεξαγωγή κινητικού αγώνα σε μικροτακτικό επίπεδο. Φυσικά οφείλουν να εκσυγχρονιστούν με πρόσθετη θωράκιση MEXAS,τοποθέτηση κάποιας θερμικής κάμερας όπως η β’ γενιάς Ophelios ή και πιο σύγχρονης (γ’ γενιάς) όπως η SAPHIR ή η ATTICA και κυρίως η πιστοποίηση κάποιου κατευθυνόμενου βλήματος όπως το Ισραηλινό LAHAT που προσφέρεται και σε έκδοση εκτόξευσης από πυροβόλο άρματος. Το τελευταίο είναι όπλο ημιενεργού καθοδήγησης laser ,επιτυγχάνει εμβέλεια 8 Km και δύναται να διατρήσει θώρακα πάχους 800 χλστ ομογενούς χάλυβα ενώ διαθέτει διπλή εν σειρά κεφαλή για κατανίκηση θωράκισης ERA. Η πιστοποίηση βέβαια του βλήματος θα απαιτήσει την εγκατάσταση κάποιου καταδείκτη λέηζερ επί των αρμάτων ενώ ενδιάφερον εμφανίζεται το σενάριο της έμμεσης εμπλοκής του στόχου με καθοδήγηση από εξωτερικό καταδείκτη laser.
Το μηχανοκίνητο πεζικό θα μεταφέρεται επί ΤΟΜΠ M-113 τα οποία καλό θα ήταν να αναβαθμιστούν με το πακέτο που πρωθεί η Ελληνική EODH που τοποθετεί νέο κινητήρα πετρελαιοκινητήρα CAT C7 ισχύος 330 ίππων, ενισχυμένη ανάρτηση, νέο σύστημα ψύξεως, πρόσθετους αποσβεστήρες κραδασμών, εσωτερικές δεξαμενές καυσίμων, νέα χειριστήρια και ολοκληρωμένο πακέτο σύγχρονης θωράκισης. Το όχημα θα μπορούσε επίσης να εξοπλιστεί με κάποιον τηλεχειριζόμενο σταθμό οπλισμού όπως ο επίσης Ισραηλινής προέλευσης σταθμός της Rafael με ικανότητα μεταφορά πέραν του σκοπευτικού συστήματος πυροβόλου ΜΚ44 Bushmaster των 30 mm,ομοαξοανικού πολυβόλου των 7,62 mm και διπλού εκτοξευτή βλημάτων Spike-LR με βεληνεκές 4000 μέτρα. Ο εκσυγχρονισμός των οχημάτων σε οπλισμό δεν είναι ανάγκη να περιλαμβάνει το σύνολο τους αλλά τη δημιουργία ενός μίγματος ΤΟΜΑ/ΤΟΜΠ σε αναλογία 1:1 ή 3:2 με τα ΤΟΜΠ να αρκούνται στην υιοθέτηση ενός STAMP με πολυβόλο των 12,7 χλστ και τα ανάλογα σκοπευτικά.
Σε επίπεδο τάγματος και πιο συγκεκριμένα στον ΛΥΤ απαιτείται η παρουσία διμοιρίας όλμων με αυτοκινούμενους αυτόματους οπισθογεμείς όλμους όπως ο Νορβηγικός NEMO επί ΤΟΜΟ M-106. Αν κριθεί πως τα εν λόγω συστήματα δεν μπορούν να μεταφερθούν από τα συγκεκριμένα οχήματα αυτά θα αρκεστούν σε όλμους E-56 των 120 mm των ΕΑΣ σε συνδυασμό σε κάθε περίπτωση με Α/Τ βλήματα σουηδικής κατασκευής STRIX με IR καθοδήγηση, βεληνεκές 7 Km και ικανότητα top-attack.
Στην διμοιρία αντιαρματικών προβλέπεται ο εξοπλισμός της με οχήματα M-901 ITV με βλήματα TOW-2. Εννοείται πως νεώτερες και πιο εξελιγμένες εκδόσεις του τελευταίου θα ήταν επιθυμητές.
Τέλος σε επίπεδο συντάγματος καλό θα ήταν να αναπτύσσεται μια Μοίρα Α/Κ ΠΒ προς Α.Υ των υφιστάμενων μονάδων από πυροβολαρχίες των 4 πυροβόλων. Η προφανής επιλογή εδώ είναι τα πυροβόλα M-109A3GEA2 σε περίπτωση που ο αριθμός τους επιτρέψει τη δημιουργία πρόσθετων μονάδων. Ο αριθμός που απαιτείται είναι 36 πυροβόλα που θα επιτρέψει τη δημιουργία τριών μοιρών μειωμένης σύνθεσης προς υποστήριξη ισάριθμων συγκροτημάτων.