Η προβολή της συμβολής των Σωμάτων Ασφαλείας στην Εθνική Άμυνα και Ασφάλεια ήταν πάντοτε υποτιμημένη και παραγνωρισμένη από το ειδικό και μη Τύπο. Και αν αυτό ισχύει για τα ένοπλα Σώματα Ασφαλείας (ΕΛ.ΑΣ και Λ.Σ-ΕΛ.ΑΚΤ), ισχύει έτι περαιτέρω για το έτερο ένστολο Σώμα Ασφαλείας, το Πυροσβεστικό Σώμα.
Σύμφωνα με ανοικτές πηγές ενημέρωσης, το Πυροσβεστικό Σώμα Ελλάδας είναι η αρμόδια κρατική υπηρεσία, η οποία είναι υπεύθυνη για την κατάσβεση και πρόληψη αστικών και δασικών πυρκαγιών και για την έρευνα, διάσωση και παροχή συνδρομής σε ατυχήματα και καταστροφές σε όλον τον ελλαδικό χώρο. Ανήκει στο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας.
Ο προορισμός και η αποστολή του Πυροσβεστικού Σώματος είναι η ασφάλεια και προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και του κράτους, κατά των κινδύνων πυρός, θεομηνιών και πλημμυρών.
Ειδικότερα, αποστολές που επιλαμβάνεται άμεσα είναι σε:
- Πυρκαγιές (σε ειρηνική και πολεμική περίοδο).
- Δασοπυρόσβεση.
- Τροχαία ατυχήματα.
- Τεχνολογικά ατυχήματα και βιομηχανικές καταστροφές.
- Θεομηνίες (πλημμύρες, σεισμοί, καταρρεύσεις).
- Παροχή βοήθειας και διάσωσης ατόμων σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις.
- Επιβολή προληπτικών μέτρων για όλα τα προηγούμενα και έκδοση σχετικών βεβαιώσεων.
- Απεγκλωβισμό ατόμων από ανελκυστήρες.
- Διενέργεια προανάκρισης σε περιπτώσεις εμπρησμών.
- Συγκρότηση μικτών Υπηρεσιών Πολιτικής Σχεδίασης και Έκτακτης Ανάγκης (ΠΣΕΑ)
- Ενίσχυση άλλων Σωμάτων (Αστυνομίας, Λιμενικού) και στρατιωτικών αρχών εφόσον ζητείται για θέματα της αρμοδιότητάς του.
- Εκπαίδευση του κοινού σε θέματα άμεσης αντιμετώπισης πυρκαγιών.
- Επιβολή και έλεγχο μέτρων προστασίας, όπου προβλέπεται δια νόμου ή κρίνεται απαραίτητο.
Ιστορία Πυροσβεστικού Σώματος
Το 1833, δηλαδή μόλις ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος, η αρμοδιότητα της πυρασφάλειας ανατέθηκε στους νομάρχες (διάταγμα 26/4-8/5/1833). Επίσης, οι δήμοι όφειλαν να διαθέτουν προσωπικό -τους “ειρηνοφύλακες”- και τα μέσα για την κατάσβεση πυρκαγιών. Τέλος, για τα δημόσια κτίρια την αρμοδιότητα είχαν οι λόχοι σκαπανέων του στρατού.
Το 1856 στην Αθήνα ιδρύθηκε ο “Λόχος Πυροσβεστών” με δύναμη 92 ανδρών.
Το 1861 ο Λόχος διευρύνθηκε σε “Διλοχία Σκαπανέων και Πυροσβεστών”, ο οποίος εκτός από την πυρόσβεση εκτελούσε και έργα οδοποιίας. Στο πυροσβεστικό έργο βοηθούσαν επίσης η Χωροφυλακή και το Φρουραρχείο. Το 1909 η Διλοχία κλήθηκε να κατασβέσει μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στα ανάκτορα χωρίς επιτυχία.
Το 1910 συγκροτήθηκε η “Πυροσβεστική Μοίρα”, με εθελοντές και κληρωτούς τριετούς θητείας. Στις 16 Αυγούστου 1910 στη προσπάθεια κατάσβεσης μεγάλης πυρκαγιάς στο Γενικό Χημείο του Κράτους σκοτώθηκαν τρεις πυροσβέστες και πολλοί τραυματίστηκαν.
Η Μοίρα Υπαγόταν στο Υπ. Στρατιωτικών και το 1914 μετονομάστηκε σε “Λόχο Πυροσβεστών”. Κάλυπτε μόνο τις πόλεις Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη και Πάτρα. Στις υπόλοιπες την αρμοδιότητα είχαν οι δήμοι.

Στις 26 Απριλίου 1926 σχηματίστηκε ένα “Πυροσβεστικό Σώμα”, εντελώς ανεξάρτητο από το υπόλοιπο στράτευμα.[1] Όμως, αποδείχτηκε επίσης αναποτελεσματικό στην αντιμετώπιση των καταστροφικών πυρκαγιών που ξέσπασαν. Οι ασφαλιστικές εταιρείες ανησύχησαν και έθεσαν θέμα αναδιοργάνωσης της πυροσβεστικής υπηρεσίας.
Στις 30 Αυγούστου 1929 ανατέθηκε από την κυβέρνηση στο χημικό μηχανικό Αλκιβιάδη Κοκκινάκη, Έλληνα πρόσφυγα από τη Ρωσία και πρώην διοικητή της Πυρ/κής Υπηρεσίας Πετρούπολης, η μελέτη και οργάνωση Πυροσβεστικής Υπηρεσίας στην Ελλάδα.
Με το Νόμο 4661/1930 “περί διοργανώσεως Πυροσβεστικού Σώματος” που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 153 τ.Α΄ (12 Μαΐου 1930), ιδρύθηκε ανεξάρτητο Π.Σ. ως Ν.Π.Δ.Δ. που υπαγόταν στο Υπουργείο Εσωτερικών, με δικούς του νόμους και αυτοδιοίκηση. Η ίδρυση πυρ/κών σταθμών οριζόταν ότι θα γινόταν με απόφαση του υπουργού Εσωτερικών με βάση τον πληθυσμό, την εμπορική και βιομηχανική σημασία του δήμου και των τοπικών γενικότερα συνθηκών και με κάποιες υποχρεώσεις του δήμου. Από το 1968 με τον Α.Ν. 360 το Π.Σ. υπάγεται στα Σώματα Ασφαλείας. Με το Νόμο 1590/86 επιτρέπεται η ίδρυση Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και σε κοινότητες με βιομηχανική περιοχή ή συγκοινωνιακό κόμβο μεγάλης σημασίας ή οπουδήποτε αλλού κριθεί σκόπιμο και χωρίς υποχρέωση της τοπικής αρχής.
Σήμερα υπάρχουν 300 Πυροσβεστικές Υπηρεσίες, σε όλες τις πρωτεύουσες νομών καθώς και στις πόλεις εθνικής σημασίας, όπως η Ορεστιάδα, η Ιεράπετρα, το Διδυμότειχο, η Μύρινα Λήμνου. Σε μεγάλες δε πόλεις που παρουσιάζουν αυξημένο πυροσβεστικό ενδιαφέρον ιδρύθηκαν και λειτούργησαν περισσότεροι του ενός Πυροσβεστικοί Σταθμοί, όπως: Αθήνα, Πειραιάς, Θεσ/νίκη, Πάτρα, Ηράκλειο, Χανιά, Κέρκυρα (ο 2ος το 1978), Γιάννενα (ο 2ος το 1978), Ελευσίνα, Καβάλα, Καλαμάτα, Λάρισα, Ρόδος (ο 2ος το 1978) και Κως.
Τα πρώτα χρόνια το Πυροσβεστικό Σώμα διοικούνταν από αξιωματικούς που μετατάσσονταν από την Αστυνομία Πόλεων ή από τη Χωροφυλακή. Αυτή η κατάσταση άλλαξε άρδην στα τέλη του 1975, όταν το Σώμα απέκτησε αρχηγό που προερχόταν για πρώτη φορά από τις τάξεις του, τον Κων/νο. Γκίκα.
Στο Πυροσβεστικό Σώμα υπηρετούν σήμερα περίπου 21.000 πυροσβέστες (11.500 μόνιμοι, 2.500 πενταετούς υποχρέωσης και 3.500 εποχικοί και 3.500 εθελοντές).
Οργάνωση
Το Π.Σ είναι ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ σώμα, σε χτυπητή αντίθεση με την Ελληνική Αστυνομία που είναι ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΣΩΜΑ.
Το Πυροσβεστικό Σώμα απαρτίζεται από τις παρακάτω υπηρεσίες:
- Αρχηγείο Πυροσβεστικού Σώματος που είναι η κεντρική Προϊστάμενη Αρχή όλων των επιμέρους υπηρεσιών που συντονίζει και κατευθύνει τη δράση τους, η οποία και εδρεύει στην Αθήνα.
- Περιφερειακές Διοικήσεις Πυροσβεστικών Υπηρεσιών και Διοικήσεις Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Νομών και Πόλεων που είναι επιτελικές Διοικητικές Υπηρεσίες.
- Πυροσβεστικοί Σταθμοί που είναι κατ’ εξοχήν σταθμοί επιχειρησιακής δράσης και διακρίνονται σε Α, Β, Γ και Δ τάξης, ανάλογα με τον πληθυσμό και την επικινδυνότητα της περιοχής όπου εδρεύουν. Στις υπηρεσίες αυτές ανήκουν και οι Πυροσβεστικοί Σταθμοί των Λιμένων και των Αεροδρομίων (Πολιτικών-Στρατιωτικών).
- Υπάρχουν επίσης τα μικρότερα από τους σταθμούς Πυροσβεστικά Κλιμάκια, και Εθελοντικοί Πυροσβεστικοί Σταθμοί (Α’ και Β’ τάξης) και Εθελοντικά Πυροσβεστικά Κλιμάκια.
- Ειδικές Μονάδες Αντιμετώπισης Καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ.) που είναι Ειδικές Μονάδες το προσωπικό των οποίων είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο για την αντιμετώπιση μεγάλων συμβάντων, όπως σεισμών, βιομηχανικών, τεχνολογικών, περιβαλλοντολογικών ατυχημάτων κ.λπ.
- Ειδικές Υπηρεσίες:
- Πυροσβεστική Ακαδημία
- Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων και Διαχείρισης Κρίσεων (Ε.Σ.Κ.Ε.ΔΙ.Κ.).
- Ειδική Μονάδα Αντιμετώπισης Καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ.).
- Γενική Αποθήκη Υλικού Πυρ/κού Σώματος (Γ.Α.Υ.Π.Σ.).
- Πυροσβεστικά Συνεργεία.
- Διεύθυνση Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Εμπρησμού (Δ.Α.Ε.Ε.).
- Διαχείριση χρηματικού Π.Σ.
Ρόλος και αποστολή Π.Σ εν καιρώ κρίσης ή πολέμου
1. Το Πυροσβεστικό Σώμα (Π.Σ.), σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 74 του (β) σχετικού Ν. 4662/2020 στο πλαίσιο της αποστολής του, συμμετέχει στην αντιμετώπιση κάθε έκτακτης ανάγκης που ανακύπτει σε περίοδο ειρήνης ή πολέμου, και σε συνεργασία με τις συναρμόδιες αρχές και υπηρεσίες, συμβάλλει στην εξασφάλιση της πολιτικής προστασίας και της πολιτικής άμυνας της Χώρας. Ο τρόπος που συμβάλλει καθορίζεται σύμφωνα με τις αρμοδιότητές του Π.Σ. και ειδικότερα από τα σχέδια Πολιτικής Σχεδίασης Έκτακτης Ανάγκης (ΠΣΕΑ) και πολιτικής Άμυνας που καθορίστηκαν με απόφαση του ΚΥΣΕΑ, είναι διαβαθμισμένα, έχουν αποσταλεί στις Υπηρεσίες που τις αφορούν προς περαιτέρω εξειδίκευση των ενεργειών τους.
2. Τα παραπάνω δοκιμάζονται ετησίως σε δύο εθνικές ασκήσεις και σε μία του Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος (ΑΠΣ), που διεξάγονται την ίδια χρονική περίοδο, δύο κύριες και μία συνεξεταζόμενη, μέχρι επιπέδου Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Νομών. Το επίπεδο διεξαγωγής την μία χρονιά είναι αυτό της Τακτικής Άσκησης Άνευ Στρατευμάτων (ΤΑΑΣ) που διοργανώνονται από το ΓΕΕΘΑ , της ΤΑΑΣ «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ» και ΤΑΑΣ «ΑΝΤΙΟΧΟΣ». Η διαφοροποίηση την επόμενη χρονιά αφορά, ότι αντί της ΤΑΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, η συμμετοχή λαμβάνει χώρα σε επίπεδο Τακτικής Άσκησης Μετά Στρατευμάτων (ΤΑΜΣ) «ΠΑΡΜΕΝΙΩΝ».
3. Το ΑΠΣ σύμφωνα με το άρθρο 84 του Ν.4662/2020 οργανώνει μεταξύ άλλων, άσκηση πολιτικής άμυνας έχοντας προαποστείλλει έκτακτα επεισόδια στις συμμετέχουσες Υπηρεσίες του και σύμφωνα με την εξέλιξη των προαναφερθέντων ασκήσεων, τα ενεργοποιεί εμβόλιμα προς απάντηση.
4. Το Π.Σ. κατά την ειρηνική περίοδο παρέχει εκπαίδευση στο πολιτικά επιστρατευμένο προσωπικό των υπηρεσιών του μέσω αντικειμένων εκπαίδευσης (θεωρητικών και πρακτικών),σύμφωνα με πρόγραμμα εκπαίδευσης που υποβάλλεται αρμοδίως στα αυτοτελή τμήματα ΠΑΜ-ΠΣΕΑ των πολιτικών περιφερειών. Επιπλέον εκπαιδεύει τον άμαχο πληθυσμό, παρέχοντας εκπαιδευτές σε αντικείμενα αρμοδιότητας του μέσω και προγραμμάτων εκπαίδευσης των Υπηρεσιών Πολιτικής Άμυνας της ΕΛ.ΑΣ. Επιπροσθέτως, εκπαιδεύει και τις μονάδες πολιτικής άμυνας της ΕΛ.ΑΣ. με παροχή εκπαιδευτή όταν ζητηθεί. Παρέχει εκπαίδευση επίσης, στους Αρχηγούς πυρασφαλείας των Δημόσιων Ανεξάρτητων Ιδρυμάτων και Ανεξάρτητων Ιδρυμάτων (ΔΑΙ και ΑΙ),και διεξάγει την αρχική εκπαίδευση των ομάδων πυρασφαλείας τους.
Προτάσεις βελτίωσης
Γνώμη μας είναι ωστόσο, πως παρά την δεδομένη συμβολή του Π.Σ στην πολιτική προστασία και άμυνα, πολλά μπορούν να γίνουν για την μεγιστοποίηση της συμβολής του στην Εθνική Άμυνα.
Στις παρακάτω γραμμές θα κατατεθούν καθαρά προσωπικές (και το τονίζουμε αυτό!) θέσεις αναφορικά με τις κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να ακολουθηθούν ώστε η συμβολή του Π.Σ στην εθνική άμυνα να αποκτήσει ουσιαστικότερη υπόσταση.
Καταρχήν είναι ανάγκη να ενταχθούν οι δυνάμεις του Π.Σ (αν δεν είναι ήδη ενταγμένες) στα “Σχέδια Άμυνας” της χώρας, εφοδιαζόμενες με οπλισμό και σχετικό εξοπλισμό. Ο οπλισμός (τυφέκια μάχης G-3A3/A4 και FN FAL, οπλοπολυβόλα HK-11 και FN Falo, πολυβόλα MG-3 και FN MAG-58), υποπολυβόλα MP-5) μπορεί να προέλθει από εσωτερική ανακατανομή με τις ΕΔ και τα ΣΑ, ενώ όταν τα οικονομικά βελτιωθούν μπορεί να αποκτηθούν νεότερα υποδείγματα φορητού και ημι-βαρέως οπλισμού-εδώ να αναφέρουμε απλώς πως σε διάφορες χώρες χρησιμοποιούνται φορητοί εκτοξευτές Α/Τ ρουκετών, με ρουκέτες εφοδιασμένες με πυροσβεστική γόμωση. Είναι ευνόητο πως μπορεί, πέραν της αυτονόητης χρησιμότητας τους στην κατάσβεση πυρκαγιών να χρησιμοποιηθούν στον αρχικό/βασικό τους ρόλο.

Οι τοπικές Υπηρεσίες και Σταθμοί του Π.Σ δύνανται να χρησιμεύσουν, όχι μόνο σαν τμήματα, αλλά σαν «πυρήνες» τμημάτων, υπομονάδων και μονάδων Παλλαϊκής Άμυνας, γύρω από τους οποίους αυτές θα «χτίζονται».
Ήδη από τον καιρό της ειρήνης κάθε στέλεχος του Π.Σ οφείλει να φέρει φορητό οπλισμό στην μορφή ημιαυτόματου πιστολιού (π.χ USP των 9 χλστ) ή και όπλου προσωπικής άμυνας [(PDW) π.χ MP-5K ή και MP-5K-PDW)], στον οποίο φυσικά θα πρέπει να είναι εκπαιδευμένο, καθώς η απειλές είναι παρούσες (εξτρεμιστικά στοιχεία στις τάξεις των παράνομων μεταναστών, πράκτορες του εχθρού, “κοινωνικοί αγωνιστές” κτλ) και μπορεί να εκδηλωθούν κατά τρόπο ξαφνικό, δίχως επαρκή έγκαιρη προειδοποίηση από πλευράς των αρμοδίων Αρχών.
Οι Ειδικές Μονάδες Αντιμετώπισης Καταστροφών (ΕΜΑΚ), οι οποίες συν τω καιρώ πρέπει να αυξηθούν ώστε να αντιστοιχούν ανά μία σε κάθε Περιφερειακή Διοίκηση Πυροσβεστικών Υπηρεσιών, πρέπει να λογίζονται ως οι “Ειδικές Δυνάμεις” του Σώματος, όχι μόνο εν καιρώ ειρήνης, αλλά και εν καιρώ κρίσης ή πολέμου. Με τον κατάλληλο οπλισμό και την εκπαίδευση που μπορεί να έχουν (σημειωτέων πολλά στελέχη τους προέρχονται από τις Ειδικές Δυνάμεις ενώ περνάνε και διάφορα σχολεία στρατιωτικών Κέντρων Εκπαίδευσης) σημαντική συμβολή σε αντι-εξεγερτικές/αντι-ανταρτικές/αντι-τρομοκρατικές αποστολές σε ό, τι έχει να κάνει με τη εσωτερική ασφάλεια.

Μια πιο ρηξικέλευθη πρόταση ακολουθεί στις παρακάτω γραμμές:
Η προικοδότηση του Π.Σ με βαρύ στρατιωτικό εξοπλισμό.
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι στην Σουηδία χρησιμοποιήθηκαν προσφάτως βόμβες με καθοδήγηση laser(!) GBU-49 για την κατάσβεση πυρκαγιών ενώ στης ΗΠΑ έχει προταθεί ακόμα και η χρήση βομβαρδιστικών B-1B Lancer τα οποία μεταφέρουν έως 84 βόμβες των 500 lb για μαζικό βομβαρδισμό των δασικών πυρκαγιών, κάτι που αναμένεται να έχει καταλυτικά αποτελέσματα στις ενέργειες πυρόσβεσης.
Στην Κίνα από την άλλη, η Πυροσβεστική Υπηρεσία χρησιμοποιεί Πολλαπλούς Εκτοξευτές Πυραύλων (ΠΕΠ) ήτοι ρουκετοβόλα(!) για κατάσβεση πυρκαγιών όχι μόνο σε δασικό αλλά ακόμα και σε αστικό περιβάλλον (π.χ σε ψηλά κτήρια, ουρανοξύστες κτλ) τα οποία εκτοξεύουν ρουκέτες με εκρηκτική ή πυροσβεστική γόμωση. Τα παρατηρούμενα αποτελέσματα είναι πραγματικά θεαματικά.

Στην ελληνική πραγματικότητα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ΠΕΠ RM-70 (ένας αριθμός εκ των οποίων θα μπορούσε να παραχωρηθεί στο Πυροσβεστικό Σώμα αντί να οδηγούνται για “σκραπ”), αυτοκινούμενα και ρυμουλκούμενα πυροβόλα με εκρηκτικές οβίδες και μαχητικά/επιθετικά αεροσκάφη. Τα τελευταία θα εκτελούν ένοπλες περιπολίες φορτωμένα με εκρηκτικές βόμβες και θα επεμβαίνουν άμεσα στα σημεία έναρξης της πυρκαγιάς, κατασβήνοντας την εν τη γενέσει της. Η εγγενής ταχύτητα τους εγγυάται πολύ ταχύτερη επέμβαση και από το ταχύτερο πυροσβεστικό αεροσκάφος-εννοείται πως τα τελευταία χρειάζονται, δεν προτείνουμε σε καμιά περίπτωση την κατάργηση τους.

Μια ενδιαφέρουσα ιδέα θα ήταν να επαναφέρει η Π.Α σε υπηρεσία μικρό αριθμό (12;) επιθετικών αεροσκαφών A-7 Corsair II, τα οποία μπορούν να φέρουν μεγάλο αριθμό βομβών της σειράς Mk-, που μπορούν να κατασκευαστούν σε μεγάλους αριθμούς από τα ΕΑΣ, και τα οποία να δρουν σε αγαστή συνεργασία με τις επίγειες πυροσβεστικές δυνάμεις, υπό το ίδιο σχήμα επιχειρησιακής εκμετάλλευσης των CL-215/415 Canadair. Κάτι τέτοιο θα εξακόντιζε τις δυνατότητες κατάσβεσης πυρκαγιών σε δασικό περιβάλλον, αποτρέποντας την καταστροφή του δασικού μας πλούτου, αποστολή που εκτός των άλλων έχει και στρατιωτικές προεκτάσεις και οφέλη.
‘Ίσως θα έπρεπε από την άλλη όλα τα εναέρια πυροσβεστικά μέσα της Π.Α να παραχωρηθούν στο Π.Σ και να σχηματίσουν “Πτέρυγα Εναερίων Μέσων Π.Σ“ ώστε να δρουν υπό ενιαίο επιχειρησιακό έλεγχο και διοίκηση, σε αγαστή συνεργασία με άλλους κρατικούς φορείς και δομές άμυνας και ασφάλειας.
Επίλογος
Στο παρόν άρθρο επιχειρήσαμε να θίξουμε ορισμένες μόνο πτυχές του θέματος Πυροσβεστικό Σώμα και Εθνική Άμυνα. Δεν διεκδικούμε το αλάθητο και σίγουρα οι αρμόδιοι είναι σε θέση να σκεφτούν πολύ περισσότερα από εμάς. Εκείνο που είναι απαραίτητο είναι οι όποιες σκέψεις να περάσουν από το στάδιο της σύλληψης σε αυτό της μορφοποίησης, του σχεδιασμού και της τελικής υλοποίησης, κάτι για το οποίο απαιτείται τόλμη και αποφασιστικότητα από πλευράς πολιτικής ηγεσίας.