Η χρήση πυραυλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς εναντίον αεροσκαφών, πλοίων και επίγειων στόχων ως μέσο αμφισβήτησης της τουρκικής αεροναυτικής υπεροχής στην περιοχή της Κύπρου.
Οι παλιότερες αλλά και νεώτερες τουρκικές προκλήσεις εντός της Κυπριακής ΑΟΖ επανάφεραν στο προσκήνιο για πρώτη φορά μετά από χρόνια την ναυτική διάσταση της κυπριακής αποτροπής. Η προκλητική στάση της Άγκυρας, έναντι της οποίας η Κύπρος αδυνατεί να προβάλει την παραμικρή αντίδραση εξαιτίας ανυπαρξίας σχετικών ( αεροναυτικών ) μέσων, επιβάλλει την συνολική αναθεώρηση του αμυντικού δόγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά τρόπο που η τελευταία να καταστεί ικανή να προβάλλει αποτρεπτική ισχύ στο σύνολο της επικράτειας της και όχι μόνο στον χερσαίο χώρο. Τους μήνες που ακολούθησαν ακούστηκαν προτάσεις για ενίσχυση της Κυπριακής αεροναυτικής άμυνας στην μορφή της απόκτησης περιπολικών ανοικτής θαλάσσης και πυραυλακάτων. Στις παρακάτω γραμμές θα επιχειρηθεί μια ρεαλιστική προσέγγιση στο όλο ζήτημα, μακριά από μαξιμαλιστικές προτάσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη τους τα πραγματικά δεδομένα.
Καταρχήν είναι απαραίτητο να γίνουν κάποιες επισημάνσεις. Δυστυχώς πρέπει να γίνει παραδεκτό πως τα συνολικά μεγέθη της στρατιωτικής αντιπαράθεσης στην Μεγαλόνησο είναι εις βάρος της ελληνικής πλευράς. Ο εχθρός διαθέτει μεγάλη υπεροχή ( συντριπτική στο αεροναυτικό πεδίο ), ενώ τα κατεχόμενα της Βόρειας Κύπρου πρέπει, από στρατιωτικής πλευράς, να αντιμετωπίζονται ως ένα εκτεταμένο προγεφύρωμα που δίνει τη δυνατότητα στον αντίπαλο να απειλεί τα ελεύθερα εδάφη της Κύπρου. Ως εκ τούτου κάθε απόπειρα συμμετρικής πολεμικής αντιπαράθεσης από ελληνικής πλευράς είναι δύσκολο να φέρει κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Η ελληνική πλευρά πρέπει να δομήσει την άμυνα της πάνω σε ένα δόγμα ασυμμετρικού πολέμου, λαμβάνοντας υπόψη την συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου. Κατά συνέπεια, για να μεταφερθούμε στον τομέα της αεροναυτικής άμυνας, κάθε σκέψη για απόκτηση για απόκτηση και αντιπαραβολή απέναντι στις εχθρικές δυνάμεις ισοδύναμων μέσων προβολής ισχύος πρέπει να αποκλειστεί. Η Κύπρος πρέπει να παίξει από την πλευρά του αδύναμου και αυτό πρέπει να αντανακλάται στις εξοπλιστικές της επιλογές.
Πρέπει να τύχει κατανόησης ότι το ελληνικό στρατηγικό μειονέκτημα στην Κύπρο δεν οφείλεται μόνο στην μεγάλη απόσταση της τελευταίας από την μητροπολιτική χώρα αλλά και στην εγγύτητα της προς την Τουρκία. Μια απλή ματιά στον χάρτη μπορεί να αποκαλύψει ανάγλυφα στον οποιονδήποτε, ακόμα και άσχετο με την έννοια της στρατηγικής, την προφανή γεωστρατηγική αδυναμία της Κύπρου να αναπτύξει ικανές συμβατικές αεροναυτικές δυνάμεις σε μικρή απόσταση από μια περιοχή όπου ο αντίπαλος διατηρεί σημαντικές ναυτικές και αεροπορικές βάσεις.
Δηλώνουμε αντίθετοι στην προοπτική απόκτησης μαχητικών αεροσκαφών και πολεμικών σκαφών ικανού μεγέθους και ισχύος πυρός για δύο λόγους:
α)Γιατί κάτι τέτοιο θα εξαντλούσε τις ούτως ή άλλως περιορισμένες οικονομικές ( και όχι μόνο ) δυνατότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας.
β)Γιατί παρόμοιες κινήσεις δεν θα μετέβαλαν σε σημαντικό βαθμό το ισοζύγιο ένοπλης ισχύος και θα προσέφεραν στον αντίπαλο σε περίπτωση μετατροπής της κρίσης σε θερμή την ευκαιρία για μια εύκολη επικράτηση.
Ως εκ τούτου, η αερο-ναυτική άμυνα της Κύπρου πρέπει να βασιστεί σε συστήματα που μπορούν να προσβάλλουν τον εχθρό από μακριά και τα ίδια να είναι προστατευμένα για να επιβιώσουν. Αυτό πιστεύουμε ότι εξασφαλίζεται αφενός με την θεώρηση της Κύπρου ως ενός «οχυρού» και αφετέρου με την χρήση πυραυλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς, που προστατεύονται μέσα στο «οχυρό».
Οι οχυρώσεις είναι το καταφύγιο του αδύνατου (Σαντάμ, Ιράν έχουν καταφύγει σε υπόγειες εγκαταστάσεις απέναντι στην αμερικ. και ισραηλινή αεροπορική κυριαρχία) και στην περίπτωση της Κύπρου είναι ο μοναδικός τρόπος για να δημιουργηθεί μια αεροναυτική άμυνα η οποία φυσικά δεν θα κατανικήσει τον εχθρό ως παθητική εκ φύσεως, αλλά αφενός θα του δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα και εμπόδια να λειτουργήσει ανεξέλεγκτος και αφετέρου θα προσφέρει σημαντική υποστήριξη στις ελληνικές ή άλλες «συμμαχικές» δυνάμεις που θα προστρέξουν σε βοήθεια ή θα επιχειρήσουν στην θαλάσσια περιοχή προς υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου.
Το «οχυρό» προσφέρει ο ορεινός όγκος του Τρόοδος μέσα στον οποίο θα μπορούσαν να αποκρυβούν κινητά αντιαεροπορικά, αντιπλοϊκά και τακτικά βαλλιστικά συστήματα, που θα εμφανίζονται θα πυροβολούν και θα αποχωρούν σε υπόγεια καταφύγια ή σε καλυμμένες θέσεις. Τα βλήματα αυτά σε συνδυασμό με ένα δίκτυο εντοπισμού στόχων και μετάδοσης δεδομένων, θα συνιστούν έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο για πλοία και αεροσκάφη της Τουρκίας σε μεγάλες αποστάσεις από την Κύπρο.
Η Κύπρος οφείλει να κινηθεί έξυπνα και στην ισχύ του αντιπάλου να αντιτάξει ευελιξία πνεύματος και ικανότητα προσαρμογής.
Για να γίνουμε πιο απτοί και συγκεκριμένοι, οι εξοπλιστικές επιλογές της Ε.Φ πρέπει να κινούνται στα πλαίσια του ρεαλιστικά εφικτού, ήτοι της απόκτησης οπλικών συστημάτων και μέσων, ικανών να προβάλλουν ισχύ σε απόσταση, να απειλούν αξιόπιστα την δεδομένη υπεροχή του αντιπάλου και ταυτόχρονα να είναι σχετικά χαμηλού κόστους και αναγκών επάνδρωσης και υποστήριξης.
Στον ναυτικό τομέα, όπως προείπαμε κάθε σκέψη για την απόκτηση στολίσκου σκαφών επιφανείας( κορβετών , πυραυλακάτων, κανονιοφόρων ) πρέπει να αποκλειστεί. Με δεδομένη την ναυτική και κυρίως αεροπορική υπεροχή του αντιπάλου και την εγγύτητα των βάσεων του στην περιοχή ενδιαφέροντος, τέτοιες μονάδες δεν θα μπορούσαν να δράσουν σε περιβάλλον υψηλής απειλής και θα καταβυθίζονταν δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια εκ μέρους του αντιπάλου σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης. Η Κύπρος δεν θα μπορούσε άλλωστε να αποκτήσει και να λειτουργήσει τέτοια μέσα λόγω των περιορισμένων της μεγεθών. Το μέγιστο που πρέπει να επιδιωχθεί από πλευράς απόκτησης σκαφών επιφανείας, είναι η απόκτηση μικρού αριθμού ( 2-3 ) περιπολικών ανοικτής θαλάσσης σχετικά ελαφρά οπλισμένων με στόχο την επίδειξη παρουσίας σε περιόδους ειρήνης, έντασης ή κρίσης, με βασική ικανότητα αυτοάμυνας σε περίπτωση εμπλοκής.
Αντί αυτού, η Κύπρος θα έπρεπε να επιλέξει την απόκτηση μέσων μεγάλης καταστρεπτικότητας, αποδεκτού κόστους και μεγάλης επιβιωσιμότητας σε περιβάλλον έντονης απειλής.
Αν θέλαμε να προχωρήσουμε σε συγκεκριμένες προτάσεις θα είχαμε να προτείνουμε τα ακόλουθα:
1)Απόκτηση μικρού αριθμού υποβρυχίων της κατηγορίας του Γαλλικού. Είναι ένα σχέδιο Γαλλικής προέλευσης των ναυπηγείων της DCNS, εκτοπίσματος 855 τόννων, ικανό για επίτευξη ταχύτητας 15 κόμβων και οπλισμό 6 τορπιλοσωλήνες των 533mm για την εξαπόλυση τορπιλών και Κ/Β κατά πλοίων. Έχει πλήρωμα 19 ατόμων, ενώ δύναται να μεταφέρει επιπλέον δύο επιβάτες και 6 δύτες. Μπορεί να εξοπλιστεί ενδεικτικά με την τορπίλη Blackshark η οποία είναι τορπίλη ενσύρματης καθοδήγησης, ενσωματώνοντας ένα προωστικό σύστημα εξαιρετικά χαμηλού θορύβου με τη χρήση ηλεκτρικών συσσωρευτών, με εμβέλεια 22 χιλιομέτρων με ταχύτητα 52 κόμβων και 75-90 χιλιομέτρων με ταχύτητα 12 κόμβων. Φέρει κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας ενώ έχει συνολικό μήκος 6.3 μέτρα. Εκτός της ενσύρματης, μέσω οπτικής ίνας, καθοδήγησης, η τορπίλη διαθέτει ικανότητα αυτόνομης καθοδήγησης προς τον στόχο με τη χρήση ενός εξαιρετικά σύγχρονης τεχνολογίας σόναρ, ενεργού και παθητικού ,διαθέτοντας ταυτόχρονα δυνατότητα πολλαπλής εμπλοκής στόχων και προηγμένα χαρακτηριστικά αντι-αντιμέτρων. Έχει ικανότητα εμπλοκής, τόσο υποβρύχιων στόχων όσο και στόχων επιφανείας και μπορεί να εκτοξευτεί από τον τορπιλοσωλήνα, τόσο με τη χρήση της μεθόδου “swim-out” με τον τορπιλοσωλήνα πληρωμένο με νερό,όσο και με τη χρήση της μεθόδου “push-out”. Η τορπίλη μπορεί να βληθεί σε εξαιρετικά ρηχά νερά ή ακόμα και από υποβρύχια επικαθήμενα στον πυθμένα της θάλασσας. Σύμφωνα με τον ιστιότοπο της DCNS “πρόκειται για ένα επιθετικό υποβρύχιο μη επανδρωμένο σύστημα παρά για συμβατική τορπίλη” λόγω της προηγμένης τεχνολογίας που ενσωματώνει και την κατατάσσει στην κορυφή της λίστας παρόμοιων συστημάτων.
Στον οπλισμό των Andrasta μπορούν να προστεθούν και Κ/Β εναντίον πλοίων SM-39 Exocet που είναι η υποβρύχια εκτοξευόμενη έκδοση του γνωστού από την παρουσία του στο ελλαδικό και κυπριακό οπλοστάσιο MM-40. Το βλήμα έχει βάρος 655 κιλά, μήκος 4,69 μέτρα και διάμετρο 350 mm ενώ επιτυγχάνει ταχύτητα 0,92 Mach και εμβέλεια 72 χιλιομέτρων.
Εναλλακτικά προτείνεται η απόκτηση ενός ιδιαίτερα φουτουριστικού σχεδίου, που παρουσιάστηκε στην Euronaval 2012. Πρόκειται για το σχέδιο SMX 26 “Caiman” της γαλλικής DCNS, ένα μικρό υποβρύχιο μήκους 39,5 μέτρων, ύψους 7,9 μέτρων και πλάτους 15,5 μέτρων, που ενσωματώνει ιδιαίτερα προηγμένα χαρακτηριστικά, σχεδιασμένο για δράση σε παράκτια περιβάλλοντα. Περισσότερα τεχνικά χαρακτηριστικά του υποβρυχίου δεν έχουν γίνει γνωστά, πάντως αυτό φέρεται να έχει προηγμένα υδροδυναμικά στοιχεία-μεταξύ αυτών 4 ηλεκτρικοί ωθητήρες- που του επιτρέπουν την εκτέλεση ελιγμών στα αβαθή και εξελιγμένο σύστημα ναυτιλίας ικανό να δίνει τρισδιάστατη(3D) εικόνα του περιβάλλοντος. Η ταχύτητα που δύναται να αναπτύξει είναι 10 κόμβοι σε κατάδυση και ο χρόνος παραμονής σε περιπολία 30 ημέρες. Επιπλέον το υποβρύχιο είναι σχεδιασμένο για δράση σε βάθος περισκοπίου. Γι’ αυτόν τον σκοπό είναι εξοπλισμένο με ένα πυροβόλο των 20 mm σε ιστό και έναν επιπλέον ιστό όπου βρίσκεται κοντέηνερ εφοδιασμένο με βλήματα VSHORADS MISTRAL για Α/Α άμυνα σε πολύ μικρά βεληνεκή. Ο οπλισμός του συμπληρώνεται από αριθμό τορπιλοσωλήνων για την εξαπόλυση 2 βαρέων και 8 ελαφρών τορπιλών. Κρίσιμο στοιχείο της ικανότητας αυτοάμυνας του υποβρυχίου αποτελεί και ένα Κατακόρυφο Σύστημα Εκτόξευσης(VLS) από όπου μπορούν να εκτοξευτούν αντιαεροπορικά βλήματα MICA εναντίον ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων και αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας. Επίσης σημαντικό είναι το ότι το Caiman έχει πρόβλεψη μεταφοράς έως 6 δυτών καθώς και ικανότητα παραμονής στον βυθό μέσω τριών αναπτυσσόμενων «σκελών», γεγονός που το καθιστά ιδανικό για την εκτέλεση ειδικών επιχειρήσεων.
Εκτιμούμε πως η απόκτηση 2 υποβρυχίων Andrasta και 2-4 υποβρυχίων SMX-26 αποτελεί ρεαλιστικό στόχο, σαφώς μέσα στις δυνατότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το υποβρύχιο χαρακτηρίζεται εκ της φύσης του για την ικανότητα του να επιχειρεί ανεντόπιστο, να προσεγγίζει αφανώς τον στόχο του και να τον προσβάλλει αιφνιδιαστικά κάτι πολύτιμο σε περιβάλλον έντονης εχθρικής απειλής. Όσον αφορά τον τρόπο χρήσης των εν λόγω υποβρυχίων δεν θα είναι ασφαλώς η προβολή ναυτικής ισχύος αλλά η λειτουργία τους μέσα στα πλαίσια ενός δόγματος ναυτικού ανταρτοπόλεμου ( επιθέσεις hit-and-run, μεταφορά ομάδων ειδικών επιχειρήσεων, πόντιση ναρκών ).). Στους στόχους θα περιλαμβανόταν εχθρικά πολεμικά πλοία μάχης και αποβατικά μεταφοράς ενισχύσεων στα κατεχόμενα εδάφη, οι λιμενικές εγκαταστάσεις τόσο των κατεχομένων( Κερύνεια, Αμμόχωστος ), όσο και της απέναντι ακτής (Μερσίνα, Αττάλεια, Αλεξανδρέτα ), καθώς και η διεξαγωγή ειδικών επιχειρήσεων όπως η ανακατάληψη εξέδρων πετρελαίου-αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο με την μεταφορά ομάδων ειδικών επιχειρήσεων, κάτι που στις ημέρες μας έχει ιδιαίτερη σημασία για ευνόητους λόγους. Τα υποβρύχια πρέπει εν καιρώ ειρήνης να ελλιμενίζονται σε υπόγειες, καλά φυλασσόμενες εγκαταστάσεις, ανάλογες με τις εγκαταστάσεις που είχε κατασκευάσει το καθεστώς Χότζα στην Αλβανία την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Κάτι τέτοιο, πέραν της προστασίας σε περίπτωση απόπειρας προσβολής τους που θα τα παρείχε, θα τα προστάτευε από την εχθρική παρατήρηση μεγιστοποιώντας τον βαθμό αβεβαιότητας του αντιπάλου σχετικά με τις κινήσεις τους.
2)Στήσιμο ενός πλέγματος αντιπλοϊκών βλημάτων. Πέραν την προμήθειας επιπλέον συστημάτων MM-40 Exocet ( αυτή την στιγμή διατίθονται 3 εκτοξευτές ) που θα επιτρέψουν την δημιουργία 3 πλήρων πυροβολαρχιών του συστήματος με 9-12 εκτοξευτές (κάτι που θα επέτρεπε την ολόπλευρη κάλυψη της Μεγαλονήσου ) και αναβάθμιση τους στο επίπεδο B3C που θα τους προσδώσει βεληνεκές 200 Km και αυξημένη αποτελεσματικότητα, απαιτείται η προμήθεια κάποιου πιο εξελιγμένου και αυξημένης καταστρεπτικότητας συστήματος όπως π.χ του ΡωσοϊνδικούBrahmos. Η απόκτηση έστω και μιας πυροβολαρχίας του εν λόγω συστήματος με βεληνεκές τα 300-500 Km ( ανάλογα με την πηγή ) θα μετέβαλλε άρδην τον βαθμό ανασφάλειας του τουρκικού στόλου πέριξ της Κύπρου και θα τον καθιστούσε πολύ επιφυλακτικό στις κινήσεις του. Επίσης πρέπει να τονισθεί πως τα Brahmos λόγω της βαριάς πολεμικής κεφαλής που φέρουν και της ταχύτητας τους που τα καθιστά πιθανώς μη ανασχέσιμα από τα αντιπυραυλικά συστήματα που διαθέτουν τα τουρκικά σκάφη, απειλούν θανάσιμα ναυτικούς στόχους μεγέθους φρεγάτας καθώς αρκεί ένα βλήμα για να καταβυθιστεί ανάλογου εκτοπίσματος στόχος, κάτι που εκτός από την επιχειρησιακή, έχει και μεγάλη ψυχολογική επίδραση στον αντίπαλο.. Σε δεύτερο χρόνο θα μπορούσε να μελετηθεί η απόκτηση μιας πυροβολαρχίας της νέας υπέρ-υπερηχητικής έκδοσης του Brahmos, της Brahmos II με βεληνεκές τα 300 Km που μπορεί όμως να πιάσει την ασύλληπτη ταχύτητα των 7(!) Mach που θα “κλείδωνε” ουσιαστικά την ευρύτερη πέριξ της νήσου περιοχή και θα καθιστούσε απαγορευτική την κίνηση οποιασδήποτε ναυτική μονάδος επιφανείας του αντιπάλου. Στην ουσία η Κύπρος πρέπει να λογίζεται σαν ένα μεγάλο «αβύθιστο» σκάφος, ικανό να φέρει πολλαπλά πυραυλικά συστήματα και ευρισκόμενο σε θέση να διεξάγει “πόλεμο πυραύλων από ασφαλή θέση”, αντιτάσσοντας στην ισχύ του αντιπάλου μεγάλης καταστρεπτικότητας και σχετικά μικρού κόστους συστήματα που μεταβάλλουν τους ποιοτικούς δείκτες της αντιπαράθεσης.
3)Απόκτηση ικανού αριθμού υπερταχέων σκαφών κρούσης. Στην διεθνή αγορά προσφέρονται αρκετά υποδείγματα που συνδυάζουν μικρό μέγεθος, μεγάλη ταχύτητα και γενικά ευελιξία και ασυνήθιστα ισχυρό για το μέγεθος του οπλισμό. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια εκδοχή θαλάσσιου “ανταρτοπολέμου”, που επιτρέπει στον «Δαβίδ» να σταθεί με αξιώσεις απέναντι στον «Γολιάθ». Για την Κύπρο ενδείκνυται η μελέτη της Γαλλικής σειράς Interceptor της CMN. Πρόκειται για σκάφη εξαιρετικά σύγχρονης σχεδίασης, με προηγμένα χαρακτηριστικά που περιλαμβάνουν σύγχρονης φιλοσοφίας σχεδίαση, ικανότητα επίτευξης υψηλής ταχύτητας, χαμηλό προφίλ και γενικότερα τεχνολογία διαχείρισης ίχνους και βαρύ έως βαρύτατο για το μέγεθος τους οπλισμό που φτάνει έως την ικανότητα υποδοχής κατευθυνόμενων βλημάτων και βλημάτων εναντίον πλοίων! Ειδικά το DV-33 φέρει πλούσιο οπλισμό που περιλαμβάνει σταθεροποιούμενο πυργίσκο οπλισμού στην πλώρη με πυροβόλο 25-30 χλστ που μπορεί να συνδυαστεί με Κ/Β AGM-114 HELLFIRE ή κάποιο άλλο ανάλογο, εκτοξευτή Sadral για βλήματα Mistral, καθώς και κατευθυνόμενα αντιπλοϊκά βλήματα της κατηγορίας του MM-40 Exocet, με μέχρι τέσσερα βλήματα να μπορούν να μεταφερθούν.
4)Απόκτηση αριθμού ελικοπτέρων ναυτικής συνεργασίας/κρούσης εξοπλισμένα με βλήματα εναντίον πλοίων. Ενδεικτικά αναφέρονται ο συνδυασμός SuperPuma/AM-39 Exocet. Πιστεύουμε πως η απόκτηση ενός αριθμού 6-8 ελικοπτέρων καλύπτει τις ανάγκες της Διοίκησης Ναυτικού της Ε.Φ ενώ είναι και οικονομικά προσιτή. Προτείνονται ελικόπτερα διότι αυτά μπορούν να δράσουν από προκεχωρημένες βάσεις/αεροδρόμια με λιτές απαιτήσεις λειτουργίας και να αποκρυβούν εύκολα ( π.χ δρώντας από ξέφωτα δασών ).
5)Αναβάθμιση της Μονάδας Υποβρυχίων Καταστροφών ( Μ.Υ.Κ ) με προσωπικό, υλικά και μέσα. Θεωρούμε πως η δημιουργία ενός πυρήνα 30-40 επαγγελματιών στελεχών πλαισιωμένων από μεγαλύτερο αριθμό καλά εκπαιδευμένων κληρωτών/εφέδρων είναι ρεαλιστικός στόχος, ικανός να συμβάλει στην επαύξηση της μαχητικής ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας αρκεί βέβαια να χρησιμοποιηθούν επιθετικά και να μην επαναληφθεί το παράδειγμα του 1974 όπου το στοιχείο των ΟΥΚ έλαμψε δια της αδρανείας του.
6) Απόκτηση αριθμού ( 2 ) ραντάρ ΟΤΗ για την επιτήρηση στόχων επιφανείας και χαμηλά ιπτάμενων στόχων.
7) Η απόκτηση UAV για επιτήρηση και κρούση. Στην ουσία τα εν λόγω UAV θα αποτελούσαν μέρος του δικτύου εντοπισμού και ιχνηλάτησης του χερσαίου και θαλάσσιου χώρου που περιγράφηκε παραπάνω, προσθέτοντας ικανότητες ελαφράς κρούσης με ειδικά όπλα τα οποία δύνανται να μεταφέρουν. Πλέον πιθανή πηγή προμήθεια του σχετικού εξοπλισμού κρίνεται το Ισραήλ το οποίο έχει παράδοση στην κατασκευή και επιχειρησιακή χρήση παρόμοιου εξοπλισμού ενώ τελευταία έχει συσφίξει τις σχέσεις του με την Κυπριακή Δημοκρατία. Ενδεικτικά αναφέρονται τα παραδείγματα του UAV Heron και των UAV Hermes 450 και Hermes 900. Κατόπιν ελληνικής απαίτησης θα μπορούσαν να εξοπλιστούν με κατευθυνόμενα βλήματα της κατηγορίας του Spike –ER με βεληνεκές περί τα 8 χιλιόμετρα για προσβολή στόχων εδάφους και επιφανείας. Γενικά η χρήση UAV ενδείκνυται καθώς προσφέρουν την δυνατότητα επιχειρήσεων χωρίς να εκτίθεται σε κίνδυνο το προσωπικό ενώ σε περίπτωση απώλειας τους δεν προβληματίζουν ιδιαίτερα.
Ανάλογη πρέπει να είναι και η προσέγγιση στον τομέα της από αέρος άμυνας. Κάθε σκέψη περί αγοράς μαχητικών πρέπει να εγκαταλειφθεί και η προσπάθεια να κατευθυνθεί σε ρεαλιστικότερους στόχους.
Αυτοί μπορεί να σχετίζονται γύρω από το χτίσιμο μιας πολυστρωματικής και επικαλυπτόμενης αντιαεροπορικής ομπρέλας και απόκτησης συστημάτων προσβολής στόχων εδάφους όπως βαλλιστικά βλήματα και βλήματα cruise, επαρκή υποκατάστατα της αεροπορικής ισχύος.
Πιο συγκεκριμένα προτείνεται:
1) Η απόκτηση συστημάτων VSHORADS όπως η ενίσχυση σε αριθμούς των Atlas/Mistral και η απόκτηση πρόσθετων συστημάτων MANPADS.
2)Η αντικατάσταση των συστημάτων SHORADS TOR-M1 με την απόκτηση της νεότερης έκδοσης του CROTALE-NG Mk.3. Θεωρούμε πως η κατοχή εκ μέρους της Ε.Φ μιας μοίρας συστημάτων CROTALE (12-16 συστήματα ) καλύπτει τις ανάγκες της και προβάλλει μια ισχυρή δύναμη αποτροπής.
3)Με δεδομένη την σύζευξη των σχέσεων με το Ισραήλ, θα μπορούσαν να αποκτηθούν μέλη ή και ολόκληρη η οικογένεια συστημάτων Barak-MX. Η συγκεκριμένη οικογένεια συστημάτων είναι στην ουσία μια σπονδυλωτή οικογένεια προορισμένη να καλύπτει ανάγκες που προκύπτουν από το σύγχρονο πεδίο πολεμικών επιχειρήσεων. Αποτελείται από τρία μέρη:
Α)Το Barak MRAD:ένα μέσου βεληνεκούς κάθετης εκτόξευσης βλημάτων σύστημα, για την κάλυψη των αναγκών αντιαεροπορικής άμυνας μέχρι 35 χιλιόμετρα. Το σύστημα ενσωματώνει κεφαλή ενεργού καθοδήγησης ραντάρ με μονοπαλμικό κινητήρα.
Β)Το Barak LRAD:ένα μακράς ακτίνας σύστημα, επίσης κάθετης εκτόξευσης, με εμβέλεια τα 70 χιλιόμετρα το οποίο χρησιμοποιεί ενεργό ερευνητή με κινητήρα δύο-σταδίων.
Γ)Το Barak ER:ένα “εκτεταμένου” κάθετης εκτόξευσης σύστημα, με επιταχυντή, πυραυλοκινητήρα δύο-σταδίων και προηγμένο ερευνητή ραντάρ. Το βεληνεκές του συστήματος αγγίζει τα 150 χιλιόμετρα.
Με τέτοια συστήματα στο δυναμικό της η Ε.Φ θα μπορούσε να αμφισβητήσει την δεδομένη αεροπορική υπεροχή του αντιπάλου, θέτοντας περιορισμούς στις κινήσεις του, αναγκάζοντας τον να δεσμεύσει δυνάμεις για την εξουδετέρωση τους και καθιστώντας επίφοβο το περιβάλλον γι’ αυτόν. Στην ουσία το χτίσιμο μιας πολύπλευρης και πολυεπίπεδης Α/Α ομπρέλας θα αποτελούσε επαρκές υποκατάστατο της αεροπορικής ισχύος, προσφέροντας στην Ε.Φ την δυνατότητα να δρα με σχετική ασφάλεια και αίροντας σε μεγάλο βαθμό το πλεονέκτημα που απολαμβάνει ο αντίπαλος στον αέρα και καθιστώντας το περιβάλλον από πλευράς απειλής ιδιαίτερα οξύ. Στόχοι όπως σχηματισμοί μαχητικών αεροσκαφών ιπτάμενων σε μεγάλα ύψη, αεροσκάφη Η/Π ακόμη και αεροσκάφη AWACS θα έμπαιναν στο στόχαστρο των Ελληνοκυπριακών δυνάμεων. Στο πλαίσιο αυτό η απόκτηση Α/Α συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς θα ερχόταν να προστεθεί σαν «κερασάκι στην τούρτα» στην ήδη υπάρχουσα αντιαεροπορική ομπρέλα της Ε.Φ.
4)Η προμήθεια μιας πλήρους πυροβολαρχίας ( 6 συστήματα ) του Ισραηλινού συστήματος βαλλιστικών βλημάτων LORA με εμβέλεια τα 400 Kmκαι μιας πυροβολαρχίας της έκδοσης προσβολής στόχων εδάφους του ΡωσοΪνδικού συστήματος Brahmos που θα προσδώσουν στην Ε.Φ την δυνατότητα προβολής στόχων ενδιαφέροντος σε μεγάλη απόσταση, όχι μόνο επί Κυπριακού εδάφους αλλά και στην απέναντι Μικρασιατική ακτή. Στόχοι όπως το λιμάνι της Μερσίνας και της Αττάλειας θα θέτονταν για πρώτη φορά εντός του βεληνεκούς της Ε.Φ, αναγκάζοντας τον αντίπαλο στην αναζήτηση επιχειρησιακών και τακτικών συμβιβασμών. Τα συγκεκριμένα συστήματα χαρακτηρίζονται από αυξημένη καταστρεπτικότητα, ενώ λόγω μεγέθους αποκρύβονται σχετικά εύκολα και δεν απαιτούν εκτεταμένη αλυσίδα διοικητικής μέριμνας. Ουσιαστικά η Κύπρος, μη δυνάμενη να αποκτήσει μαχητικά αεροσκάφη κρούσης, οφείλει να επενδύσει σε ανάλογα συστήματα ώστε να αποκτήσει μια βασική ικανότητα επιφοράς πλήγματος στον αντίπαλο. Κάτι αντίστοιχο κάνουν και κράτη που αντιμετωπίζουν αντίπαλο με ισχυρότερη αεροπορία όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα.
5) Η ανάπτυξη ενός πλήρους δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης και διοίκησης και ελέγχου που θα αποτελείται ενδεικτικά από 2 ραντάρ TRS 2245 και 4 μικρότερα TRS 2140 FLAIR καθώς και παθητικών μέσων εντοπισμού εναέριων στόχων όπως το VERA-Eκαι δημιουργία ενός Κυπριακού “μίνι”-Εθνικού Κέντρου Αεροπορικών Επιχειρήσεων ταυτόχρονα με την απόκτηση μέσων ηλεκτρονικού πολέμου. Αν δεχτούμε το προηγούμενο μας ισχυρισμό περί θεώρησης της Κύπρου ως «αβύθιστου σκάφους», στην ουσία το εν λόγω δίκτυο αποτελεί τους “αισθητήρες” του, επιτρέποντας του να εντοπίζει και να εμπλέκει στόχους σε μεγάλες αποστάσεις. Ευνόητο είναι πως το συγκεκριμένο δίκτυο πρέπει να προστατεύεται με μέσα ενεργητικής και παθητικής άμυνας, όπως Α/Α συστήματα με ικανότητα αναχαίτησης επερχόμενων κατευθυνόμενων βλημάτων. Στα πλαίσια αυτά θα έπρεπε να μελετηθεί ίσως απόκτηση κάποιου οπλικού συστήματος εγγύς αναχαίτησης όπως η χερσαία έκδοση του Millennium των 35 mm ή κάποιου άλλου αντίστοιχου.
6) Η ενίσχυση του πυροβολικού της Ε.Φ. Το πυροβολικό της Ε.Φ είναι γεγονός πως πάσχει σε δείκτες παράθεσης σύγχρονου υλικού, βεληνεκούς, ακρίβειας και αποτελεσματικότητας. Είναι καιρός να αποκτήσει πραγματικά σύγχρονο υλικό στην μορφή των όπλων μακρού πλήγματος. Θα περιορίσουμε την αναζήτηση μας σε συστήματα ικανά να δράσουν σε επιχειρησιακό-στρατηγικό επίπεδο καθώς πιθανή αναφορά μας σε τακτικό επίπεδο θα ήταν εκτός θέματος. Η απόκτηση συστημάτων ΠΕΠ μεγάλου βεληνεκούς κινείται προς την σωστή κατεύθυνση με υποψηφιότητες να προβάλλουν από διαφορετικές πηγές. Αναφέρονται τα συστήματα BM-30 Smerch, Ρωσικής προέλευσης και βεληνεκούς τα 90 Km, το Ισραηλινό Lynx που δύναται να βάλει ρουκέτες GRAD των 122 mm, LAR των 160 mm, EXTRA των 200 mm και βεληνεκές τα 150 Km καθώς και την επίγεια έκδοση του βλήματος πλεύσης Delilah-GL και το Βραζιλιάνικο ASTROS που εκτός των άλλων μπορεί να βάλει ρουκέτες με καθοδήγηση GPS και το βλήμα πλεύσης MTC-300 Matador. Με τα συστήματα αυτά η Ε.Φ θα αποκτούσε την δυνατότητα επιφοράς συντριπτικών πληγμάτων στις εχθρικές θέσεις στα κατεχόμενα, ανάμεσα τους και το αεροδρόμιο του Λευκονοίκου με ελάχιστες πιθανές εξαιρέσεις. Άλλες χρήσιμες προσθήκες θα ήταν το βλήμα καθοδήγησης laser Nimrod με βεληνεκές στην έκδοση -3A τα 50 Km και το σύστημα Jumper που κατευθύνεται στον στόχο με καθοδήγηση GPS, αμφότερα Ισραηλινής προέλευσης. Επίσης η πιστοποίηση στα πυροβόλα της Ε.Φ του βλήματος με καθοδήγηση laser Krasnopol που υπηρετεί στο οπλοστάσιο του Ε.Σ και επιτρέπει προσβολή σημειακών στόχων με μεγάλη ακρίβεια θα ήταν βήμα προς την σωστή κατεύθυνση. Φυσικά όλα αυτά για να λειτουργήσουν θα απαιτούσαν μια πλήρη υποδομή ISTAR για τον εντοπισμό και την στοχοποίηση των εχθρικών στόχων. Πέραν των UAV που αναλύσαμε προηγουμένως, η όλη προσπάθεια θα έπρεπε να συνοδεύεται από την προμήθεια ραντάρ πυροβολικού, ενώ απαραίτητη κρίνεται η αναβάθμιση του ρόλου των ΠΑΠ τόσο αριθμητικά όσο και με τον εξοπλισμό τους με σύγχρονα μέσα. Επίσης η δημιουργία οργανικής υπομονάδας αναγνωρίσεως και κατάδειξης στόχων επιπέδου λόχου θα απογείωνε πραγματικά τις δυνατότητες της Ε.Φ στους σχετικούς τομείς. Τυπικό προφίλ αποστολής των στελεχών της συγκεκριμένης υπομονάδας θα ήταν η διείσδυση στα εχθρικά μετόπισθεν, η στήση αφανών παρατηρίων και η καθοδήγηση πυρών πυροβολικού με καταδείκτες λέϊζερ και άλλα μέσα.
Όλα τα παραπάνω συνδυάζονται στη λογική του «οχυρού» με την δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου υπόγειων οχύρωσεων που θα χρησιμοποιούνται σαν όργανα απόκρυψης, κάλυψης, μεταφοράς και μάχης ( εκτόξευση βλημάτων από προετοιμασμένες θέσεις ) και θα εγγυώνται την προστασία και την εξασφάλιση των μέσων εκπομπής πυρός. Τα συστήματα θα ξεπροβάλλουν από την τεχνητή κάλυψη μόνο για να εκτοξεύσουν τα βλήματα τους και στην συνέχεια θα επιστρέφουν σε αυτήν. Αξίζει να μελετηθεί το παράδειγμα του Ιράν και της Βόρειας Κορέας που εφαρμόζουν ανάλογη στρατηγική, αποκρύπτοντας τα οπλικά τους συστήματα σε καλά προφυλαγμένες εγκαταστάσεις υπό τον φόβο της αεροπορικής ισχύος του αντιπάλου.
Η ίδια προσέγγιση πρέπει να ακολουθηθεί όσον αφορά την κατασκευή υπογείων παρακτίων βάσεων προστασίας για τα υποβρύχια και τα υπερταχέα σκάφη κρούσης του ναυτικού κλάδου της Ε.Φ. Εκείνο που πρέπει να μελετηθεί είναι το παράδειγμα της Αλβανίας της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, η οποία και διατηρούσε ολόκληρο δίκτυο υπόγειων παράκτιων καταφυγίων για την προστασία του στόλου των υποβρυχίων της.
Γενικά η οχύρωση του εδάφους καλό είναι να μην αντιμετωπίζεται αρνητικά, καθώς προσφέρει την δυνατότητα σε κάποιον αδύναμο να εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό τα πλεονεκτήματα του αντιπάλου σε κινητικότητα και ισχύ πυρός και αυτό σε βάρος της σύγχρονης μόδας που την θεωρεί παρωχημένη και αναχρονιστική. Το κάθε μέσο και η κάθε μέθοδος έχουν την δική τους αξία στο πεδίο της μάχης, δογματισμοί και πνευματικά «στεγανά» δεν χωρούν στην μελέτη του τρόπου του μάχεσθαι.
Με όλα τα παραπάνω η Κύπρος θα αποκτήσει υπολογίσιμη ισχύ στο αεροναυτικό πεδίο και ικανότητα προβολής ισχύος σε όλη της την επικράτεια και όχι μόνο σε περιορισμένο της τμήμα όπως ισχύει σήμερα.
Από ‘κει και πέρα η ευθύνη για την αεροναυτική κάλυψη της Κύπρου με ισχυρές μονάδες επιφανείας και μαχητικά αεροσκάφη πέφτει στους ώμους της Ελλάδας, η οποία πρέπει να αναβαθμίσει την αεροναυτική της παρουσία στην Μεγαλόνησο. Εκτιμούμε πως σε βάθος χρόνου θα έπρεπε να επιδιωχθεί η δημιουργία μιας Ελλαδικής Δύναμης Κύπρου αποτελούμενη από μια Μοίρα μαχητικών αεροσκαφών MIRAGE-2000-5 Mk2 που θα εδρεύει μόνιμα στην Κύπρο στην βάση “Ανδρέας Παπανδρέου”, έναν αριθμό ναυτικών μονάδων αποτελούμενο από 3-4 κανονιοφόρους, 4-6 πυραυλακάτους και 2 υποβρύχια. Όλα αυτά με την προϋπόθεση πως θα έχει χτιστεί η Κυπριακή δύναμη αποτροπής με βάση τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ώστε οι εξ’ Ελλάδος δυνάμεις να δρουν σε καθεστώς σχετικής ασφαλείας και να υποβοηθούνται στο έργο τους από τις Ελληνοκυπριακές.
Σε κάθε περίπτωση ο Ελληνισμός, και στις δύο κρατικές του εκφράσεις, πρέπει να εγερθεί σύσσωμος και να ενισχύσει την ένοπλη ισχύ του αν θέλει να λαμβάνεται υπόψη ως υπαρκτός παίκτης στο διεθνές σύστημα, σπάζοντας το αυτοεμπάργκο στον τομέα των εξοπλισμών και κινούμενος εντός ρεαλιστικών πλαισίων εξοπλιστικής πολιτικής. Οι προτάσεις που καταθέσαμε παραπάνω νομίζουμε πως κινούνται σε ένα τέτοιο πνεύμα ρεαλιστικής αντιμετώπισης της κατάστασης που τείνει να δημιουργηθεί. Η ευθύνη περαιτέρω ανάλυσης και επεξεργασίας πέφτει στους ώμους των καθ ’ύλην αρμόδιων που καλούνται να δώσουν λύσεις στο οξύ πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζει σήμερα ο Ελληνισμός. Η Ιστορία δεν θα συγχωρέσει λάθη και παραλείψεις, ειδικά αν αυτά εκπορεύονται από μια ιδεοληπτική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, που συνηθίζει να είναι σκληρή και εκδικητική με όσους επιμένουν να την αγνοούν.