Ο πόλεμος του Λιβάνου το 2006 αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύγκρουσης μιας συμβατικής στρατιωτικής δύναμης με μια δύναμη ασυμμετρικού πολέμου. Ο πόλεμος των 34 ημερών, αν και θεωρήθηκε στρατιωτική αποτυχία του Ισραήλ, καθώς δεν επετεύχθη ο βασικός στόχος που δεν ήταν άλλος από την εξουδετέρωση της Χεζμπολλάχ, οδήγησε σε μια πρωτόγνωρη ηρεμία στα βόρεια σύνορα του. Έτσι ο χαρακτηρισμός “ήττα” που χρησιμοποιήθηκε αρχικά θεωρείται υπερβολικός και θα έπρεπε μάλλον να αντικατασταθεί από αυτόν της “πύρρειας νίκης”. Άλλωστε τα αποτελέσματα ενός πολέμου φαίνονται συχνά σε βάθος χρόνου, δεν είναι εύκολη η σε πρώτο χρόνο διάγνωση τους.
Για την ιστορία, ο πόλεμος ξεκίνησε στις 12 Ιουλίου του 2006 μετά από επίθεση ανδρών της Χεζμπολλάχ κατά ισραηλινής περιπόλου στην μεθόριο του Ισραήλ με τον Λίβανο. Στην επίθεση αυτή έχασαν τη ζωή τους 8 ισραηλινοί στρατιώτες ενώ άλλοι δύο αιχμαλωτίστηκαν. Η απάντηση του Ισραήλ ήταν άμεση. Το ισραηλινό πυροβολικό έπληξε στόχους της οργάνωσης στον νότιο Λίβανο ενώ μαχητικά αεροσκάφη βομβάρδισαν δυνάμεις και υποδομές της Χεζμπολλάχ αλλά και του κράτους και του στρατού του Λιβάνου σε όλη την επικράτεια. Η κατάσταση κλιμακώθηκε με αμοιβαίες ανταλλαγές πληγμάτων, εμπλοκή χερσαίων δυνάμεων, μάχες σε οχυρωμένες τοποθεσίες στον νότιο Λίβανο και τελικά με μεγάλης κλίμακας επιθετική επιχείρηση του ισραηλινού στρατού έως τον ποταμό Λιτάνι. Τελικά επιτεύχθηκε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός και ανάπτυξη δυνάμεων του Ο.Η.Ε στην περιοχή.
Ο πόλεμος από στρατιωτικής πλευράς προσέφερε πλήθος διδαγμάτων σε στρατηγικό, επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο. Μερικά από αυτά είναι:
1)Η ανάγκη σύζευξης του πολιτικού με τον στρατιωτικό σκοπό.
Το Ισραήλ έθεσε εξ’ αρχής έναν μαξιμαλιστικό στόχο(πλήρης εξουδετέρωση της Χεζμπολλάχ) τον οποίο αναγκάστηκε στην πορεία του πολέμου να αναθεωρήσει αρκετές φορές καταλήγοντας στην επίτευξη του «στρατηγικά ελάχιστου», τον τερματισμό εξαπόλυσης επιθέσεων εις βάρος του εκ μέρους της Χεζμπολλάχ. Η εξέλιξη αυτή ήρθε ως φυσιολογική συνέπεια της αδυναμίας του να καταβάλλει την αντίσταση της τελευταίας και της (εύλογης) προσπάθειας του να εμφανιστεί ως ο νικητής της σύγκρουσης. Σε ανάλογες περιπτώσεις απαιτείται η τάξη ρεαλιστικών στόχων που δύνανται να επιτευχθούν στην εξέλιξη των επιχειρήσεων.
2)Η ανάγκη κατοχής αξιόπιστων πληροφοριών αναφορικά με τον αντίπαλο.
Στο πόλεμο αυτό το Ισραήλ υπέπεσε σε ένα κλασικό σφάλμα, που χαρακτηρίζει κάποιον που λειτουργεί από θεωρητική θέση ισχύος: Αυτό της υπερτίμησης των φιλίων δυνατοτήτων και της υποτίμησης των εχθρικών. Αν και υποτίθεται πως διαθέτει πολύ αποτελεσματικές υπηρεσίες πληροφοριών, αυτές δεν μπόρεσαν να διαγνώσουν τις ακριβείς δυνατότητες της απειλής, με συνέπεια την εμφάνιση εκπλήξεων από πλευράς της Χεζμπολλάχ, με χαρακτηριστικότερο(αν και όχι επιχειρησιακά σημαντικότερο) παράδειγμα την προσβολή με βλήμα εδάφους-επιφανείας της Ισραηλινής κορβέτας Hanit στα ανοιχτά του Λιβάνου. Από την άλλη η «βροχή» ρουκετών της Χεζμπολλάχ ουδέποτε σταμάτησε. Σε κάθε περίπτωση εκείνο που χρειάζεται είναι να γίνει ήδη από τον καιρό της ειρηνικής περιόδου μια αξιόπιστη και αντικειμενική καταγραφή των δυνατοτήτων του εχθρού ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα περιθώρια του τελευταίου να εμφανίσει εκπλήξεις κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων.
3)Η σημασία της επικοινωνίας στον σύγχρονο πόλεμο.
Στον πόλεμο του 2006 φάνηκε για μια ακόμη φορά η αξία και η σημασία της επικοινωνίας στις σύγχρονες πολεμικές επιχειρήσεις. Αμφότερες οι πλευρές εξαπέλυσαν μεγάλης έντασης επικοινωνιακές/ψυχολογικές επιχειρήσεις με στόχο τον επηρεασμό της διεθνούς κοινής γνώμης, την ανάταση του ηθικού του φίλιου πληθυσμού και την καταρράκωση του αντίστοιχου του αντιπάλου. Γενικά φάνηκε πως στις σύγχρονες πολεμικές επιχειρήσεις οι ψυχολογικές επιχειρήσεις δεν υποστηρίζουν απλώς τις στρατιωτικές αλλά υποστηρίζονται από αυτές. Το πλήγμα για παράδειγμα στην ισραηλινή κορβέτα Hanit, μπορεί να μην σήμαινε πολλά από καθαρά επιχειρησιακής άποψης, από επικοινωνιακής ωστόσο άποψης ήταν σημαντικό στο ηθικό και κυρίως στο γόητρο του αντιπάλου.
4)Η αξία των χερσαίων δυνάμεων.
Για μια ακόμη φορά αποδείχθηκε, σε πείσμα των κάθε λογής “armchair generals”, η σημασία των χερσαίων δυνάμεων στο σύγχρονο πεδίο της μάχης, που η “μόδα” της εποχής τις ήθελε να διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο, επιφυλάσσοντας κυρίαρχο ρόλο στην αεροπορική ισχύ. Φάνηκε πως η αεροπορική ισχύ από μόνη της δεν εξασφαλίζει την νίκη σε πολεμικές επιχειρήσεις υψηλής έντασης, απαιτείται η εμπλοκή ευάριθμων συμβατικών χερσαίων δυνάμεων για την επίτευξη του τιθέμενου στόχου. Αυτό είχε (ξανα)φανεί ήδη από τον πόλεμο του Ιράκ το 2003 απλώς τώρα επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά. Μόνη η παράθεση και εμπλοκή χερσαίων δυνάμεων είναι σε θέση να εξασφαλίσει την κατάληψη και την κατοχή εδάφους, καμία άλλη εναλλακτική δεν φαίνεται ικανή να πράξει κάτι τέτοιο. Επίσης αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά πως το πεζικό, όταν είναι κατάλληλα προετοιμασμένο, εξοπλισμένο και διοικούμενο, μπορεί να αντιμετωπίσει με αξιώσεις τα άρματα μάχης και να τα προκαλέσει μεγάλες απώλειες.
6)Η αξία των οχυρωματικών θέσεων.
Άλλη μια αποκάλυψη των επιχειρήσεων ήταν η αποτελεσματικότητα των οχυρών θέσεων της Χεζμπολλάχ. Αν και η οχυρωματική ως τέχνη θεωρείται παρωχημένη στο σύγχρονο πεδίο της μάχης, εντούτοις χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία τον πόλεμο του Λιβάνου. Η Χεζμπολλάχ είχε κατασκευάσει, το διάστημα 2000-2006 πλήθος οχυρών θέσεων στο νότιο Λίβανο, τις οποίες χρησιμοποίησε ως μέσο μάχης, εκπομπής πυρών, απόκρυψης και μετακίνησης. Η επιτυχημένη χρήση τους απέδειξε το σφάλμα των γνωστών «άκαπνων» στρατηγιστών, που τείνουν να προσεγγίζουν τα πάντα με ακραία διάθεση υπερτίμησης της τεχνολογίας και έδειξε ότι παραδοσιακοί τρόποι του μάχεσθαι παραμένουν αποτελεσματικοί στον σύγχρονο πόλεμο αν τύχουν σωστής εκμετάλλευσης και αξιοποίησης. Γενικά η πολεμική διαδικασία είναι λάθος να περιγράφεται με στείρους δογματισμούς, εκείνο που χρειάζεται είναι η πνευματική ευκαμψία που κάνει δυνατή την χρήση κάθε μέσου και μεθόδου που έχει ο κάθε εμπόλεμος στην διάθεση του, τα οποία οφείλει να προσαρμόζει στις σύγχρονες συνθήκες.
7)Η σημασία της εκπαίδευσης και της διοίκησης σε αγώνα μικρών κλιμακίων.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των χερσαίων επιχειρήσεων διαπιστώθηκε η αξία της εκπαίδευσης, της διοίκησης και ηγεσίας σε αγώνα μικρών κλιμακίων. Αμφότεροι οι αντίπαλοι(ειδικά η Χεζμπολλάχ) έκαναν εκτεταμένη χρήση μικρών ομάδων και τακτικών συγκροτημάτων με στόχο να στερήσουν από τον αντίπαλο τη δυνατότητα μαζικής στοχοποίησης οι μεν και να αντιμετωπίσουν αυτήν την μορφή αγώνα οι δε. Έγινε εκτεταμένη χρήση Α/Τ όπλων από προετοιμασμένες θέσεις από ομάδες που χρησιμοποιούσαν έναν συνδυασμό απόκρυψης και προστασίας και ταυτόχρονα κινητικότητας και εναλλαγής θέσεων. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά, αν και διάφορες πηγές ερίζουν για το εύρος της αποτελεσματικότητας. Σε τέτοιες συνθήκες κυρίαρχο ρόλο παίζουν η εκπαίδευση σε αυτό το είδος αγώνα, η πρωτοβουλία, η διοίκηση και η ηγεσία σε επίπεδο μικρών ηγητόρων. Σε αυτό το είδος αγώνα και οι δύο αντίπαλοι είχαν επενδύσει πολύ με τους άνδρες της Χεζμπολλάχ να αποδεικνύονται συγκριτικά καλύτεροι ως αποτέλεσμα μακρόχρονης προετοιμασίας.
Τα παραπάνω συμπεράσματα έχουν εφαρμογή και στο ελληνοτουρκικό σύστημα αντιπαράθεσης, ειδικά στον τομέα των χερσαίων επιχειρήσεων. Απομένει στους Έλληνες στρατιωτικούς εγκέφαλους να τα διακρίνουν, να τα επεξεργαστούν και να τα εντάξουν στο ελληνικό στρατιωτικό δόγμα και στο σύστημα εκπαίδευσης.