Το καλοκαίρι του 1993 η Ελλάδα διεξήγαγε μία απόλυτα επιτυχή Επιχείρηση Εκκένωσης Αμάχων στα πέρατα του Εύξεινου Πόντου, στην Αμπχαζία, όπου η ελληνική παρουσία χάνεται στα βάθη της Ιστορίας. Για πρώτη φορά η Ελλάδα και συγκεκριμένα οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις διεξήγαγαν μία τέτοια επιχείρηση, η οποία στηρίχθηκε στην πρωτοβουλία, τον αυτοσχεδιασμό, την τόλμη του προσωπικού και στο έλεος του Θεού.
Γράφει ο Δημήτρης Π. Πατσουλές
Η 6η Αυγούστου για τον Λοχαγό (ΠΖ) Χρήστο Καρυώτη είχε ξημερώσει ως μία ακόμα ημέρα εκπαίδευσης στην Μονάδα που υπηρετούσε, την 2η ΜΑΛ. Βρισκόταν στις Κεχριές της Κορίνθου όπου η Μονάδα διεξήγαγε Θαλασσία Εκπαίδευση, μία ευχάριστη ασχολία για τους Αλεξιπτωτιστές και τα στελέχη, καθώς συνδύαζε στρατιωτικά αντικείμενα που σχετίζονταν με το υδάτινο στοιχείο αλλά και μπάνια χαλάρωσης. Το απόγευμα η εκπαιδευτική ημέρα έβαινε προς το τέλος της, αλλά για τον Λοχαγό άρχιζε μία περιπέτεια που θα είχε να διηγείται στα παιδιά του.
Σύμφωνα με την διαταγή που έφτασε από την Διεύθυνση Ειδικών Δυνάμεων (ΔΕΔ) του ΓΕΣ, ο Καρυώτης έπρεπε να παρουσιαστεί αμέσως στην εν λόγω υπηρεσία έχοντας μαζί του δύο φωτογραφίες ταυτότητας με πολιτική περιβολή. Τον λόγο της μετακίνησης θα μάθαινε με την άφιξή του στην Διεύθυνση.
Σε δύο ώρες περίπου, βρισκόταν στο γραφείο του Διευθυντή ΔΕΔ/ΓΕΣ, ο οποίος με λίγα και σταράτα λόγια τον ενημέρωσε ότι πρέπει, μαζί με τον Υπολοχαγό (ΥΙ) Σεραφετινίδη Εφραίμ, της 2ας ΜΑΛ, μία ομάδα του ΕΤΑ και έναν Υπαξιωματικό (ΔΒ), του 480 ΤΔΒ, να μεταβούν στο Σουχούμι της Αμπχαζίας! Σκοπός ήταν ο απεγκλωβισμός ομογενών Ελλήνων της περιοχής, οι οποίοι κινδύνευαν από τους Γεωργιανούς αντάρτες που είχαν καταλάβει την περιοχή. Η επιχείρηση είχε λάβει την κωδική ονομασία «Χρυσόμαλλο Δέρας”, ένας κατάλληλος τίτλος καθώς για δεύτερη φορά μία μικρή δύναμη Ελλήνων θα αναλάμβανε μία πολύ δύσκολη αποστολή στα βάθη του Εύξεινου Πόντου. Την πρώτη φορά ήταν στην προϊστορική Αρχαιότητα, όταν μία ομάδα ηρώων – μεταξύ των οποίων ο Ηρακλής και ο Θησέας – με επικεφαλής τον Ιάσωνα πήγε στην Κολχίδα για να φέρει πίσω το “Χρυσόμαλλο Δέρας”, μία προβιά κριαριού από χρυσάφι που η βασίλισσα Νεφέλη είχε στείλει ως λύτρα για να σώσει τον γιό της Φρίξο από την θυσία που ήθελε να κάνει ο πατέρας του βασιλιάς Αθάμας. Το “Χρυσόμαλλο Δέρας” φρουρούσε ένας ακοίμητος δράκος. Ο μύθος περιέγραφε με μυθιστορηματικό τρόπο μία πραγματικότητα: τον αποικισμό των πλούσιων ακτών του νοτιοανατολικού Εύξεινου Πόντου από τους Έλληνες μέσα από μεγάλους κινδύνους.
Στην σύγχρονη πραγματικότητα, το 1993, το έπαθλο ήταν οι ζωές 1.000 περίπου ομογενών που ζούσαν στην ευρύτερη περιοχή του Σουχούμι (αρχαία ελληνική Διοσκουριάδα). Οι κίνδυνοι μεγάλοι: στα ερείπια της άλλοτε κραταιάς Σοβιετικής αυτοκρατορίας, εθνικές και θρησκευτικές διαφορές αναζωπυρώθηκαν οδηγώντας σε συγκρούσεις. Ο πόλεμος Αμπχαζίας και Γεωργίας ήταν μία από αυτές.
Αιώνιοι εχθροί
Η Αμπχαζία λαμβάνει το όνομά της από την φυλή των Αμπχάζιων, μία εθνότητα του Βορειοδυτικού Καυκάσου, η οποία ανήκει στην ευρύτερη φυλετική ομάδα των Ηνίοχων (αρματιστών), όπως ονόμαζαν οι Αρχαίοι Έλληνες τις φυλές που κατοικούσαν στις ακτές του νοτιοανατολικού Εύξεινου Πόντου, από το σημερινό Σότσι μέχρι την Τραπεζούντα. Οι Αμπχάζιοι ήρθαν σε επαφή με τους Έλληνες μέσω των αποικιών της Διοσκουριάδας και του Πιτιούντα.
Την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Αμπχαζία υπήρχε το βασίλειο της Λαζίκας, που ήταν υποτελές στην Κωνσταντινούπολη. Το 780 μ.Χ. δημιουργήθηκε το βασίλειο της Αμπχαζίας, το οποίο το 1080 μ.Χ. ενώθηκε με το αυτό της Ιβερίας και σχηματίστηκε το Βασίλειο της Γεωργίας. Κυρίαρχη γλώσσα και κουλτούρα ήταν η Ελληνική και η επικρατούσα θρησκεία η Ορθοδοξία. Τον 16ο αιώνα η Γεωργία τέθηκε υπό την σφαίρα επιρροής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διατηρώντας όμως σημαντική αυτονομία. Στην περιοχή της Αμπχαζίας μεγάλο μέρος του πληθυσμού ασπάστηκε το Ισλάμ ως αντίδραση στους Χριστιανούς Γεωργιανούς.
Τον 18ο αιώνα η Ρωσική Αυτοκρατορία προσάρτησε την Γεωργία. Οι Αμπχάζιοι χρησιμοποιήθηκαν ως φιλορωσική ζώνη και τελικά η περιοχή ανακηρύχθηκε ειδική στρατιωτική περιοχή. Ο εκρωσισμός της περιοχής οδήγησε στην μετανάστευση του 40% του πληθυσμού με μουσουλμανικό θρήσκευμα στην Τουρκία. Η Οκτωβριανή Επανάσταση (1917) οδήγησε στην δημιουργία μίας ανεξάρτητης Γεωργίας που περιλάμβανε την Αμπχαζία. Μία επανάσταση αγροτών και ένας πόλεμος με την Τουρκία ανάγκασαν την Γεωργία να αναγνωρίσει την αυτονομία της Αμπχαζίας. Το 1921 ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την Γεωργία. Το 1931 ο Στάλιν δημιούργησε τις σοβιετικές δημοκρατίες της Αμπχαζίας και της Γεωργίας, με την πρώτη να διατηρεί σημαντική αυτονομία αλλά να υπάγεται στην δεύτερη.
Με την έλευση της Περεστρόικα στην ΕΣΣΔ, η Αμπχαζία το 1988 ζήτησε την ανεξαρτησία της ως σοβιετική δημοκρατία από τον τότε γενικό γραμματέα του ΚΚΣΕ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Το 1989 ξέσπασαν αιματηρές ταραχές μεταξύ Αμπχάζιων και Γεωργιανών στο Σουχούμι, τις οποίες κατέστειλε ο Σοβιετικός στρατός. Το 1991 η Γεωργία και η Αμπχαζία κήρυξαν την ανεξαρτησία τους από την ΕΣΣΔ. Η Γεωργία ανακοίνωσε ότι επαναφέρει το Σύνταγμα του 1921 που δημιουργούσε την Δημοκρατία της Γεωργίας, γεγονός που για τους Αμπχάζιους σήμαινε την κατάργηση της αυτονομίας τους. Για βοήθεια στράφηκαν στους Ρώσους, οι οποίοι ήθελαν να διατηρήσουν την επιρροή τους σε αυτή την στρατηγική περιοχή.
Το 1992 η εχθρότητα των δύο χωρών είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα, χωρίς πλέον η Μόσχα να έχει την δύναμη να επιβάλλει την τάξη, ενώ η Γεωργία άρχισε να λαμβάνει σαφώς φιλοδυτικό προσανατολισμό. Τον Αύγουστο του ιδίου έτους ξέσπασαν αψιμαχίες μεταξύ της Εθνικής Φρουράς Αμπχαζίας και της Εθνικής Φρουράς Γεωργίας. Το τελικό έναυσμα του πολέμου δόθηκε στις 11 Αυγούστου, όταν μία αντιπροσωπεία της Γεωργίας, περιλαμβανομένων του υπουργού Εσωτερικών και του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας έπεσε σε ενέδρα Αμπχάζιων αυτονομιστών, και μέλη της μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στην Αμπχαζία.
Υπό το πρόσχημα της απελευθέρωσης των ομήρων, η Γεωργία εξαπέλυσε επίθεση στις 14 Αυγούστου 1992 και κατέλαβε την Αμπχαζία. Η ήττα οδήγησε στην δημιουργία της Ομοσπονδίας Ορεινών Λαών του Καυκάσου, ένας οργανισμός-ομπρέλα για μία πλειάδα κινημάτων στον Βόρειο Καύκασο από ντόπιες φυλές. Μαζί τους ενώθηκαν χιλιάδες εθελοντές και μισθοφόροι από την Ρωσία με αρχηγό τον Σαμίλ Μπασάγιεφ (αργότερα αρχηγό αποσχιστών της Τσετσενίας). Οι αντάρτες κατάφεραν να εκδιώξουν τους Γεωργιανούς από το μεγαλύτερο μέρος της Αμπχαζίας και να ελέγχουν την χώρα βορειοδυτικά του Σουχούμι.
Ο πόλεμος είχε “βαλτώσει” μέχρι τον Ιούλιο του 1993, οπότε Αμπχάζιοι παραστρατιωτικοί εξαπέλυσαν επίθεση στο Σουχούμι που έλεγχαν οι Γεωργιανοί. Περικύκλωσαν την πόλη και άρχισαν έναν σφοδρό και συνεχή βομβαρδισμό. Στην πόλη εγκλωβισμένος βρισκόταν και ο πρόεδρος της Γεωργίας, Έντουαρντ Σεβαρνάτζε. Στα τέλη του μήνα επετεύχθη μία εκεχειρία μετά από συνομιλίες στο Σότσι. Αυτό το “παράθυρο” ηρεμίας εκμεταλλεύτηκε η Ελλάδα για να εκκενώσει τον ελληνικό πληθυσμό, που ήταν ανεπιθύμητοι στους Αμπχάζιους αυτονομιστές.
Οι Έλληνες της Αμπχαζίας
Πέραν της αρχαίας ελληνικής παρουσίας στον νοτιοανατολικό Εύξεινο Πόντο, οι σύγχρονοι Έλληνες της περιοχής αυτής προέρχονταν από μεταναστεύσεις μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πολλοί Έλληνες του Πόντου αναζήτησαν καταφύγιο στο χριστιανικό βασίλειο του Καυκάσου και έγιναν δεκτοί με ευχαρίστηση καθώς συνέβαλαν στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της Γεωργίας. Το 1920 στην Αμπχαζία οι Έλληνες αποτελούσαν την πλειοψηφία, αριθμώντας 50.000 ψυχές.
Μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων, οι Έλληνες παρέμειναν μία από τις κύριες εθνικές ομάδες της Αμπχαζίας. Μάλιστα μετά τον Β’ ΠΠ έθεσαν θέμα δημιουργίας Αυτόνομης Ελληνικής Δημοκρατίας της Κολχίδας εντός της ΕΣΣΔ. Ο Στάλιν απάντησε με διωγμούς και εξορίες των Ελλήνων στην Σιβηρία που διήρκεσαν μέχρι το 1959. Αυτό κατέστησε τους Αμπχάζιους μουσουλμάνους πλειοψηφία. Σε αυτούς ο Στάλιν έκανε το χατίρι και τους ίδρυσε την Αυτόνομη Δημοκρατία της Αμπχαζίας εντός όμως της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γεωργίας.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος Γεωργίας – Αμπχαζίας οι εντοπισμένοι Έλληνες αριθμούσαν 1.500 άτομα, και βρίσκονταν υπό απειλή εξόντωσης από τους μουσουλμάνους…
Επιχειρήσεις Εκκένωσης Αμάχων
Όταν η τότε ελληνική κυβέρνηση υπό την Υφυπουργό Εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού αποφάσισε να απομακρύνει τους Έλληνες ομογενείς από την εμπόλεμη ζώνη της Αμπχαζίας, το ελληνικό κράτος δεν είχε διεξάγει ποτέ μία Επιχείρηση Εκκένωσης Αμάχων (ΕΕΑ). Μία σύντομη ανάλυση των διεθνών νομικών αλλά και επιχειρησιακών πλαισίων εκτέλεσης τέτοιων επιχειρήσεων είναι απαραίτητη, ώστε να κατανοηθεί η σημασία της επιτυχούς εκτέλεσης της Επιχείρησης “Χρυσόμαλλο Δέρας”.
Οι ΕΕΑ μπορούν γενικά να χαρακτηριστούν ως μία διπλωματική πρωτοβουλία που εστιάζει στην συλλογή, καταγραφή και μετακίνηση πολιτών εκτός μίας πραγματικής ή δυνητικής επικίνδυνης γεωγραφικά περιοχής. Σε αυτό τον γενικό ορισμό υποκρύπτεται ένα μεγάλο φάσμα καταστάσεων και σεναρίων ΕΕΑ, που χαρακτηρίζονται από ρευστότητα και πολυπλοκότητα, ιδίως κατά την εκτέλεσή τους. Ειδικότερα, οι ΕΕΑ είναι ένα μείγμα διπλωματικών, στρατιωτικών και ιδιωτικών πρωτοβουλιών με πολυδιάστατη και διαλειτουργική συνεργασία.
Κυρίαρχος παράγων στις ΕΕΑ είναι η διπλωματία. Σύμφωνα με το ΝΑΤΟ: “Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι εκκενώσεις είναι διπλωματικές πρωτοβουλίες, με τις στρατιωτικές δυνάμεις να συμμετέχουν σε έναν υποστηρικτικό ρόλο”. Να επισημάνουμε ότι ΕΕΑ δεν είναι επιχειρήσεις Διάσωσης Ομήρων – αν και μπορεί να περιλαμβάνουν τέτοιες αν υπάρξει ανάγκη. Ως εκ τούτου, αν και ο στρατιωτικός παράγοντας είναι πάντα σημαντικός, η προσπάθεια ειρηνικής λύσης είναι κύριος στόχος καθώς οι ΕΕΑ στοχεύουν πρωτίστως στην ασφάλεια των αμάχων, που σημαίνει αποφυγή όσο είναι αυτό δυνατό στρατιωτικής αναμέτρησης με κρατικές ή μη κρατικές οντότητες. Ωστόσο, αν μία χώρα θεωρήσει ότι πολίτες της ή συγγενείς εθνοτικές ομάδες σε ξένη χώρα κινδυνεύουν μπορεί να επέμβει στρατιωτικά με ή χωρίς τη συγκατάθεση του Φιλοξενούντος Έθνους (ΦΕ). Η νομική κατοχύρωση αυτού του δικαιώματος επέμβασης ενός κράτους είναι αμφιλεγόμενη καθώς το διεθνές δίκαιο δεν αποσαφηνίζει αυτό το δικαίωμα. Απλουστευτικά και ωμά, μπορούμε να πούμε ότι ένα κράτος μπορεί να επέμβει στρατιωτικά εφόσον έχει την στρατιωτική ισχύ ή/και την διεθνή επιρροή για να αποφύγει ή να εξουδετερώσει τις διεθνείς αντιδράσεις.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, στο Σύνταγμα γίνεται αναφορά μόνον στην υποχρέωση του κράτους για την μέριμνα της ζωής του απόδημου Ελληνισμού και την διατήρηση των δεσμών του με την Μητέρα Πατρίδα. Δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία για χρήση στρατιωτικής ισχύς προκειμένου να διασφαλιστεί ο ανωτέρω στόχος.
Διαδικασία και Εκτέλεση ΕΕΑ
Κατά την εκτέλεση των ΕΕΑ κρίσιμη σημασίας είναι το επιχειρησιακό περιβάλλον που αυτές εκτελούνται. Το ΝΑΤΟ διακρίνει τρία επίπεδα: Επιτρεπτό (Permissive), Αβέβαιο (Uncertain) και Εχθρικό (Hostile).
- Επιτρεπτό είναι το περιβάλλον χωρίς ύπαρξη αντίστασης και γενικότερα απειλής από κρατικές ή μη κρατικές οντότητες. Η εκκένωση μπορεί να διεξαχθεί με πολιτικά μέσα ή και με στρατιωτικά ως υποστήριξη.
- Αβέβαιο είναι το περιβάλλον όπου οι κυβερνητικές δυνάμεις του ΦΕ δεν είναι βέβαιο αν αντιτίθενται ή βλέπουν θετικά την ΕΕΑ, ή δεν έχουν τον έλεγχο τόσο του εδαφικού χώρου ή/ και του πληθυσμού λόγω κοινωνικών αναταραχών, συγκρούσεων αντιμαχόμενων παρατάξεων, πολιτικής αστάθειας κ.λπ.
- Εχθρικό είναι το περιβάλλον όπου το ΦΕ είναι αρνητικό στην εκτέλεση ΕΕΑ στο έδαφός του, ή η κατάσταση ασφαλείας δεν είναι ελεγχόμενη με αποτέλεσμα να διεξάγονται μάχες, τρομοκρατικές ενέργειες και άλλες βίαιες ενέργειες που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τόσο τις δυνάμεις εκκένωσης όσο και τους αμάχους.
Αυτές οι συνθήκες ασφαλείας μπορούν να αλλάξουν κατά την εκτέλεση της επιχείρησης. Αυτό σημαίνει ότι μία ΕΕΑ μπορεί να ξεκινήσει με προϋποθέσεις Ασφαλούς περιβάλλοντος, αλλά στην διάρκεια αυτό να μεταβληθεί σε Αβέβαιο ή και Εχθρικό. Για την επιχειρησιακή σχεδίαση, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει πάντα να υπάρχουν εναλλακτικά σχέδια που να προβλέπουν και τις τρεις καταστάσεις. Ως εκ τούτου, αν και τονίζεται η σπουδαιότητα της διπλωματίας στις ΕΕΑ, η στρατιωτική ισχύς θα πρέπει να αποτελεί ισάξιος και ισοδύναμος παράγοντας.
Φάσεις εκτέλεσης ΕΕΑ
Σύμφωνα με σύγχρονη διεθνή πρακτική, οι φάσεις εκτέλεσης μιας ΕΕΑ είναι: η Προπαρασκευαστική, η Προκαταρκτική, η Εκκένωση και η Αναδίπλωση/ Επιστροφή.
Η Προπαρασκευαστική φάση περιλαμβάνει την συλλογή παντός είδους πληροφοριών, την συγκρότηση της στρατιωτικής δύναμης που θα εκτελέσει την επιχείρηση, την εδραίωση υποδομής για παροχή Διοικητικής Μέριμνας (ΔΜ) και την τυποποίηση διαδικασιών Διοίκησης & Ελέγχου. Οι πληροφορίες σε πρώτη φάση αφορούν το στρατηγικό επίπεδο και σχετίζονται την πολιτική και στρατιωτική κατάσταση της χώρας υπό κρίση. Σε δεύτερη φάση αφορούν το επιχειρησιακό επίπεδο και σχετίζονται με την αεράμυνα, την παράκτια και χερσαία άμυνα, την διάταξη μάχης των ενόπλων δυνάμεων του ΦΕ, την τοποθεσία ή τις τοποθεσίες εντοπισμού αμάχων προς εκκένωση, σημείων “εισόδου” και “εξόδου” από την χώρα, Ζώνες Ρίψης/ Προσγείωσης, σημεία συγκέντρωσης/ εκκένωσης αμάχων κ.λπ.
Παράλληλα, στην Προπαρασκευαστική Φάση, συγκροτείται η στρατιωτική δύναμη και αρχίζει η σχεδίαση της ΕΕΑ. Στο πλαίσιο αυτό είναι αναπόφευκτη η αποστολή μίας ομάδας αναγνώρισης κρυφής ή φανερής μορφής, αναλόγως της κατάστασης, η οποία θα εκτιμήσει επί τόπου την κατάσταση και θα παράσχει ακριβείς πληροφορίες. Η ομάδα αυτή μπορεί να είναι πολιτικο-στρατιωτική, ήτοι από στρατιωτικούς και μέλη υπηρεσιών πληροφοριών, αλλά και διπλωμάτες, οι οποίοι θα ασχοληθούν ο καθένας με τα αντικείμενα της υπηρεσίας του συγκλίνοντας στον ίδιο στόχο.
Επιπλέον, στην φάση αυτή λαμβάνουν χώρα διπλωματικές διεργασίες μεταξύ της χώρας διεξαγωγής ΕΕΑ και του ΦΕ, εφόσον αυτό είναι φιλικό ή/και ευνοϊκό ως προς την εκτέλεση της επιχείρησης. Πέραν των διπλωματικών διαύλων με το ΦΕ μπορεί να χρειαστούν και δίαυλοι με άλλες γειτονικές χώρες, οι οποίες ελέγχουν δρομολόγια εισόδου στο ΦΕ από αέρα, θάλασσα και ξηρά.
Η Προκαταρκτική φάση περιλαμβάνει τον στρατιωτικό Αντικειμενικό Σκοπό (ΑΝΣΚ) o οποίος αφορά την αναγνώριση και εξασφάλιση Προκεχωρημένων Βάσεων Εξόρμησης (ΠΒΕ), των Κέντρων Υποδοχής (ΚΥ) καθώς και των Κέντρων Συντονισμού Εκκένωσης (ΚΣΕ). Εφόσον η ΕΑΑ διεξάγεται σε εχθρικό περιβάλλον, η φάση αυτή μπορεί να περιλαμβάνει χρήση ένοπλης βίας για επιχειρήσεις “εισόδου” και κατάληψη-ασφάλιση των επιμέρους στόχων του ΑΝΣΚ. Η “είσοδος” μπορεί να είναι αερομεταφερόμενη ή αμφίβια επιχείρηση ή συνδυασμός των δύο.
Οι επιμέρους φάσεις της Προκαταρκτικής είναι:
- Ανάπτυξη Δυνάμεων: Αυτή αφορά την εγκατάσταση της ΠΒΕ, η οποία πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην περιοχή εκκένωσης. Η ΠΒΕ μπορεί να βρίσκεται στην ξηρά σε φίλιο έδαφος, εφόσον η εκκένωση αφορά όμορο κράτος, διαφορετικά θα βρίσκεται σε συμμαχικό, φιλικό ή δεκτικό κράτος όμορο της περιοχής εκκένωσης. Αν αυτό δεν είναι δυνατό ή επιχειρησιακά λιγότερο συμφέρον, η ΠΒΕ μπορεί να είναι σε πλωτά μέσα που παρέχουν ικανότητα απογείωσης ελικοπτέρων ή/και αεροσκαφών καθώς και εξαπόλυσης αμφίβιων μέσων. Στην ΠΒΕ αναπτύσσονται τα αεροπορικά, χερσαία, αμφίβια μέσα για την διείσδυση στρατιωτικών δυνάμεων στον χώρο εκκένωσης και την μεταφορά των αμάχων κατά την αποχώρηση/ εκκένωση. Η διοίκηση & έλεγχος των στρατιωτικών δυνάμεων μπορεί να γίνεται από την ΠΒΕ μέσω ενός προωθημένου κέντρου τακτικών επιχειρήσεων ή από το κέντρο επιχειρήσεων των ενόπλων δυνάμεων στην χώρα διεξαγωγής ΕΕΑ. Συνήθως υπάρχει ένας συνδυασμός των δύο, με επιμερισμό επιχειρησιακών/ τακτικών και στρατηγικών αποφάσεων.
- Καθορισμός Κέντρων Υποδοχής (ΚΥ): Ο καθορισμός και η γνωστοποίηση των ΚΥ είναι κρίσιμης σημασίας για την ομαλή διεξαγωγή της ΕΕΑ. Τα ΚΥ πρέπει να παρέχουν στους πολίτες εύκολη αναγνώριση/ εντοπισμό, εύκολη πρόσβαση, ασφάλεια και δυνατότητα διαμονής για ώρες ή ημέρες πριν εκτελεστεί η εκκένωση. Η επιλογή των ΚΥ είναι ευθύνη των διπλωτικών υπηρεσιών, εκτός και αν το περιβάλλον είναι εχθρικό οπότε πρέπει να οργανωθούν από τις στρατιωτικές δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί.
- Καθορισμός Σημείων Εκκένωσης (ΣΕ): Η επιλογή των ΣΕ αποτελεί ευθύνη της διπλωματικής αποστολής σε περιβάλλοντα Επιτρεπτά, αλλά σε Αβέβαια και Εχθρικά είναι ευθύνη της στρατιωτικής δύναμης. Πρέπει να χαρακτηρίζονται από ασφάλεια και να εξυπηρετούν την ταχεία και συντεταγμένη εκκένωση.
- Συμβολή στην οργάνωση Κέντρου Συντονισμού Εκκένωσης (ΚΣΕ): αφορά την στρατιωτική υποστήριξη στην οργάνωση ΚΣΕ από διπλωματικές αποστολές.
- Συμβολή στην οργάνωση Σημείων Επιβίβασης (ΣΕΠ): Η στρατιωτική δύναμη συμβάλει στην συντεταγμένη, εύρυθμη και ασφαλή επιβίβαση των αμάχων στα μέσα εκκένωσης.
Η Φάση Εκκένωσης είναι η πλέον κρίσιμη σε όλη την ΕΕΑ. Περιλαμβάνει την ασφαλή μετάβαση/ μετακίνηση των υπό εκκένωση πολιτών/ αμάχων από τα ΚΥ στα ΣΕ και μετά στα ΣΕΠ. Κατά την μετακίνηση η στρατιωτική δύναμη παρέχει ασφάλεια με την χρήση όλων των διαθέσιμων πολεμικών μέσων, ενώ προβλέπεται και η χρήση Ασφαλών Καταφυγίων (ΑΚ).
H διπλωματική αποστολή έχει την ευθύνη της διαλογής των προς εκκένωση πολιτών/ αμάχων. Υπάρχουν κριτήρια καταλληλότητας, όπως η ταυτοποίηση του προσώπου, ότι όντως είναι εγκεκριμένος προς εκκένωση πολίτης ή άμαχος. Ταυτόχρονα μπορεί να δοθεί και σειρά προτεραιότητας με διάφορα κριτήρια, όπως π.χ. κατάσταση υγείας ή πολιτική σπουδαιότητα. Εν συνεχεία εκτελείται έλεγχος ασφαλείας των προσώπων, ώστε αυτά να μην αποτελέσουν πρόβλημα ασφαλείας στην δύναμη εκκένωσης, τους πολίτες/ αμάχους που εκκενώνονται αλλά και στην χώρα μετάβασης. Μπορεί π.χ. να υπάρχουν τρομοκράτες ή εγκληματίες. Τέλος, γίνεται υγειονομικός έλεγχος ώστε τα προς εκκένωση άτομα δεν αποτελούν υγειονομική απειλή, π.χ. ως φορείς μολυσματικής/ μεταδοτικής ασθενείας.
Η Φάση Αναδίπλωσης/ Επιστροφής περιλαμβάνει το ταξίδι της επιστροφής, το οποίο μέχρι η δύναμη εκκένωσης να εξέλθει από επικίνδυνο ή έστω αμφιλεγόμενο περιβάλλον πρέπει να διατηρεί μέτρα ασφαλείας, π.χ. αν πρόκειται για αεροσκάφη να υπάρχει συνοδεία από μαχητικά και να αποφεύγονται πιθανές θέσεις αντιαεροπορικών όπλων.
Η διπλωματική αποστολή
Πριν κινητοποιηθούν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, το Υπουργείο Εξωτερικών άρχισε από τα τέλη Ιουλίου να προετοιμάζει το έδαφος για την επικείμενη ΕΕΑ. Στις 21 Ιουλίου 1993, με εντολή της Υπουργού Εξωτερικών Βιργινίας Τσουδερού, τρία στελέχη της ελληνικής Πρεσβείας στην Μόσχα, ο διευθύνων το Προξενικό γραφείο Διονύσιος Καλαμβρέζος, ο Ακόλουθος Άμυνας (ΑΚΑΜ) συνταγματάρχης Γιώργος Κουσούλης και ο συμβασιούχος υπάλληλος Πρόδρομος Τεκνόπουλος, μετέβησαν στην Γεωργία, για να προετοιμάσουν την επιχείρηση εντοπισμού και οργάνωσης των ομογενών για την μεταφορά τους στην Ελλάδα. Στην ομάδα προστέθηκε ο εκπρόσωπος του ΕΙΥΑΠΟΕ (Εθνικού Ιδρύματος Υποδοχής και Αποκατάστασης Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων), Αδάμης Μητσοτάκης, που είχε μεταβεί λίγο νωρίτερα στην περιοχή.
Ο τρόπος εκκένωσης των ομογενών προβλημάτισε τόσο την επί τόπου Διπλωματική Ομάδα όσο και το ΥΠΕΞ. Η αερομεταφορά ήταν η πιο γρήγορη αλλά και η πιό επισφαλής επιλογή, καθώς καμία πλευρά δεν μπορούσε να εγγυηθεί στην ασφάλεια των αεροσκαφών (πολιτικών ή στρατιωτικών) τόσο στον αέρα όσο και στο έδαφος. Το Ισραήλ με την έναρξη των εχθροπραξιών είχε χρησιμοποιήσει μεταφορικά αεροσκάφη της IAF για να εκκενώσει Εβραίους της περιοχής, προφανώς υπό άλλες συνθήκες και μέτρα ασφαλείας. Την επιχείρηση εκτέλεσαν οπλισμένοι κομμάντος. Όμως στην περίπτωση των Ελλήνων ομογενών υπήρχαν δύο σημαντικές διαφορές. Στο μεσοδιάστημα, το μοναδικό κοντινό αεροδρόμιο γνωστό τότε ως Sukhumi Dranda Airport (σημερινό Vladislav Ardzinba Sokhumi International) είχε υποστεί σημαντικές ζημιές από βομβαρδισμούς. Η εκτίμηση ήταν πως δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ασφαλώς. Το δεύτερο σημείο αφορούσε το μεγάλο αριθμό αμάχων που προσέγγιζαν τους 1.500. Η εκκένωση τους ξεπερνούσε τις ικανότητες της ΠΑ σε ικανά μεταγωγικά αεροσκάφη.
Ως εκ τούτου, η εκκένωση διά θαλάσσης ήταν η επόμενη και πιό εφικτή επιλογή. Έτσι η Ομάδα διπλωματών κινήθηκε στα πλαίσια αυτής της απόφασης.
Οι εντολές τού τότε προέδρου του ΕΙΥΑΠΟΕ Γιώργου Ιακώβου, όταν η ομάδα κατάφερνε να μεταβεί στο Σουχούμι, ήταν:
- Να εκτιμήσει τον αριθμό των επηρεαζόμενων ομογενών.
- Να πληροφορηθεί για την ύπαρξη ασφαλών (από στρατιωτική δραστηριότητα) λιμένων και αγκυροβολίων και να τα υποδείξει επί χάρτου.
- Να περιγράψει τα χαρακτηριστικά τους, δηλαδή βάθος και μέγεθος πλοίου που μπορεί να ελλιμενισθεί ή να προσεγγίσει.
- Να ερευνήσει κατά πόσον υπάρχουν επί τόπου μικρά σκάφη που μπορούν να τους μεταφέρουν σε πλοία (αν δεν μπορεί να προσεγγίσει πλοίο).
- Να εξετάσει την δυνατότητα μεταφοράς των ομογενών σε 3-4 χωριά και χώρους κοντά στο σημείο επιβίβασης.
- Να μελετήσει χρονοδιαγράμματα μεταφοράς των ομογενών του Σουχούμι.
- Να πληροφορηθεί ποιες ήταν οι απόψεις της κυβέρνησης της Γεωργίας για την μελετώμενη δραστηριότητα.
Η παρουσία του Γιώργου Ιακώβου στην θέση του προέδρου του ΕΙΥΑΠΟΕ αποτέλεσε μεγάλο ευτύχημα. Ο Κύπριος πρώην διπλωμάτης και υπουργός διέθετε μεγάλη εμπειρία διαχείρισης προσφυγικών θεμάτων και επαφές στον ΟΗΕ και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Από τις 21 έως τις 30 Ιουλίου, η ομάδα πραγματοποίησε επαφές με εκπροσώπους της κυβέρνησης της Γεωργίας, την Ρωσική Πρεσβεία στην Τιφλίδα και το Πατριαρχείο Γεωργίας με κύριο αίτημα την διευκόλυνση της επιχείρησης εκκένωσης και την τήρηση ανακωχής κατά την διεξαγωγή της, για να μην κινδυνεύσουν ζωές αμάχων, αλλά και για την προστασία των οικιών και άλλων περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων που θα έφευγαν.
Στις 27 Ιουλίου 1993, οι αντιμαχόμενες πλευρές συμφώνησαν στην σύναψη ανακωχής, και έτσι, στις 31 Ιουλίου 1993, η ομάδα, στην οποία είχε προστεθεί και ο νεαρός ομογενής Σπάρτακος Κοτανίδης, κατάφερε να μεταβεί στο Σουχούμι. Εκεί ήρθε αμέσως σε επαφή με το σύνολο των τοπικών αρχών και τους ομογενείς.
Επί 10 ημέρες και κάτω από συνθήκες σοβαρών φυσικών κινδύνων, υπό την συνοδεία ένοπλων Γεωργιανών αξιωματικών, η ομάδα μετέβη σε όλες τις γειτονιές του Σουχούμι και στα γύρω χωριά με σημαντικό ελληνικό πληθυσμό (Γκεργκίεβκα, Παύλοβκα, Οντίσι-Μιτσούρινα-Αλεξάντροβκα, Τεμερτσίκι, Χαλατσιντόν). Για να ειδοποιηθούν οι ομογενείς στήθηκε ένα αυτοσχέδιο “Προξενείο” στο σπίτι του ομογενούς Φίλιππου Τυρικίδη, στο κεντρικό Σουχούμι, που προστατευόταν σχετικά καλά από θραύσματα εκρήξεων. Με αυτό τον τρόπο ειδοποιήθηκαν όλοι οι ομογενείς της πόλης και των γύρω χωριών, και η Ομάδα άρχισε να συλλέγει τα πιστοποιητικά που χρειάζονταν για την έκδοση διαβατηρίων. Έτσι, υπό δυσχερέστατες και πολύ επικίνδυνες συνθήκες, τακτοποιήθηκαν τα ταξιδιωτικά έγγραφα 1.484 ομογενών.
Αφού ολοκληρώθηκαν οι ενέργειες για την έκδοση των διαβατηρίων και οι επαφές με τις τοπικές αρχές, η ομάδα επέστρεψε στην Τιφλίδα στις 8 Αυγούστου 1993. Εκεί συναντήθηκε ξανά με τους υφυπουργούς Εξωτερικών, Εσωτερικών, Εθνικής Άμυνας, τον υπουργό για θέματα προσφύγων, τον Πατριάρχη Γεωργίας και την ηγεσία της Ομογένειας, ανέφερε τις προσπάθειές της στο Σουχούμι και ζήτησε την στήριξη και την συνδρομή τους στην επιχείρηση εκκένωσης των ομογενών.
Η “Ομάδα των 11”
Την επιχείρηση “Χρυσόμαλλο Δέρας”, όπως ονομάστηκε η ΕΕΑ, οργάνωνε το Υπουργείο των Εξωτερικών αλλά την διεύθυνε το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμύνης (ΓΕΕΘΑ). Ο Λοχαγός Καρυώτης μετά την πρώτη ενημέρωση που έλαβε στην ΔΕΔ για την αποστολή συμμετείχε σε σύσκεψη υπό τον Επιτελάρχη του ΓΕΕΘΑ, Αντιστράτηγο Μανία Γεώργιο, για λήψη οδηγιών και συντονισμό για την οργάνωση και εκτέλεση της επιχείρησης. Στην σύσκεψη συμμετείχαν ο Πλοίαρχος (ΠΝ) Ντεριλής Βασίλειος, ο οποίος θα ήταν ο επικεφαλής της επιχείρησης, επιτελείς του ΓΕΕΘΑ και εκπρόσωποι από το 3ο και 4ο ΕΓ του ΓΕΣ και της ΔΕΔ/ΓΕΣ. Αρχικά, παρουσιάστηκε, από τον Επιτελάρχη του ΓΕΕΘΑ, η κατάσταση η οποία επικρατούσε στην Αμπχαζία εκείνη την περίοδο. Στην συνέχεια δόθηκε η αποστολή, τα κύρια σημεία της οποίας, ήταν τα παρακάτω:
- Το Τμήμα να μεταβεί από την Αθήνα στο Σουχούμι της Αμπχαζίας, να συναντήσει την Διπλωματική Αποστολή της Ελληνικής Πρεσβείας της Μόσχας, που θα βρίσκεται στο Σουχούμι και από κοινού να οργανώσουν τον απεγκλωβισμό των Ελλήνων ομογενών της πόλης.
- Όταν είναι όλα έτοιμα, να ενημερωθεί το ΓΕΕΘΑ, για να αποστείλει επιβατικό πλοίο του Εμπορικού Ναυτικού, με το οποίο θα γίνει ο απεγκλωβισμός.
- Το Τμήμα να φέρει μαζί του τρόφιμα και υλικά για να επιβιώσει για 10 ημέρες περίπου σε εμπόλεμη περιοχή, όπου δεν υπάρχουν τρόφιμα, πόσιμο νερό, καύσιμα και ηλεκτρικό ρεύμα.
- Επιπλέον, το Τμήμα πρέπει να μεταφέρει και μέσα επικοινωνιών, καθόσον στην περιοχή δεν λειτουργούσαν τα τηλέφωνα, ούτε υπήρχε άλλο μέσο επικοινωνιών.
- Η κίνηση του Τμήματος θα γίνει με αεροσκάφος C-130, εφόσον δοθεί έγκριση από τις αρχές της Γεωργίας και της Ρωσίας. Σε διαφορετική περίπτωση θα αναζητηθεί άλλος τρόπος μετακίνησης.
- Όλα τα μέλη του Τμήματος θα φέρουν πολιτική περιβολή και θα έχουν υπηρεσιακά διαβατήρια, με την ιδιότητα του Δημοσίου Υπαλλήλου.
Τονίσθηκε ότι η επιχείρηση χαρακτηρίζεται ως Άκρως Απόρρητη και ότι τα μέλη της ομάδας δεν έπρεπε να αναφέρουν σε κανέναν την αποστολή τους, μηδέ εξαιρουμένου και του Διοικητή της Μονάδος τους. Τέλος διευκρινίστηκε ότι η ομάδα θα παραλάβει από το Τάγμα Διαβιβάσεων του ΓΕΕΘΑ ένα δορυφορικό τηλέφωνο τύπου IMARSAT για τον χειρισμό του οποίου θα έπρεπε να εκπαιδευτεί. Επιπλέον, το ΓΕΕΘΑ θα διέθετε τα απαιτούμενα χρήματα για τι ανάγκες της αποστολής. Για όλα τα υπόλοιπα υλικά, μέσα και τρόφιμα, θα έπρεπε να γίνει εκτίμηση των αναγκών από το Τμήμα και να υποβληθεί ανάλογη αίτηση στο ΓΕΕΘΑ, για ικανοποίηση των αναγκών.
Με την ολοκλήρωση της σύσκεψης, ο Λοχαγός Καρυώτης μαζί με τον Πλοίαρχο (ΠΝ) Ντερτιλή μετέβησαν στην Σχολή Αλεξιπτωτιστών (ΣΧΑΛ), όπου συναντήθηκαν με τα υπόλοιπα μέλη του Ειδικού Τμήματος Αλεξιπτωτιστών (ΕΤΑ), που είχε πάρει διαταγή να συμμετέχει στην επιχείρηση. Η σύνθεση του Τμήματος Αλεξιπτωτιστών ήταν:
- Λγος (ΠΖ) Καρυώτης Χρήστος, 2ας ΜΑΛ, επικεφαλής του Τμήματος
- Υπλγός (ΠΖ) Πάτσαλος Αναστάσιος, του ΕΤΑ.
- Υπλγός (ΥΙ) Σεραφετινίδης Εφραίμ. 2ας ΜΑΛ, ιατρός της αποστολής.
- Αλχιας (ΔΒ) Τσιατσούλης Λεωνίδας, του ΕΤΑ.
- Αλχιας (ΔΒ) Μπεσλίκας Δημήτριος, του 480 ΤΔΒ.
- Επχιας (ΔΒ) Αποστολόπουλος Κωνσταντίνος, του ΕΤΑ.
- Επχιας (ΔΒ) Γιοβανέκος Γεώργιος, του ΕΤΑ.
- Λχιας ΕΜΘ (ΠΖ) Μαραπάς Δημήτριος, του ΕΤΑ.
- Λχιας ΕΜΘ (ΠΖ) Γεωργίου Παναγιώτης, του ΕΤΑ.
- Λχιας ΕΜΘ (ΠΖ) Καράπαλης Χαράλαμπος, του ΕΤΑ.
Ο Πλοίαρχος Ντερτιλής ενημέρωσε το τμήμα για τις λεπτομέρειες της Επιχείρησης και επεσήμανε στο προσωπικό να τακτοποιήσει όλε τις οικογενειακές, οικονομικές και επαγγελματικές του εκκρεμότητες, κατά το χρονικό διάστημα της προετοιμασίας, λόγω της επικινδυνότητας της αποστολής.
Προετοιμασία
Από εκείνη την στιγμή και μέχρι την 11η Αυγούστου 1993, το Τμήμα ασχολήθηκε με τη συγκέντρωση των αναγκαίων, κατά την εκτίμησή του, υλικών, την εκπαίδευση των Διαβιβαστών στο χειρισμό των μέσων Δορυφορικής επικοινωνίας και στην ρύθμιση των λεπτομερειών που αφορούσαν στην επιχείρηση (έκδοση διαβατηρίων κ.λπ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι για την συγκέντρωση ειδικού υγειονομικού υλικού, ο Υπλγός (ΥΙ) Σεραφετινίδης Εφραίμ, απευθύνθηκε ακόμα και σε συναδέλφους του, που υπηρετούσαν σε Φρεγάτες του Πολεμικού Ναυτικού.
Ο Πλοίαρχος Ντερτιλής και ο Λοχαγός Καρυώτης επισκέπτονταν καθημερινά το ΓΕΣ, όπου ενημερώνονταν για τις τελευταίες εξελίξεις. Επίσης, οι δύο άνδρες μετέβησαν δύο φορές στο Υπουργείο Εξωτερικών για την έκδοση των διαβατηρίων, αλλά και για ενημέρωση επί της κατά στάσεως που επικρατούσε στην Αμπχατζία, από τις αναφορές της Ελληνικής Πρεσβείας στην Μόσχα.
Τη Δευτέρα, 9 Αυγούστου 1993, έγινε γνωστό ότι δεν εγκρίθηκε από την Γεωργία και την Ρωσία η μετάβαση του Τμήματος στο Σουχούμι με αεροσκάφος C-130 της ΠΑ. Η ΔΕΔ/ΓΕΣ αρχικά εξέτασε το ενδεχόμενο να μεταβεί στο Σουχούμι μόνον ο Λοχαγός Καρυώτης με δύο άτομα, μεταφέροντας τα άκρως απαραίτητα υλικά και χρήματα για τις ανάγκες της επιχείρησης. Ο Λοχαγός θα επέλεγε τα άτομα, αλλά πριν καν ανακοινώσει ποιοί θα πήγαιναν μαζί του, η διαταγή άλλαξε. Είχε αποφασισθεί τελικά η κίνηση όλου του Τμήματος με αεροσκάφος των πολιτικών αερογραμμών, μέσω Τυφλίδος.
Υπήρχε μία πτήση Θεσσαλονίκη – Τυφλίδα, κάθε 15 ημέρες, και η πιο κοντινή πτήση ήταν την Τετάρτη 11 Αυγούστου 1993, με την οποία και αποφασίσθηκε να πετάξουν οι 10 Αλεξιπτωτιστές και ο Πλοίαρχος Ντερτιλής.
Οι διαδικασίες προετοιμασίας προσαρμόσθηκαν στα νέα δεδομένα. Έγινε έκδοση εισιτηρίων από Αθήνα για Θεσσαλονίκη με την «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ», και από Θεσσαλονίκη για Τυφλίδα με την εταιρεία ΟRΒΙ, μια άγνωστη Γεωργιανή αεροπορική εταιρεία. Παράλληλα αναπροσαρμόστηκαν και τα υλικά που το Τμήμα θα έπαιρνε μαζί του, ώστε να μπορούν να μεταφερθούν από 10 άτομα που ταξιδεύουν με πολιτικές αερογραμμές.
Τα υλικά τα οποία τελικά πήρε μαζί του το Τμήμα Αλεξιπτωτιστών ήταν:
- 1 x Σύστημα δορυφορικής επικοινωνίας IMARSAT
- 2 x Σταθμοί ασυρμάτου RACAL 931
- 5 x Σταθμοί ασυρμάτου BCC 349
- 1 x Ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος για την λειτουργία του IMARSAT
- 60 x Mερίδες τροφής κλίμακας 4Β
- 120 x Φιάλες νερού 4 λίτρων
- 10 x Πυξίδες
- 1 x ζεύγος Διόπτρες παρατηρήσεως
- 1 x Σάκος υγειονομικού υλικού A3, πλήρης
- 15 x Χειμερινοί υπνόσακοι
- 10 x Φωτοαντίγραφα χάρτη κλίμακος 1:400.000 της ευρύτερης περιοχής της Αμπχαζίας
- Μέσα φωτισμού (Ατομικοί φακοί, κεριά, σπίρτα, αναπτήρες)
- Είδη ατομικής υγιεινής
- Ατομικά εγχειρίδια επιβίωσης
Αθήνα – Τιφλίδα με… απρόοπτα
Οι 10 Αλεξιπτωτιστές μέχρι τις 11 Αυγούστου συνέχισαν την εκπαίδευση και την προετοιμασία τους για την επικείμενη περιπέτεια σε έναν πολύ μακρινό και άγνωστο τόπο που μαινόταν ο πόλεμος. Την ίδια ημέρα ήρθε και η διαταγή έναρξης της επιχείρησης. Στις 07.30 το Τμήμα αναχώρησε με υπηρεσιακό λεωφορείο από το Στρατόπεδο «Κ. ΣΕΕΜΑΝ», τον Ασπρόπυργο Αττικής και σε μία ώρα περίπου έφτασε στo (παλαιό πλέον) Αεροδρόμιο του «ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ». Εκεί οι 10 Αλεξιπτωτιστές συναντήθηκαν με τον Πλοίαρχο Ντερτιλή, ο οποίος μετέφερε και τα χρήματα της αποστολής, καθώς και τον Ανχη (ΠΖ) Γιαγκούλη Παύλο, o οποίος είχε έρθει ως εκπρόσωπος της ΔΕΔ/ΓΕΣ, για να ξεπροβοδίσει το Τμήμα.
Αφού έγιναν οι σχετικοί έλεγχοι, οι 11 άνδρες επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο, το οποίο είχε προγραμματισμένη απογείωση την 09.55. Ωστόσο, ενώ ήταν έτοιμο να απογειωθεί, ανακοινώθηκε από τον πιλότο ότι η πτήση θα καθυστερούσε μία ώρα περίπου, λόγω απεργίας των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας. Αμέσως, ο Πλοίαρχος Ντερτιλής σηκώθηκε από τη θέση του και μετέβη στο πιλοτήριο, ενημέρωσε τον κυβερνήτη για την κρισιμότητα της αποστολής. Του ζήτησε να συνδεθεί με τον πύργο ελέγχου και να επικοινωνήσουν με το Υπουργείο Εξωτερικών για vα επιβεβαιώσουν τα λεγόμενά του. Σε 5 λεπτά, ο πιλότος ανακοίνωσε ότι άρθηκαν οι δυσκολίες και η πτήση θα γίνει κανονικά. Το αεροπλάνο απογειώθηκε με κατεύθυνση ανατολική.
Στις 11:00 περίπου, οι 11 άνδρες αποβιβάστηκαν στην Θεσσαλονίκη, όπου θα μετεπιβιβάζονταν σε αεροσκάφος της Γεωργιανής εταιρείας ORBI για πτήση προς το Σουχούμι. Τότε εμφανίστηκε ένα άλλο ένα απρόβλεπτο πρόβλημα. Οι υπεύθυνοι των Γεωργιανών αερογραμμών ενημέρωσαν ότι η πτήση από και προς την Γεωργία ενδεχομένως να μην πραγματοποιείτο, γιατί το αεροπλάνο δεν έβρισκε καύσιμα. Τελικά το αεροπλάνο απογειώθηκε στις 18.00, με τρεις ώρες καθυστέρηση. Προσγειώθηκε στην Τιφλίδα στις 22:00.
Στην Γεωργία
Την ομάδα στην Γεωργία υποδέχθηκε ο Έλληνας ΑΚΑΜ, με τα μέτρα ασφαλείας στο αεροδρόμιο να είναι δρακόντεια. Σύμφωνα με τον λοχία του ΕΤΑ Γεωργίου Παναγιώτη όλοι έγιναν μάρτυρες της μεταφοράς της σορού ενός Αμερικανού διπλωμάτη σε αμερικανικό αεροσκάφος για επαναπατρισμό στις ΗΠΑ. Το δημοσίευμα των Los Angeles Times, της 10 Αυγούστου 1993, αποκάλυψε ότι επρόκειτο για τον Φρεντ Γούντραφ, πράκτορα της CIA, ο οποίος είχε δεχθεί μία σφαίρα στο μέτωπο ενώ επέβαινε σε όχημα πομπής που συνόδευε τον Γεωργιανό πολιτικό ηγέτη Έντουαρντ Σεβαρνάτζε. Αυτό και μόνον ήταν μία ένδειξη της μεγάλης επικινδυνότητας της κατάστασης, καθώς και των ρίσκων που θα έπρεπε να πάρει η ομάδα των Ελλήνων στρατιωτικών.
Μετά την επί τόπου γενική ενημέρωση, η ομάδα επιβιβάστηκε σε ένα παλιό λεωφορείο και, με κλειστές τις κουρτίνες, κινήθηκε για την πόλη της Τιφλίδας, όπου διανυκτέρευσε σε ξενοδοχείο. Στο λεωφορείο τους Έλληνες συνόδευε μία υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών της Γεωργίας, η οποία βοήθησε να περάσουν χωρίς έλεγχο τα μπλόκα της Αστυνομίας.
Στο ξενοδοχείο έγινε μια σύσκεψη για τον καθορισμό του προγράμματος και των λεπτομερειών της κινήσεως από την Τιφλίδα στο Σουχούμι. Με το πέρας της σύσκεψης, ο Πλοίαρχος Ντερτιλής, έδωσε στον καθένα από τους άνδρες του Τμήματος Αλεξιπτωτιστών ένα χρηματικό ποσό, το οποίο θα χρησιμοποιούσαν για διαφυγή και επιβίωση, σε περίπτωση που δέχονταν επίθεση και αναγκαζόταν σε αυτοδιάλυση. Τα χρήματα θα χρησιμοποιούνταν σε περίπτωση ανάγκης για να εξαγοράσουν εχθρικούς στρατιώτες και να περάσουν από μπλόκα, να αποκτηθούν χερσαία ή πλωτά μέσα μετακίνησης και γενικά στην εξασφάλιση βοήθειας κάθε είδους.
Για την ώρα, το κύριο και πρώτιστο θέμα ήταν η μετάβαση στο Σουχούμι. Επειδή η κίνηση μέσα από εδάφη που έλεγχαν αντάρτες ήταν επικίνδυνη, αποφασίστηκε η μετάβαση να γίνει αεροπορικώς. Η ομάδα ναύλωσε ένα μικρό αεροπλάνο 25 θέσεων των Γεωργιανών αερογραμμών. Μέσα στην στενή άτρακτο στριμώχτηκαν συνολικά 17 άνδρες: ο Πλοίαρχος Ντερτιλής, οι 10 Αλεξιπτωτιστές του ΕΤΑ, ο Διονύσιος Καλαμβρέζος, ο συνταγματάρχης Γιώργος Κουσούλης, ο Πρόδρομος Τεκνόπουλος, ο εκπρόσωπος του ΕΙΥΑΠΟΕ, Αδάμης Μητσοτάκης, ο ομογενής Σπάρτακος Κοτανίδης, και ένα στέλεχος του Γεωργιανού ΥΠΕΞ.
Στο Σουχούμι
Το αεροσκάφος απογειώθηκε στις 12:00 της 12ης Αυγούστου 1993 και έφτασε στο Σουχούμι μετά από μία ώρα περίπου. Η πτήση αρχικά έγινε σε ύψος 15.000 ποδών, με τεθλασμένη πορεία, αλλά όταν το αεροσκάφος πλησίασε στο αεροδρόμιο του Σουχούμι, κατέβηκε σε πολύ χαμηλό ύψος πάνω από την θάλασσα, γιατί η γραμμή επαφής των αντιμαχομένων δυνάμεων ήταν κοντά στο αεροδρόμιο. Από το αεροπλάνο φαίνονταν τα αντιαεροπορικά όπλα που ήταν ταγμένα στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Η πτήση πραγματοποιήθηκε, χωρίς να τηρούνται οι στοιχειώδεις κανόνες ασφάλειας πτήσεων. Σύμφωνα με τον Λοχαγό Καρυώτη, το δοχείο με την βενζίνη, που είχαν αγοράσει στην Τιφλίδα, για την λειτουργία του ηλεκτροπαραγωγού ζεύγους του IMARSAT, το κρατούσε στην αγκαλιά του ο Υπλγος (ΥΙ) Σεραφετινίδης Εφραίμ, για να μην τραντάζεται κατά την διάρκεια της απογείωσης και της προσγείωσης. Αλλά και όλα τα υπόλοιπα υλικά που μετέφεραν από την Αθήνα, τα είχαν τοποθετήσει στον διάδρομο και τα πίσω καθίσματα του αεροσκάφους.
Σύμφωνα με τον Επλοχία (ΕΜΘ) Γεωργίου Παναγιώτη του ΕΤΑ: “Η εικόνα που αντικρίσαμε από τον αέρα ήταν αποκαρδιωτική. Οι διάδρομοι του αεροδρομίου ήταν κατεστραμμένοι και υπήρχε πληθώρα καμένων και τσακισμένων αεροσκαφών”. Όταν προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο, η πραγματικότητα του πολέμου χτύπησε κατά πρόσωπο τους Έλληνες. Πολλά κτίρια ήταν κατεδαφισμένα ή ετοιμόρροπα από βομβαρδισμούς πυροβολικού, και ο τόπος ήταν γεμάτος με κουφάρια καμένων και διάτρητων από πυρά οχημάτων. Τους υποδέχθηκε ένας Ταγματάρχης της Γεωργιανής Στρατιωτικής Αστυνομίας. Το αεροσκάφος απογειώθηκε ξανά μαζί με το στέλεχος του Γεωργιανού ΥΠΕΞ, αφού φόρτωσε τραυματίες.
Το Τμήμα επιβιβάστηκε σε ένα λεωφορείο, το οποίο ήταν καλυμμένο με δίκτυο παραλλαγής και κατευθύνθηκε προς την πόλη. Ο δρόμος από το αεροδρόμιο μέχρι το κέντρο της πόλης του Σουχούμι κοβόταν σε πολλά σημεία από οδοφράγματα του Γεωργιανού στρατού, τα οποία άνοιγαν με την παρέμβαση των συνοδών αξιωματικών της Γεωργιανής Αστυνομίας.
Ο Λοχαγός Καρυώτης δίνει μία περιγραφή της κατάστασης στο Σουχούμι:
“Η εικόνα που αντικρίσαμε όταν φτάσαμε στην πόλη ήταν καταθλιπτική. Η κάποτε πανέμορφη πόλη, που ήταν ένα από τα ωραιότερα μέρη της Μαύρης Θάλασσας, με τα παραθαλάσσια ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τόπους αναψυχής, τις καταπράσινες λεωφόρους και το υποτροπικό κλίμα είχε υποστεί εκτεταμένες καταστροφές από τους βομβαρδισμούς. Σε αρκετά τετράγωνα ήταν σωριασμένα χαλάσματα και καμένα υλικά, τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα αγριόχορτα και στους δρόμους υπήρχαν τεράστιοι κρατήρες, που είχαν δημιουργηθεί από τις βολές πυροβολικού. Επιπλέον, όπως μας ενημέρωσαν και οι συνοδοί μας, η πόλη δεν είχε ούτε νερό, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα ούτε τηλέφωνο ούτε συγκοινωνίες. Αυτό που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι σε μία πόλη 150.000 κατοίκων, δεν υπήρχε ούτε ένα κτίριο με τζάμια στα παράθυρα. Όλα ήταν σπασμένα”.
Μετά από μία ώρα περίπου, η ομάδα έφτασε στο Διοικητήριο της πόλης, για να συναντηθεί με τις τοπικές αρχές και για να γίνουν οι διαπραγματεύσεις για τις μετέπειτα ενέργειες της. Το Διοικητήριο ήταν ένα τεράστιο κτίριο, προστατευμένο ολόγυρα από αμμόσακους μέχρι τον πρώτο όροφο, βομβαρδισμένο και καμένο. Λειτουργούσε μόνο το υπόγειο καταφύγιο, όπου εισήλθαν τα μέλη της διπλωματικής αποστολής εκτός των Καταδρομέων, οι οποίοι παρέμειναν έξω, σε ένα πάρκο δίπλα στο Διοικητήριο. Εκεί ανέπτυξαν το δορυφορικό τηλέφωνο INMARASAT για να αποκτήσουν επαφή με την Ελλάδα και vα ενημερώσουν για την άφιξή τους στο Σουχούμι.
Ο Λοχαγός Καρυώτης περιγράφει το περιβάλλον στο οποίο βρέθηκαν:
“Στην πόλη δεν κυκλοφορούσαν κάτοικοι, πλην ελάχιστων γέρων και γυναικών, οι οποίοι μετέφεραν νερό με κάποιο δοχείο, από τις υπάρχουσες πηγές της περιοχής, για κάλυψη των βασικών τους αναγκών. Όλες οι γυναίκες ήταν μαυροφορεμένες και όλοι φορούσαν στο στήθος τους κονκάρδα με τις φωτογραφίες των ανθρώπων τους που έχασαν στον πόλεμο. Ωστόσο ήταν αισθητή η παρουσία Γεωργιανών στρατιωτών, μερικών εξ αυτών ελαφρώς τραυματισμένων. Οι αδέσποτοι πυροβολισμοί, ο ήχος από τις σφαίρες που έσχιζαν τον αέρα και οι εκρήξεις βλημάτων πυροβολικού, που έπεφταν στους γύρω λόφους, συμπλήρωναν την εικόνα της πολεμικής ατμόσφαιρας, αν και ήταν περίοδος ανακωχής. Μετά το πρώτο σοκ, προσαρμοστήκαμε στο περιβάλλον και συνεχίσαμε τις ενέργειες που είχαν σχεδιασθεί για την εκτέλεση της αποστολής μας”.
Το αυτοσχέδιο “Προξενείο”
Στα μέλη της ελληνικής αποστολής προσφέρθηκε κατάλυμα στον τελευταίο, άνω όροφο, ενός παλιού Σανατόριου, το οποίο αποτελούσε την βάση μίας δύναμης Ρώσων αλεξιπτωτιστών, που είχε αφιχθεί στο Σουχούμι ως Ειρηνευτική Δύναμη. Ο τελευταίος όροφος ήταν κενός διότι όλοι γνώριζαν ότι αν χτυπήσουν όλμοι ή οβίδες πυροβολικού το κτίριο, αυτά θα έσκαγαν μέσα σε αυτόν. Η μόνη παροχή ήταν μη πόσιμο νερό σε μια μπανιέρα στο ισόγειο του κτιρίου για ανάγκες ξυρίσματος ή για την τουαλέτα. Οι άνδρες τρέφονταν από τις μερίδες 4Β και το εμφιαλωμένο νερό, που είχαν φέρει από την Ελλάδα. Για φωτισμό χρησιμοποιούσαν κεριά και μπάνιο έκαναν στην Μαύρη Θάλασσα, στην παραλία που ήταν δίπλα στο Σανατόριο.
Ο όροφος ενδιαίτησης των Καταδρομέων αποτέλεσε και την βάση του Τμήματος, στην οποία θα παρέμεναν μόνιμα οι δύο υπαξιωματικοί επικοινωνιών. Αυτοί είχαν ως αποστολή την ασφάλεια των υλικών και την λήψη επαφής με το ΓΕΕΘΑ, τρείς φορές την ημέρα, σε προκαθορισμένες ώρες. Τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής ασχολήθηκαν με την οργάνωση του απεγκλωβισμού των ομογενών και συγκεκριμένα:
- Καταγραφή των ομογενών που επιθυμούσαν να μεταβούν στην Ελλάδα, έλεγχος, θεώρηση και έκδοση, όπου χρειαζόταν, ταξιδιωτικών εγγράφων.
- Συντονισμός με τις τοπικές αρχές για τον σχεδιασμό του τρόπου απεγκλωβισμού των ομογενών.
Στήθηκε πάλι το αυτοσχέδιο “Προξενείο” στο σπίτι του ομογενούς Φίλιππου Τυρικίδη, στο κεντρικό Σουχούμι. Με αγγελιαφόρους ενημερώθηκαν οι ομογενείς ότι, όσοι επιθυμούσαν να μετακινηθούν στην Ελλάδα, έπρεπε να προσέλθουν, στο σπίτι του Φίλιππου Τυρικίδη, για να τακτοποιήσουν τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα. Έξω από το σπίτι είχε εγκατασταθεί ασφάλεια από άνδρες του ελληνικού Τμήματος και ένοπλους Γεωργιανούς. Το προσωπικό της ασφάλειας ρύθμιζε την τάξη κατά την είσοδο των ομογενών στο σπίτι. Ο φόβος ότι δεν θα υπήρχε δυνατότητα να απεγκλωβιστούν όλοι, οδήγησε σε διαπληκτισμούς και εντάσεις μεταξύ των ομογενών για το ποιος θα εισέλθει πρώτος στο “Προξενείο” για να τακτοποιήσει τα έγγραφά του.
Στο αυτοσχέδιο “Προξενείο”, ο Διονύσιος Καλαμβρέζος, με την βοήθεια του Πρόδρομου Τεκνόπουλου, έλεγχε τα ταξιδιωτικά έγγραφα των ομογενών, ζητούσε συμπληρωματικά στοιχεία, όπου χρειαζόταν και με την ανάλογη συνέντευξη, όπου έκρινε αναγκαίο, επιβεβαίωνε για τον καθένα εκ των προσερχομένων ξεχωριστά, την Ελληνική του καταγωγή και ενέκρινε την μετακίνησή του στην Ελλάδα. Το έργο ήταν δύσκολο επειδή, σύμφωνα με την ομολογία των ομογενών, οι Γεωργιανοί όταν εισέβαλαν και κατέλαβαν το Σουχούμι, ένα από τα πρώτα κτίρια που κατέστρεψαν ήταν το ληξιαρχείο. Το έκαψαν ολοσχερώς, για να μην υπάρχουν στοιχεία που θα αποδεικνύουν την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της πόλης. Υπήρξαν περιπτώσεις ομογενών με διαβατήρια από την εποχή του Βασιλείου της Γεωργίας, και άλλες στις οποίες οι ομογενείς, μη έχοντας δυνατότητα φωτογράφησης, έφερναν φωτογραφίες που αποκολλούσαν από τα οικογενειακά άλμπουμ, για να τις τοποθετήσουν στα υπό έκδοση διαβατήρια. Όταν ολοκληρωνόταν η διαδικασία του ελέγχου και της θεώρησης των εγγράφων, γινόταν καταγραφή των ομογενών σε καταστάσεις, από άτομα του Τμήματος Αλεξιπτωτιστών. Στην συνέχεια δινόταν εντολή στους καταγραφέντες να αποχωρήσουν και να έχουν ετοιμότητα, όταν ειδοποιηθούν, να προσέλθουν στο λιμάνι για να επιβιβασθούν στο πλοίο, με τις άκρως απαραίτητες αποσκευές τους, το βάρος των οποίων δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει τα 30 κιλά και τις οποίες θα έπρεπε να είχαν την δυνατότητα να τις μεταφέρουν μόνοι τους. Με αυτή την διαδικασία τακτοποιήθηκαν τα ταξιδιωτικά έγγραφα των ομογενών που επιθυμούσαν να φύγουν από το Σουχούμι, οι οποίοι και καταγράφηκαν σε καταστάσεις.
Το σχέδιο απεγκλωβισμού
Το επόμενο βήμα ήταν ο σχεδιασμός του τρόπου ενεργείας την ημέρα του απεγκλωβισμού των ομογενών. Στον σχεδιασμό και τις διαπραγματεύσεις με τις τοπικές αρχές συμμετείχαν από ελληνικής πλευράς, εκτός από το διπλωματικό κλιμάκιο, ο Πλοίαρχος Ντερτιλής και ο Λοχαγός Καρυώτης. Για την κατάρτιση του τελικού σχεδίου, τα μέλη της ελληνικής αποστολής συναντήθηκαν με τις τοπικές αρχές και μετά επιθεώρησαν το λιμάνι, τα φυλάκια του τελωνείου, τα φυλάκια των συνοριακών φρουρών, την πλατεία μπροστά στο λιμάνι και τους δρόμους που οδηγούσαν σε αυτό.
Οι τοπικές αρχές είχαν αμφιβολίες ως προς την δυνατότητα να επιβιβαστούν στο πλοίο, μετά από συνοριακό, αστυνομικό και τελωνειακό έλεγχο τόσα άτομα σε μια μόνο μέρα και πρόβαλαν ορισμένες αντιρρήσεις. Το λιμάνι ευτυχώς δεν είχε υποστεί ζημιές και μπορούσε να δεχθεί πλοία μεγάλου εκτοπίσματος. Ο λιμενάρχης υπολόγισε ότι για την επιβίβαση 700-800 ατόμων θα απαιτηθούν περί τις 8-10 ώρες για τελωνειακές και συνοριακές διατυπώσεις. Τελικά όμως συμφώνησε με το ελληνικό χρονοδιάγραμμα και καταρτίσθηκε το τελικό σχέδιο, το οποίο προέβλεπε τα εξής:
- Ενίσχυση του Τμήματος Αλεξιπτωτιστών με ένοπλη διμοιρία του Γεωργιανού Στρατού.
- Απομόνωση του χώρου του λιμανιού, με την αποκοπή όλων των δρομολογίων που οδηγούσαν σ! αυτό, με οδοφράγματα και άνδρες του Γεωργιανού Στρατού, εκτός από το κεντρικό δρομολόγιο που οδηγεί στο λιμάνι, επί του οποίου, τον έλεγχο κινήσεως των ομογενών, θα τον είχαν οι Έλληνες Αλεξιπτωτιστές με τη βοήθεια Γεωργιανών στρατιωτών.
- Δημιουργία τριών σημείων ελέγχου, με οδοφράγματα, κατά μήκος του κεντρικού δρομολογίου που οδηγεί στο λιμάνι, που θα λειτουργούσαν σαν σημεία εκτονώσεως της πίεσης των ομογενών που θα προσέγγιζαν το λιμάνι, και θα διευκόλυναν την ρύθμιση της ομαλής διέλευσης τους από τα συνεργεία ελέγχου που θα είχαν εγκατασταθεί στο λιμάνι. Σε κάθε σημείο ελέγχου, θα υπήρχε ένας Έλληνας Αλεξιπτωτιστής με ασύρματο και δύο ένοπλους Γεωργιανούς στρατιώτες, εκτός του πρώτου σημείου, όπου θα ετοποθετούντο πέντε στρατιώτες, γιατί ήταν το σημείο που θα δεχόταν την περισσότερη πίεση.
- Εγκατάσταση του υπολοίπου Τμήματος Αλεξιπτωτιστών στο λιμάνι, για την παροχή βοήθειας, κυρίως στους ηλικιωμένους και την τακτοποίηση τους στο χώρο της προβλήτας του λιμανιού, πριν την επιβίβαση.
- Παραμονή των υπολοίπων Γεωργιανών στρατιωτών, της διμοιρίας που διατέθηκε για ενίσχυση του Ελληνικού Τμήματος, πλησίον του λιμανιού, για την χρησιμοποίησή τους εάν απαιτείτο.
- Εγκατάσταση του ιατρού της αποστολής και των δύο υπαξιωματικών διαβιβαστών, με ασυρμάτους και το IMARSAT, σε κεντρικό χώρο στο λιμάνι, πλησίον των συνεργείων ελέγχου.
- Το συντονισμό των Τμημάτων Ασφαλείας θα τον είχε ο επικεφαλής του Τμήματος Αλεξιπτωτιστών, Λοχαγός Καρυώτης, έχοντας επικοινωνία με ασύρματο με όλα τα τμήματα, και με τον Πλοίαρχο Ντερτιλή, που είχε εγκατασταθεί στο λιμάνι, μαζί με το Ελληνικό διπλωματικό κλιμάκιο, και θα μετέφερε τις απαιτήσεις για ανάλογη ρύθμιση του ρυθμού διελεύσεως των ομογενών από τα οδοφράγματα.
- Οι ομογενείς θα εισέρχονταν στον κυρίως χώρο του λιμανιού ανά πέντε και θα υποβάλλονταν με ταχύτητα και τάξη, πρώτα σε προξενικό έλεγχο από το Ελληνικό διπλωματικό κλιμάκιο, κατόπιν σε τελωνειακό. Στην συνέχεια σε αστυνομικό και συνοριακό έλεγχο και ακολούθως θα παρέμεναν τακτοποιημένοι στον κλειστό χώρο της προβλήτας, αναμένοντας την άφιξη του πλοίου. Όταν το πλοίο θα έφτανε στο λιμάνι, θα επιβιβάζονταν, με την βοήθεια του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής αποστολής
Όταν όλα κανονίστηκαν, το Τμήμα ανέφερε στο ΓΕΕΘΑ μέσω του INMARSAT ετοιμότητα για την εκτέλεση της εκκένωσης. Αυτή είχε προγραμματιστεί να γίνει στις 15 Αυγούστου, ανήμερα της Παναγίας.
Η δύναμη απεγκλωβισμού
Μετά την απόρριψη του σχεδίου για εκκένωση με πολιτικά ή στρατιωτικά μεταγωγικά αεροσκάφη, το ΓΕΕΘΑ είχε αποφασίσει την χρησιμοποίηση ενός πολιτικού επιβατηγού/ οχηματαγωγού πλοίου. Επελέγη το ΕΓ/ΟΓ “VISCOUNTESS Μ” της ναυτιλιακής εταιρείας Marlines S.A. του εφοπλιστή Παναγιώτη Μαραγκόπουλου, ο οποίος δεν δέχθηκε να αποζημιωθεί για τη διάθεση του πλοίου και του πληρώματος. Καπετάνιος του πλοίου ήταν ο Γεώργιος Σαμιωτάκης, με καταγωγή από την Άνδρο, ο οποίος απεβίωσε πρόσφατα, στις 16 Νοεμβρίου 2021, σε ηλικία 83 ετών. Το “VISCOUNTESS M” ήταν υπό κυπριακή σημαία και δεν μπορούσε να περάσει τα Στενά του Βοσπόρου, λόγω σχετικής απαγόρευσης της Τουρκίας. Για να παρακαμφθεί το εμπόδιο, στο νηολόγιο η έδρα του πλοίου από LIMASSOL (Λεμεσός) άλλαξε σε PIRAEUS (Πειραιεύς).
Το στρατιωτικό τμήμα που θα μετέφερε το πλοίο αποτελείτο από Πεζοναύτες του 575 Τάγματος Πεζοναυτών (ΤΠ/Ν) και Υποβρύχιους Καταστροφείς της Μονάδας Υποβρυχίων Καταστροφών (ΜΥΚ – νυν ΔΥΚ) του ΠΝ. Το 575 ΤΠ/Ν τότε έδρευε στην Χαλκίδα. Την Τρίτη 10 Αυγούστου, το πρωΐ, μετά από σχετική διαταγή του Διευθυντή Ειδικών Δυνάμεων, Ανχη (ΠΖ) κ. Ντούβα, προς τον υποδιοικητή του Τάγματος, ο Ανθυπολοχαγός Αθανασίου Ιωάννης παρουσιάστηκε στην ΔΕΔ/ΓΕΣ, όπου ενημερώθηκε για την συμμετοχή τμήματος Πεζοναυτών δυνάμεως δύο αξιωματικών και οκτώ Πεζοναυτών στην επιχείρηση “Χρυσόμαλλο Δέρας”. Ο Ανθυπολοχαγός ήταν διοικητής του Λόχου Υποστηρίξεως Τάγματος (ΛΥΤ) του 575 ΤΠ/Ν. Μόλις επέστρεψε στην Μονάδα άρχισε να συγκροτεί το τμήμα εθελοντών.
Το Τμήμα Πεζοναυτών που συγκροτήθηκε αποτελείτο από τους:
- Ανθυπολοχαγό (ΠΖ) Αθανασίου Ιωάννη
- ΔΕΑ (ΠΖ) Πλαστάρα Απόστολο
- Λοχία (ΠΝ) Σύρμα Αναστάσιο
- Λοχία (ΠΝ) Κυριάκου Ιωάννη
- Στρατιώτη (ΠΝ) Μάη Παναγιώτη
- Στρατιώτη (ΠΝ) Καραμπάτσο Θεόδωρο
- Στρατιώτη (ΠΝ) Χιωτάκη Νικήτα
- Στρατιώτη (ΠΝ) Τερζάκη Πλάτωνα
- Στρατιώτη (ΠΝ) Τσιόγκα Νικόλαο
- Στρατιώτη (ΠΝ) Γαλανό Γεώργιο
Οι άνδρες διατάχτηκαν να αφήσουν πίσω τους οποιοδήποτε στρατιωτικό είδος (ΤΑΠ, ρουχισμό, εμβλήματα, κ.α.). Παρέλαβαν πολιτικές ταυτότητες με τα πραγματικά τους στοιχεία και διατάχτηκαν να μην αναφέρουν λεπτομέρειες για τα τεκταινόμενα στους συναδέλφους τους.
Την επόμενη ημέρα το Τμήμα μετέβη στην ΣΧΑΛ. Εκεί τέθηκε σε “απομόνωση”, μία στάνταρ διαδικασία εν όψει Ειδικής Επιχείρησης. Οι Πεζοναύτες δεν έπρεπε να μιλήσουν με γνωστούς και συναδέλφους στην ΣΧΑΛ και την 2α ΜΑΛ. Διέμειναν στην αίθουσα του σχολείου Τάε Κβο Ντο που ήταν κενή και το συσίτιο γινόταν σε διαφορετική ώρα από τους υπόλοιπους. Οι Πεζοναύτες ενημερώθηκαν για τι επρόκειτο να κάνουν, αλλά όχι για το που. Το τμήμα παρέλαβε και έναν σταθμό ασυρμάτου RACAL ώστε να είναι δυνατή η εν πλω επικοινωνία με το Τμήμα Αλεξιπτωτιστών στο Σοχούμι και το ΕΘΚΕΠΙΧ στην Ελλάδα.
Την Πέμπτη, 13 Αυγούστου, το τμήμα μετέβη στο λιμάνι του Πειραιά και επιβιβάστηκε στο ΕΓ/ΟΓ “VISCOUNTESS M”. Μετά ακολούθησε έλεγχος των προσωπικών ειδών των Πεζοναυτών και η εγκατάστασή τους σε καμπίνες.
Μαζί με τους Πεζοναύτες επιβιβάστηκαν και 10 Υποβρύχιοι Καταστροφείς της ΜΥΚ του ΠΝ. Συγκεκριμένα, οι:
- Ανθυποπλοίαρχος Κωστάλας Στέλιος ΠΝ
- Ανθυπασπιστής Κουριαντάκης Βασίλειος
- Αρχικελευστής Σαλεβουράκης Σταύρος
- Αρχικελευστής Χατζηαντωνίου Αντώνιος
- Αρχικελευστής Αναπλιώτης Δημήτριος
- Επικελευστής Πασχάλης Ιωάννης
- Επικελευστής Σουλιώτης Μιλτιάδης
- Κελευστής Γιανναράκος Νικόλαος
- Δίοπος Φωτόπουλος Χρύσανθος
- Δίοπος Δημακόπουλος Γεώργιος
Για τα μέλη των δύο ομάδων είχαν εκδοθεί εικονικά Ναυτικά Φυλλάδια και τους απεικόνιζαν ως μέλη του πληρώματος του πλοίου. Επιπλέον, στο πλοίο επέβαινε ομάδα του Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών, αποτελούμενη από τους ειδικούς ιατρούς του ΠΝ Τελεμένη (Ορθοπεδικός) και Κασσωτάκη (Παθολόγος) και νοσηλεύτριες, κλιμάκιο του ΕΙΥΑΠΟΕ για νέα καταγραφή και υποδοχή των ομογενών καθώς και εικονολήπτες της κρατικής τηλεόρασης..
Στην ρότα των Αργοναυτών
Το πλοίο αναχώρησε την ίδια ημέρα, περί τις 18.40 και την επόμενη ημέρα το πρωΐ (09.00) εισήλθε στα Στενά του Ελλήσποντου (Δαρδανέλια). Το απόγευμα (18.30) μπήκε στον Βόσπορο από τον οποίο εξήλθε περί τις 19.50. Η διέλευση από ύδατα που έλεγχε η Τουρκία ενείχε πάντα την περίπτωση εμφάνισης κάποιου προβλήματος, και έγινε υπό αρκετή ανησυχία της ελληνικής αποστολής, καθόσον δεν γνώριζαν ότι η Αθήνα είχε ειδοποιήσει και συνεννοηθεί με την Άγκυρα για την επιχείρηση. Την ίδια ανησυχία είχε και ο καπετάνιος του πλοίου, όπως ομολόγησε σε σχετικό ρεπορτάζ του andriakipress.gr: “Στο ταξίδι πιό πολύ φοβήθηκα τα Στενά της Τουρκίας”.
Το πλοίο εν συνεχεία έπλευσε προς τα ανατολικά διασχίζοντας τον Εύξεινο Πόντο προς το Σουχούμι, στο οποίο θα έφθανε μετά από μία ημέρα. Σύμφωνα με τον κ. Σαμιωτάκη, το πλοίο ακολούθησε βορειότερη πορεία κατά την προσέγγισή του στο λιμάνι: “Με είχαν συμβουλέψει να πάω πιο βόρεια γιατί πιό κάτω χτυπούν οι αντάρτες. Στο ταξίδι με σταμάτησε μία πυραυλάκατος στο πέλαγος και ανέβηκαν επάνω. Ήξεραν όμως για ποιά δουλειά πήγαινα και με άφησαν”. Η πυραυλάκατος στην πραγματικότητα ήταν μία Γεωργιανή ακταιωρός, που έλεγχε όσα πλοία προσέγγιζαν την εμπόλεμη ζώνη.
Στην διάρκεια του πλου, το Τμήμα Πεζοναυτών έλαβε επαφή με με ΕΘΚΕΠΙΧ, αλλά δεν μπόρεσε να αποκτηθεί επαφή με το Τμήμα Αλεξιπτωτιστών. Κατά την επικοινωνία ο Ανθγος Αθανασίου πληροφορήθηκε μεταξύ άλλων ότι προήχθη σε Υπολοχαγό. Στις 08.00 της 15ης Αυγούστου το Τμήμα Πεζοναυτών έλαβε επαφή και με το Τμήμα Αλεξιπτωτιστών. Μπορούσαν πλέον να προσεγγίσουν την ακτή.
Προώθηση στο λιμάνι
Το σχέδιο προώθησης των ομογενών στο λιμάνι του Σουχούμι που είχε καταρτίσει η Ομάδα στην ξηρά είχε ξεκινήσει να εφαρμόζεται από τις 05:00 το πρωί. Όλα τα τμήματα είχαν καταλάβει τις θέσεις τους και είχαν τοποθετηθεί και τα οδοφράγματα γύρω από το λιμάνι. Σύμφωνα με τον Λοχαγό Καρυώτη η κατάσταση εξελίχθηκε ως εξής:
“Νωρίς το πρωί, οι ομογενείς άρχισαν να καταφθάνουν με κάθε μέσο, με προορισμό το λιμάνι και τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως τα είχαμε φανταστεί. Επειδή οι ομογενείς πίστευαν ότι δεν θα επιβιβαστούν όλοι στο πλοίο, πίεζαν το προσωπικό που είχε εγκατασταθεί στο πρώτο οδόφραγμα για να κινηθούν γρήγορα προς το λιμάνι, διαπληκτιζόμενοι μεταξύ τους, για το ποιος θα περάσει πρώτος. Για την εκτόνωση της πίεσης, άνοιγε για λίγο το πρώτο οδόφραγμα και ο κόσμος διοχετευόταν στα κενά που υπήρχαν ανάμεσα στα τρία οδοφράγματα. Πολλές φορές, ωστόσο, χρειάστηκε οι Γεωργιανοί στρατιώτες που είχαν τοποθετηθεί στα τρία οδοφράγματα, μαζί με τους Έλληνες αλεξιπτωτιστές, να ρίξουν εκφοβιστικές βολές με τα Καλάσνικοφ, για να σταματήσουν την πίεση του κόσμου. Υπήρξαν και περιπτώσεις διαπληκτισμού ομογενών με Γεωργιανούς, όταν οι πρώτοι ένοιωσαν τη σιγουριά της παρουσίας του Ελληνικού Τμήματος και εξέφρασαν την αγανάκτησή τους προς τους δεύτερους, για τα όσα είχαν υποστεί. Η προσπάθειά μας σε αυτές τις περιπτώσεις, ήταν να κατευνάσουμε τα πνεύματα και να λήξει το γεγονός εν τη γενέσει του, γιατί τα νεύρα όλων ήταν τεταμένα και ήταν εύκολο να χαθεί ο έλεγχος με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Οι ομογενείς που κατέφταναν στο λιμάνι ήταν κάθε ηλικίας, κυρίως όμως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός ηλικιωμένου, που είχε το πόδι του στο γύψο, λόγω κατάγματος και τον μετέφεραν στο λιμάνι ξαπλωμένο σε φορείο”.
Άφιξη του πλοίου και επιβίβαση
Το πλοίο αφίχθη στο λιμάνι του Σοχούμι μεταξύ της 09.00 και 10.00. Η επιβίβαση των ομογενών στο πλοίο λόγω των ελέγχων από τις Ρωσικές και Γεωργιανές τελωνειακές αρχές άρχισε περί τις 12.00. Προηγουμένως όμως δύο Υποβρύχιοι Καταστροφείς της ΜΥΚ βούτηξαν στη θάλασσα, με μπουκάλες, που είχαν φέρει μαζί τους από την Ελλάδα, και μέτρησαν την απόσταση από την βάση της προπέλας μέχρι τον πυθμένα της θάλασσας. Το περιθώριο ήταν μόλις 80 εκατοστά, αλλά η εκτίμηση του καπετάνιου ήταν η φόρτωση του κόσμου δεν θα βύθιζε το πλοίο τόσο, ώστε να κολλήσει στον βυθό.
Εν τω μεταξύ έπρεπε να ξεφορτωθεί η ανθρωπιστική βοήθεια προς τον πληθυσμό του Σουχούμι, όπως είχε υποσχεθεί η ελληνική κυβέρνηση. Επρόκειτο για τρόφιμα τοποθετημένα σε παλέτες, τα οποία έπρεπε να ξεφορτωθούν γρήγορα, για ν’ αρχίσει η επιβίβαση των ομογενών. Όπως μαρτυρεί ο Λοχαγός Καρυώτης:
“Διαπιστώθηκε ότι, αν και υπήρχε ένα μεγάλο μηχανοκίνητο κλάρκ στο λιμάνι, δεν υπήρχε χειριστής. Τελικά βρέθηκε ένας Γεωργιανός, κατά δήλωσή του χειριστής κλάρκ, ο οποίος, αφού στις δύο πρώτες προσπάθειες κάρφωσε τα πιρούνια του κλάρκ στα μακαρόνια που ήταν πάνω στην παλέτα, την τρίτη φορά βρήκε στόχο και αποφεύγοντας να ρίξει το κλάρκ στο λιμάνι, αν και το πλησίασε επικίνδυνα πολλές φορές, ξεφόρτωσε το φορτίο σχετικά γρήγορα”.
“Οι ομογενείς εισέρχονταν στον κυρίως χώρο του λιμανιού ανά πέντε και υποβάλλονταν με ταχύτητα και τάξη, πρώτα σε προξενικό έλεγχο από το Ελληνικό διπλωματικό κλιμάκιο, κατόπιν σε τελωνειακό, στη συνέχεια σε αστυνομικό και συνοριακό και ακολούθως παρέμεναν τακτοποιημένοι στον κλειστό χώρο της προβλήτας”.
Όταν ξεφορτώθηκε το πλοίο και όλα ήταν έτοιμα, άρχισε η επιβίβαση των ομογενών στο πλοίο. Οι Πεζοναύτες και οι Υποβρύχιοι Καταστροφείς βοήθησαν να επιβιβασθούν όλοι με τάξη, να τακτοποιήσουν τις αποσκευές τους και να κατανεμηθούν στους χώρους του πλοίου. Οι βαρύτερες αποσκευές παρέμεναν στο χώρο οχημάτων και οι επιβάτες στέλνονταν στα υψηλότερα καταστρώματα για να μην συνωστίζονται. Με την επιβίβασή του στο πλοίο ακολουθούσε υγειονομικός έλεγχος από το ιατρικό προσωπικό του ΠΝ, που συνόδευε την αποστολή, και μετά γινόταν και δεύτερος έλεγχος ταυτοποίησης.
Εθιμοτυπία…
Η όλη διαδικασία ελέγχων των ταξιδιωτικών εγγράφων στο λιμάνι και η επιβίβαση των 1.013 ομογενών, που επιθυμούσαν να μεταβούν στην Ελλάδα, ολοκληρώθηκε στις 18.15 της 15ης Αυγούστου 1993. Τα μπλόκα αναδιπλώθηκαν και οι τρείς ομάδες συγκεντρώθηκαν στο πλοίο. Αλλά δεν μπορούσαν να φύγουν ακόμη. Ο ΑΚΑΜ Μόσχας θέλησε να παραθέσει μια μικρή δεξίωση προς τις τοπικές αρχές και εκπρόσωπους της κυβέρνησης που επιβιβάστηκαν στο πλοίο. Οι Πεζοναύτες που είχαν την ευθύνη για την ασφάλεια στον καταπέλτη αναγκάστηκαν να αφοπλίσουν τους συνοδούς, πριν τους επιτρέψουν την άνοδο στο σαλόνι. Ο Υπολοχαγός Αθανασίου αδημονούσε βλέποντας τον ήλιο να γέρνει προς τη Δύση.
Τελικά κατά τις 20.30, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι. Ο Λοχαγός Καρυώτης περιγράφει την ατμόσφαιρα της αποχώρησης:
“Οι στιγμές, την ώρα που το πλοίο άφηνε το λιμάνι στο Σουχούμι, για να ανοιχτεί στη Μαύρη Θάλασσα ήταν συγκινητικές. Άνθρωποι εγκατέλειπαν τις εστίες και όλα τους τα υπάρχοντα, με δάκρυα στα μάτια, για να γλιτώσουν από την φρίκη του πολέμου. Παράλληλα, οι Γεωργιανοί στρατιώτες που βρισκόταν στο λιμάνι πυροβολούσαν στον αέρα, αποχαιρετώντας με αυτό τον τρόπο το καράβι με τους ομογενείς, που άφηνε το λιμάνι του Σουχούμι για να ανοιχθεί στην Μαύρη Θάλασσα, δημιουργώντας μία εκρηκτική ατμόσφαιρα”.
Το ταξίδι προς την Ελλάδα
Προορισμός του VISCOUNTESS M ήταν το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Κατά την διάρκεια του ταξιδίου η στρατιωτική δύναμη επί του πλοίου οργάνωσε ένα σχέδιο ασφαλείας, στην υλοποίηση του οποίου συμμετείχαν, εκτός του τμήματος των Αλεξιπτωτιστών και οι Πεζοναύτες και οι Βατραχάνθρωποι του Πολεμικού Ναυτικού. Γενικός συντονιστής του σχεδίου ήταν ο Λοχαγός Καρυώτης, ο οποίος ενημέρωνε για την κατάσταση τον Πλοίαρχο Ντερτιλή. Σκοπός του σχεδίου ήταν η ασφαλής επιστροφή των προσφύγων και συγκεκριμένα:
- Η πρόληψη ή αντιμετώπιση οποιουδήποτε επεισοδίου, που θα δημιουργούσαν ύποπτα στοιχεία, που ενδεχομένως θα είχαν επιβιβαστεί στο πλοίο και
- Η απομάκρυνση του κόσμου από επικίνδυνα σημεία του πλοίου.
Όπως αναφέρει ο Λοχαγός Καρυώτης:
“Αξίζει να σημειωθεί ότι για πολλούς εκ των ομογενών, ήταν η πρώτη τους φορά που επιβιβαζόταν σε πλοίο, και για πολλούς εξ αυτών υπήρξε πρόβλημα προσαρμογής. Για τον καλύτερο συντονισμό των εμπλεκομένων, στην εφαρμογή του Σχεδίου Ασφαλείας, χωρίσαμε το πλοίο σε τρείς τομείς. Ένας τομέας ανατέθηκε στους Αλεξιπτωτιστές, ο άλλος στους Πεζοναύτες και ο τρίτος στους Βατραχανθρώπους του Πολεμικού Ναυτικού. Οι επικεφαλής των τριών Τμημάτων, μου ανέφεραν κατά τακτά χρονικά διαστήματα για την κατάσταση στο πλοίο, σύμφωνα με τις αναφορές του προσωπικού ασφαλείας, που επί 24ωρου βάσεως, ήλεγχε το πλοίο. Παράλληλα, το ίδιο προσωπικό ασχολήθηκε και με την υποστήριξη της εσωτερικής λειτουργίας στο πλοίο και συγκεκριμένα:
- Οργάνωση του τρόπου λήψεως συσσιτίου, ώστε να σιτίζονται όλοι οι επιβαίνοντες στο πλοίο, την καθορισμένη ώρα και με τάξη.
- Παροχή βοήθειας στο κλιμάκιο της Ένωσης Παλιννοστούντων του ΥΠΕΞ, με την κατάλληλη καθοδήγηση και ρύθμιση της ροής των ομογενών, για την ορθή και εύκολη καταγραφή τους.
- Παροχή 24ωρης, υγειονομικής περίθαλψης, με παραπομπή των ασθενών στο ιατρείο που οργανώθηκε στο πλοίο, από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του ΝΝΑ και τον Υπλγο (ΥΙ) Σεραφετινίδη Εφραίμ. Οι γιατροί του ΝΝΑ, επισκέφθηκαν και αρκετούς ασθενείς στις καμπίνες τους. Δύο βαρύτερα περιστατικά, ένα με γαστρορραγία και ένα με κάταγμα ισχύου, νοσηλεύτηκαν στο ιατρείο του πλοίου.
Επιπλέον, καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είχαμε επικοινωνία με την Ελλάδα, πέραν των μέσων επικοινωνιών του πλοίου, με το δορυφορικό σύστημα IMARSAT.
Όταν τακτοποιήθηκαν όλα και μπήκε σε μία σειρά η λειτουργία πάνω στο πλοίο, οι ομογενείς χαλάρωσαν, μέχρι που έστησαν και ποντιακό γλέντι πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου, υπό τους ήχους της λύρας που έπαιζε ένας ομογενής. Κάποια στιγμή, όταν πλέον αισθανθήκαμε ασφαλείς, οι Αλεξιπτωτιστές του τμήματος επέστρεψαν τα χρήματα που τους είχαν δοθεί για αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης”.
Ένα θέμα που απασχολούσε την ελληνική αποστολή ήταν η διέλευση του πλοίου από τον Βόσπορο. Ενώ η επιχείρηση αρχικά ξεκίνησε ως μυστική, στην συνέχεια, και ενώ ακόμη οι Έλληνες στρατιωτικοί και διπλωμάτες βρίσκονταν στο Σουχούμι, έγινε γνωστή από τα ΜΜΕ, τα οποία μετέδιδαν μέχρι και εικόνες από τις ενέργειες στο λιμάνι! Όπως θυμάται ο Λοχαγός Καρυώτης:
“Ξέραμε ότι για να περάσει το πλοίο από το Βόσπορο, έπρεπε να ανεβεί στην γέφυρα του πλοίου Τούρκος πλοηγός. Εμείς δεν είχαμε μαζί μας όπλα, τα οποία απαγορεύεται να υπάρχουν στο πλοίο, είχαμε όμως στρατιωτικούς ασυρμάτους και δεν ξέραμε αν οι Τούρκοι έψαχναν το πλοίο και μας δημιουργούσαν κάποιο πρόβλημα. Πήραμε σχετικά μέτρα ασφαλείας, αλλά τελικά οι Τούρκοι δεν ασχολήθηκαν καθόλου με το θέμα. Όταν φτάσαμε στην βόρειο είσοδο του Βοσπόρου, μας προσέγγισε ένα τουρκικό πλοιάριο, που μετέφερε τον πλοηγό. Επιβιβάσθηκε ο πλοηγός στην γέφυρα του πλοίου και μαζί με τον καπετάνιο οδήγησαν το πλοίο στην άλλη άκρη του Βοσπόρου, αφού πρώτα περάσαμε μπροστά από την Αγιά Σοφιά. Εκείνη τη στιγμή ουσιαστικά ολοκληρώθηκε η Επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας», τουλάχιστον σε ότι αφορά τη συμμετοχή του Τμήματος των Αλεξιπτωτιστών. Τα όσα ακολούθησαν ήταν μία τυπική διαδικασία”.
Σύμφωνα με καταγεγραμμένη μαρτυρία του Πλοιάρχου Ντερτιλή για το ίδιο συμβάν, κατά την αποχώρηση του από το πλοίο ο Τούρκος πλοηγός τον χαιρέτισε διά χειραψίας, δίνοντας του συγχαρητήρια για την επιτυχή επιχείρηση.
Στις 18 Αυγούστου 1993 το πρωί, το VISCOUNTESS M στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, όπου εκεί περίμενε η Υπουργός Εξωτερικών κ. Βιργινία Τσουδερού, και τμήμα αποδόσεως τιμών. Στην συνέχεια, με αεροσκάφος C-130 της ΠΑ, όλοι οι Έλληνες στρατιωτικοί επέστρεψαν στην Αθήνα.
Επίλογος
Η Επιχείρηση “Χρυσόμαλλο Δέρας” ήταν η πρώτη φορά που οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις εκτέλεσαν μία Επιχείρηση Εκκένωσης Αμάχων (ΕΕΑ) και μάλιστα σε πολύ μεγάλη απόσταση και εντός άκρως εχθρικού και γενικότερα ασταθούς περιβάλλοντος. Η ελληνική στρατιωτική αποστολή σχηματίστηκε επί τόπου, από διάφορα τμήματα των Ειδικών Δυνάμεων με κύριο το ΕΤΑ. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην αποστολή συμμετείχαν εκτός από επαγγελματίες-στελέχη και κληρωτοί, κάτι που δείχνει την εμπιστοσύνη των Ενόπλων Δυνάμεων στον στρατιώτη θητείας εκείνης της εποχής. Σήμερα είναι βέβαιο ότι θα εμπλέκονταν μόνον επαγγελματικό προσωπικό των Ειδικών Δυνάμεων/ Δυνάμεων Ειδικών Επιχειρήσεων. Πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχίας της αποστολής διαδραμάτισαν οι Έλληνες διπλωμάτες και άλλο πολιτικό προσωπικό, που προετοίμασαν το έδαφος και εξασφάλισαν συνεργασίες και ασφαλή διέλευση και δράση του ελληνικού στρατιωτικού τμήματος. Όπως σημειώνει ο επικεφαλής της στρατιωτικής αποστολής Χ. Καρυώτης πολλά θα μπορούσαν να πάνε στραβά.
Συμπεράσματα
Έχοντας την τύχη να αντλούμε τα περισσότερα στοιχεία από την παρουσίαση του Αντιστράτηγου ε.α. Χρήστου Καρυώτη (που σε όλο το άρθρο τον αναφέραμε με τον βαθμό που έφερε τότε) παραθέτουμε τα συμπεράσματα και τις διαπιστώσεις του. Συγκεκριμένα:
- Η Επιχείρηση «ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ», ήταν μία ειδική επιχείρηση, χωρίς τη χρήση όπλων, με τη συμβατική μορφή μιας ένοπλης σύρραξης, αλλά με μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας, διότι πραγματοποιήθηκε σε μια εμπόλεμη περιοχή, που είχε υποστεί όλες τις συνέπειες ενός πολέμου και σε μία χρονική περίοδο που η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή ήταν πολύ ρευστή.
- Κατά τη σχεδίαση και την εκτέλεση της επιχείρησης, εφαρμόσθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι κανόνες επιτελικής εργασίας, όπως αυτοί περιγράφονται στους στρατιωτικούς κανονισμούς και αφορούν στην Οργάνωση Μάχης, στη Διαδικασία Σχεδιάσεως, στην Εκτίμηση Καταστάσεως και στην Έκδοση Διαταγών.
- Ο χρόνος εκτελέσεως της επιχείρησης, ήταν ο καταλληλότερος, αν λάβουμε υπόψη μας ότι αν δεν γινόταν η πτήση για την Τιφλίδα στις 11 Αυγούστου 1993, θα ταξιδεύαμε με την επομένη πτήση, στις 25 Αυγούστου 1993 και η αντεπίθεση των Αμπχαζίων θα μας εύρισκε στο Σουχούμι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
- Με την επιχείρηση «ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ» απεγκλωβίστηκαν εγκαίρως οι ομογενείς, και εξυψώθηκε το κύρος της Ελλάδας, τόσο στα μάτια της Ομογένειας, όσο και στον διεθνή χώρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι, τον Σεπτέμβριο του 1993, λίγο αργότερα δηλαδή από τον απεγκλωβισμό των ομογενών, το Σουχούμι ανακαταλήφθηκε από τις Αμπχαζιανές δυνάμεις, με εκατόμβες νεκρών.
- Η Ελληνική Κυβέρνηση έδειξε μεγάλη αποφασιστικότητα για την εκτέλεση της επιχείρησης, παρά την επικινδυνότητα και την υποστήριξε με όλα τα μέσα που διέθετε.
- Οι διπλωματικές επαφές και οι προετοιμασίες του κλιμακίου του Ελληνικού Προξενείου της Μόσχας, που προηγήθηκαν της κύριας φάσης της επιχείρησης, τόσο στην Τιφλίδα όσο και στο Σουχούμι, έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην επιτυχία της επιχείρησης.
- Όλα τα τμήματα των Ειδικών Δυνάμεων που συμμετείχαν, Αλεξιπτωτιστές, Πεζοναύτες και Βατραχάνθρωποι, είχαν σημαντικό ρόλο και ενεργή συμμετοχή στην επιχείρηση και επέδειξαν υψηλό επαγγελματισμό, πειθαρχία και θάρρος. Πρέπει όμως να ξεχωρίσουμε τη συμμετοχή των 10 Αλεξιπτωτιστών οι οποίοι, ξεκίνησαν μαζί με τον αείμνηστο Πλοίαρχο Βασίλειο Ντερτιλή από την Αθήνα και με πολύ δύσκολες συνθήκες έφτασαν στο Σουχούμι, μεταφέροντας όλα τα απαραίτητα υλικά και μέσα και υποστήριξαν κατά τον καλύτερο τρόπο την οργάνωση και την εκτέλεση της επιχείρησης, εντός τού Απχαζιανού εδάφους.
- Για να πετύχει η επιχείρηση χρειάστηκε και η θεία Πρόνοια γιατί, αν και οι συμμετέχοντες αρκετές φορές χρειάστηκε να ενεργήσουν χωρίς καν στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας, εν τούτοις δεν συνέβη το παραμικρό ατύχημα. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι η κύρια επιχείρηση έγινε στις 15 Αυγούστου, ανήμερα της εορτής της κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Πηγές
- Καλαμβρέζος Διονύσιος, “Τhe goverment’s orderly and thorough evacuation”, Καθημερινή, 1 Σεπτεμβρίου 2008.
- Καλαμβρέζος Διονύσιος, “The aniversary of Operation Golden Fleece to evacuate diaspora Greeks from war in Abkhazia”, 4 Σεπτεμβρίου 2008.
- Βουτσκόγλου Χρήστος του Κωνσταντίνου, “Επιχειρήσεις Εκκένωσης Αμάχων (ΕΕΑ): Η Ελληνική Εμπειρία”, Master of Art in International Relations and Security, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Νοέμβριος 2015.
- Παρουσίαση της Επιχείρησης “Χρυσόμαλλο Δέρας” από τον Αντιστράτηγο (ε.ά) Χρήστο Καρυώτη στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.