
Ένα 24ώρο πριν από την συνάντηση Πούτιν – Τραμπ η ρωσική υπηρεσία πληροφοριών εσωτερικού FSB ανακοίνωσε ότι, σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις κατέστρεψε τις εγκαταστάσεις παραγωγής του βαλλιστικού πυραύλου SPASAN, ο οποίος αναπτύχθηκε με την βοήθεια της Δύσης και χρησιμοποιείται για επιθέσεις βαθιά μέσα στο ρωσικό έδαφος.
Οι επιθέσεις έλαβαν χώρα τον περασμένο Ιούλιο, αλλά μόλις τώρα κοινοποιήθηκαν από την Ρωσία, πιθανώς σε μία προσπάθεια της Μόσχας να αποδείξει στον Τραμπ την εμπλοκή της Δύσης στον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά κυρίως για να αποδείξει την απειλή που συνιστά το καθεστώς του Ζελένσκι για την ασφάλεια της Ρωσίας. Σε χάρτη που δημοσίευσε η FSB, φαίνεται η μέγιστη ακτίνα δράσης του πυραύλου SAPSAN, η οποία καλύπτει μεγάλο μέρος της δυτικής και της κεντρικής Ρωσίας, περιλαμβανομένης και της Μόσχας.
Η ανάπτυξη του SAPSAN ξεκίνησε το 2006, οπότε και εκδηλώθηκε η επιθυμία του Κιέβου να αναπτύξει έναν βαλλιστικό πύραυλο μέσου βεληνεκούς. Παρά τις καθυστερήσεις λόγω των οικονομικών προβλημάτων της Ουκρανίας, το 2011 οι Ουκρανοί εμφανίστηκαν να προσφέρουν για εξαγωγή τον πύραυλο Hrim, την εξαγωγική έκδοση του SAPSAN. Το 2013 εξασφαλίστηκε η χρηματοδότηση της έκδοσης Hrim-2, με μεγαλύτερο βεληνεκές (200+ χλμ.) από μη κατονομαζόμενη χώρα (πιθανολογείται ότι ήταν η Γερμανία). Το 2016, η Σαουδική Αραβία πρόσφερε 40 εκατομμύρια δολάρια για την συνέχιση του προγράμματος. Τον Μάιο του 2017 εμφανίστηκε ένα όχημα μεταφοράς/ ανύψωσης/ εκτόξευσης με δύο πυραύλους Hrim-2, ενώ το 2019 άρχισαν οι δοκιμαστικές εκτοξεύσεις. Στόχος ήταν η είσοδος σε υπηρεσία του SAPSAN το 2022.
Η ανάπτυξη του SAPSAN ήταν και ένας από τους λόγους της προληπτικής εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς η Μόσχα έβλεπε να αναπτύσσεται σε απόσταση αναπνοής μία βαλλιστική δύναμη με ικανότητα πληγμάτων πολύ βαθιά στο ρωσικό έδαφος και με ελάχιστη προειδοποίηση.

Το 2020, το Κίεβο ανακοίνωσε ότι θα απαιτηθούν 300 εκατ. δολάρια για να ολοκληρωθεί η ανάπτυξη του πυραύλου, τα οποία προφανώς βρέθηκαν, όπως δείχνει η απόφαση κατασκευής δύο οχημάτων εκτόξευσης, δύο οχημάτων μεταφοράς/ φόρτωσης βλημάτων και δύο οχημάτων ελέγχου το 2021. Τον Ιούνιο του 2023 ο υπουργός Αμύνης Ολεκσίι Ρέζνικοφ, ανακοίνωσε ότι επιπλέον κονδύλια για την περαιτέρω ανάπτυξη του πυραύλου SAPSAN είχαν βρεθεί και κατατεθεί. Τον Αύγουστο του 2024 ανακοινώθηκε η επιτυχής δοκιμή των πυραύλων και τον Οκτώβριο του ιδίου έτους ο επικεφαλής της ουκρανικής αντιπροσωπείας στο ΝΑΤΟ ανακοίνωσε ότι σύντομα θα υπάρχουν «απτά αποτελέσματα για την λειτουργικότητα του SAPSAN», εννοώντας χτυπήματα μέσα στην Ρωσία.
Τον Νοέμβριο του 2024, ο Ζελένσκι ανακοίνωσε την κατασκευή 100 πυραύλων, πιθανότατα SAPSAN, καθώς μίλησε για χτυπήματα «όλο και πιο βαθιά στην Ρωσία». Η παραγωγή και οι δοκιμές των SAPSAN χρηματοδοτήθηκαν με πέντε δισεκατομμύρια ευρώ από την Γερμανία.
Το διάστημα 2022-2023, τρεις επιθέσεις με πυραύλους στην Κριμαία αποδόθηκαν σε βλήματα SAPSAN (Hrim-2) αλλά χωρίς να υπάρχουν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία. Ωστόσο, τον Ιούνιο του 2025, το Κίεβο ισχυρίστηκε ότι διεξήγαγε την πρώτη πολεμική δοκιμή του Hrim-2 σε απόσταση 300 χλμ. Η δηλωθείσα ταχύτητα του πυραύλου ανέρχεται στα 5,2 Mach μεταφέροντας μία πολεμική κεφαλή 480 κιλών, γεγονός που καθιστά τον SAPSAN καλύτερο του ATACMS και πλησιέστερο στον Iskander.
Οι δοκιμές αυτές οδήγησαν την Μόσχα στο να αποφασίσει την καταστροφή των εγκαταστάσεων παραγωγής και των αποθεμάτων του SAPSAN. Κάτι που έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2025. Η απόφαση ελήφθη άμεσα καθώς οι ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών έμαθαν ότι εκδόσεις του SAPSAN φτάνουν τα 500 χλμ., μία ακτίνα δράσης που ξεπερνά το όριο των 300 χλμ., που ορίζει το Καθεστώς Ελέγχου Πυραυλικής Τεχνολογίας (Missile Technology Control Regime), το οποίο είχε συμφωνηθεί για να αποτρέπει την εξάπλωση των βαλλιστικών πυραύλων. Το MTCR σχηματίστηκε το 1987 από τις G7 με σκοπό την απαγόρευση εξάπλωσης όπλων μαζικής καταστροφής, και υπογράφηκε από 35 κράτη. Ως εκ τούτου, η Ουκρανία και ουσιαστικά η Δύση παραβίαζαν μία συμφωνία που επετεύχθη στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου και εξασφάλιζε την εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο αντίπαλων συνασπισμών.

Σύμφωνα με ανακοίνωση της FSB, οι επιθέσεις κατέστρεψαν τέσσερις κύριες εγκαταστάσεις παραγωγής του SAPSAN και μία εφεδρική. Αυτές είναι:
- Το εργοστάσιο χημικών στο Πάβλογκραντ, στο Δνειπνοπετρόφσκ, που παράγει και αποθηκεύει στερεά καύσιμα πυραύλων, καθώς και ρουκέτες, βόμβες και βλήματα πυροβολικού.
- Το εργοστάσιο συναρμολόγησης πυραύλων, κινητήρων, συστημάτων καθοδήγησης και πολεμικών κεφαλών στο Πάβλογκραντ.
- Το εργοστάσιο Σόσκα Ζβέζντα στην επαρχία Σούμι που παράγει πυρίτιδα και προωθητικά γεμίσματα πυροβολικού.
- Το ινστιτούτο ερευνών για χημικές ουσίες στο Σόσκα Ζβέζντα, που παράγει εύφλεκτο υλικά για εμπρηστικές ρουκέτες και αναπτύσσει νέου τύπου πυρίτιδες.
- Τις εγκαταστάσεις παραγωγής στην επαρχία Ζιτομίρ, όπου μεταφέρθηκε εξοπλισμός από το Πάβλογκραντ μετά την συνεχή προέλαση των Ρώσων.
Σύμφωνα με την FSB, οι πληροφορίες για τις ακριβείς τοποθεσίες των εργοστασίων παραγωγής του SAPSAN αποκτήθηκαν το 2024. Η ρωσική υπηρεσία δημοσίευσε μαγνητοφωνημένες συνομιλίες εργατών και στελεχών των εργοστασίων, στις οποίες αποκαλύπτονταν λεπτομέρειες για την πρόοδο της ανάπτυξης και την παραγωγή των πυραύλων, αλλά και πληροφορίες για την επίσκεψη ξένων επιστημόνων και στρατιωτικών αντιπροσωπειών που επέβλεπαν την εξέλιξη του προγράμματος. Με βάση τις πληροφορίες που εξασφάλισε η FSB, οι Αεροδιαστημικές Δυνάμεις και ο Στρατός της Ρωσίας εξαπέλυσαν επιθέσεις εναντίον των εγκαταστάσεων επιφανείας και υπεδάφους, χρησιμοποιώντας βαλλιστικούς πυραύλους, όπως τους Iskander-Μ και Kh-47M2 Kinzhal, ενώ πιθανολογείται και η χρήση βαλλιστικών πυραύλων Oreshnik.


