Γράφει ο Κωνσταντίνος Τόλιας
Η άμυνα του Αρχιπελάγους απασχολεί την Ελληνική στρατιωτική ηγεσία τουλάχιστον από το ’74 και εντεύθεν. Επί δύο ωστόσο περίπου δεκαετίες το πρόβλημα επικεντρώνοταν στην άμυνα και εξασφάλιση σε επίπεδο κύριας ή το πολύ ενδιαμέσης νήσου. Όλο αυτό το διάστημα ο επιχειρησιακός σχεδιασμός των Ε.Δ ήταν εστιασμένος στην απόκρουση μείζονας αεροναυτικής αμφίβιας ενέργειας. Η πρόνοια για την αντιμετώπιση της απειλής σε επίπεδο βραχονησίδας ήταν υποτιμημένη και ευρισκόμενη σε αφάνεια. Η κρίση των Ιμίων ωστόσο τον Ιανουάριο του ’96 με την κατάληψη από τους Τούρκους της Δ.Ίμιας έθεσε νέα δεδομένα στο θέμα “Άμυνα Αρχιπελάγους” ωθώντας τον Ελληνικό μηχανισμό άμυνας στην αναζήτηση νέων μεθόδων, μέσων, τακτικών και οργανωτικών δομών προκειμένου να γίνει δυνατή η αντιμετώπιση της νέας μορφής απειλής.
Η προσπάθεια επικεντρώθηκε αρχικά στην αφομοίωση των διδαγμάτων από την πρόσφατη τότε κρίση με την ακριβή διάγνωση του τουρκικού τρόπου ενεργείας και την συνακόλουθη εξαγωγή σχετικών συμπερασμάτων. Σε δεύτερο χρόνο προχώρησε η κατάθεση προτάσεων εκ μέρους της στρατιωτικής ηγεσίας με στόχο την ανάπτυξη σχετικών αντιμέτρων σε στρατιωτικό επίπεδο.Πρώτο απτό δείγμα ήταν αφενός η ενίσχυση σε προσωπικό και μέσα των ακριτικών ΕΤΕΘ και η δημιουργία της Ζ’ΜΑΚ αφετέρου, μιας επαγγελματικού επιπέδου μονάδας,με στόχο την απόκριση σε παρόμοια περιστατικά σε στρατηγικό επίπεδο. Η νέα μονάδα,που στελεχώθηκε εξ’αρχής εξ’ολοκλήρου από επαγγελματίες, έλαβε από την πρώτη στιγμή την αμέριστη φροντίδα της διοίκησης, καθώς έγιναν άμεσα αντιληπτές οι ιδιαίτερες απαιτήσεις της μορφής αγώνα για την οποία προορίζονταν.
Αν και στα μάτια πολλών η δημιουργία της εν λόγω μονάδας με απόλυτη εξειδίκευση σε ενα και μόνο είδος αποστολής καταδείκνυε τον κοντόφθαλμο και μυωπικό τρόπο με τον οποίο η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία αντιλαμβανόταν τις ειδικές επιχειρήσεις (ισχυρισμός που δεν στερείται βάσης) το βήμα είχε ήδη γίνει. Τα χρόνια που ακολούθησαν, με τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις να διανύουν εναλλασσόμενα διαστήματα έντασης και ύφεσης, καταδείχθηκε ο στρατηγικός σημασίας χαρακτήρας της μονάδας και τελειοποιήθηκαν, στο μέτρο του δυνατού,μέσα από επαναλαμβανόμενες ασκήσεις και σχετική τριβή οι τακτικές ανακατάληψης βραχονησίδων.
Η μερική μετατόπιση του επιχειρησιακού προσανατολισμού από το επίπεδο της άμυνας κύριας νήσου σε αυτό της ανακατάληψης βραχονησίδας έφερε στην επιφάνεια την ιδιαίτερη φύση και τις προκλήσεις που θέτουν επιχειρήσεις τέτοιου είδους. Εκ πρώτης όψης η ανακατάληψη καταληφθείσας από τον εχθρό βραχονησίδων θα μπορούσε κανείς να πει πως φαίνεται εγχείρημα απλούστατο και με την επιτυχία εξασφαλισμένη. Εναντίον της εχθρικής δύναμης επιπέδου ενισχυμένης διμοιρίας ή του πολύ λόχου που λογικά θα πρέπει να αναμένεται, οι φίλιες δυνάμεις δύνανται να επιστρατεύσουν ισχυρά αεροναυτικά μέσα που θα κρίνουν την μάχη σε λεπτά της ώρας και που θα καταστήσουν ακόμη και περιττή την άνοδο στην βραχονησίδα φιλίων τμημάτων προς εκκαθάριση και σταθεροποίηση. Ας φανταστεί απλώς κανείς τα παραλυτικά αποτελέσματα της ρίψης βομβών ναπάλμ μεταφερόμενων π.χ από ζεύγη επιθετικών αεροσκαφών F-4 Phantom και του βαθμού αποδιοργάνωσης που αυτή θα επιφέρει σε μια εχθρική δύναμη αγκιστρωμένη σ’εναν στόχο εμβαδού μερικών χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων. Σ’αυτήν τη περίπτωση δεν απαιτείται καν η επιστράτευση και εμπλοκή μιας ειδικά εκπαιδευμένης δύναμης όπως η Ζ’ ΜΑΚ στον ρόλο της ανακατάληψης. Η “δουλειά” μπορεί εύκολα να γίνει από το προσωπικό μιας απλής ΜΑΚ ή ακόμη και από τμήμα απλού πεζικού.
Η δημιουργία ωστόσο της Ζ’ ΜΑΚ αποκαλύπτει άλλο επιχειρησιακό προφίλ αποστολής και αποτελεί εισαγωγή στις λεπτές πολιτικό-διπλωματικο-στρατιωτικές παραμέτρους πιθανής Ελληνοτουρκικής κρίσης. Είναι λογικό να υποτεθεί πως από τη στιγμή που αποφασίστηκε η δημιουργία της Ζ’ ΜΑΚ η διοίκηση έχει στο μυαλό της “κάτι άλλο” για να το αναθέτει σε μια άκρως επίλεκτη και εξειδικευμένη μονάδα. Αυτό το “κάτι άλλο” εντοπίζεται στους περιορισμούς που θέτουν άσχετοι με το στρατιωτικό σκέλος διαχείρισης της κρίσης αλλά και την λογική (στρατιωτική και κοινή) παράγοντες, εντοπισμένοι στο επίπεδο της πολιτικής και της διπλωματίας. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι φαίνεται πως στο μυαλό των καλούμενων να χειριστούν πιθανή κρίση πρυτανεύει η λογική της “λελογισμένης” χρήσης βίας, προκειμένου να μην προκληθεί υπερβολικά ο αντίπαλος και-κυρίως-να μην δυσαρεστηθεί ο υπεραντλαντικός σύμμαχος που έχει την κακή συνήθεια να παρεμβαίνει και να επιδρά με καταλυτικά αποτελέσματα σε παρόμοιες καταστάσεις. Σ’αυτήν την περίπτωση,η χρήση,επιχειρησιακά επιβεβλημένης αλλά “υπερβολικής” βίας, δρα με ανεπιθύμητες παρενέργειες σε πολιτικοδιπλωματικό επίπεδο και κρίνεται απαραίτητη η δράση εντός ορίων,που συνιστά πιο “εύπεπτη” και δικαιολογήσιμη επιλογή.
Κατά την άποψη του γράφοντος (και όχι μόνο…) οι περιορισμοί που τίθενται καθιστούν την ανάληψη ανάλογου εγχειρήματος από πολύ δύσκολη έως απαγορευτική, με ισχυρή πιθανότητα να οδηγήσουν την επιχείρηση σε άδικη ανθρωποσφαγή. Άλλωστε, το όνομα που έχει επιλεγεί για παρόμοιες επιχειρήσεις (“Ιφιγένεια”) είναι χαρακτηριστικό και δεν προδικάζει τίποτα το αισιόδοξο. Από τη στιγμή ωστόσο που οι όποιες επιλογές έχουν γίνει και δεν είναι στο χέρι μας να τις αλλάξουμε, ας προχωρήσουμε σε ενδελεχέστερη ανάλυση παρόμοιων επιχειρήσεων.
Από την παρακολούθηση των έως τώρα ασκήσεων, ο τρόπος σχεδίασης και εκτέλεσης παρόμοιας επιχείρησης φαίνεται να έχει αποκρυσταλλωθεί και μπορεί να παρουσιαστεί, με την αυτονόητη επισήμανση πως δεν πρέπει να αποκλείονται εκπλήξεις οι οποίες έχουν αναπτυχθεί έτσι ώστε την κρίσιμη ώρα να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλο. Γενικά σε ανάλογου είδους επιχειρήσεις λαμβάνονται υπόψη ορισμένες παραδοχές. Η επιχείρηση θα λάβει χώρα νύχτα, ώστε να μεγιστοποιηθεί το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, να μειωθεί η εμβέλεια εντοπισμού από τις συσκευές νυχτερινής όρασης, να κλονισθεί ο αντίπαλος και γενικά να εκτελεσθεί η επιχείρηση από ευνοϊκότερες συνθήκες. Η ίδια η επιχείρηση θα περιλαμβάνει την εκτέλεση απόπειρας παραπλανήσεως με προσβολή του εχθρού από παραπλανητική κατεύθυνση προς διάσπαση της προσοχής του και τη δημιουργία ψευδούς εντύπωσης για το που πρέπει να αναμένεται η κρούση των φιλίων δυνάμεων. Της κύριας ενέργειας θα έχει προηγηθεί αθόρυβη άνοδο επί της βραχονησίδας αριθμού υποβρύχιων καταστροφέων με στόχο την εξασφάλιση προγεφυρώματος για την έφοδο της κύριας δύναμης, την σηματοδοσία επί της ακτής, την άρση των εχθρικών παγιδεύσεων, την κατεύθυνση πυρών,την προσβολή του εχθρού σε πρώιμο στάδιο και αν οι συνθήκες το επιτρέψουν ακόμη και την αθόρυβη σταδιακή εξουδετέρωση της εχθρικής δύναμης που θα σημαίνει και το τέλος της αρχικής φάσης. Με την έξοδο επί της ακτής αρχίζει η κύρια φάση, η οποία περιλαμβάνει κλασική εφαρμογή μάχης πεζικού σε μικρές αποστάσεις, σ’ενα περιβάλλον μάχης εν πολλοίς χαοτικό, με έντονο χαρακτηριστικό την μάχη μικρών κλιμακίων. Είναι προφανές πως σε ανάλογες καταστάσεις θα φανεί η αξία της εκπαίδευσης σε επίπεδο μικρών ηγητόρων και ανάπτυξης ατομικής πρωτοβουλίας και η διεύθυνση της όλης μάχης απαιτεί ένα ιδιότυπο μείγμα συγκεντρωτισμού με έντονα στοιχεία αποκέντρωσης. Η εξόντωση ή σύλληψη και των τελευταίων ανδρών του εχθρού και η σταθεροποίηση επί της βραχονησίδας θα σημαίνει και το τέλος της επιχείρησης.
Επί όλων αυτών έχουμε να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις. Καταρχήν θεωρούμε περίπου ανέφικτη την πιθανότητα επίτευξης τακτικού αιφνιδιασμού. Η εχθρική δύναμη θα αναμένει την ελληνική ενέργεια, θα είναι εφοδιασμένη με πλήθος συσκευών νυχτερινής παρατήρησης (κατά βάση θερμικών χωρίς να αποκλείεται και η χρήση φορητών ραντάρ έρευνας εδάφους) και θα έχει τη προσοχή της τεταμένη. Αμφίβολη είναι επίσης και η επιτυχία υποεπιχείρησης παραπλάνησης. Από την έως τώρα παρακολούθηση των ελληνικών ασκήσεων παρόμοιου είδους είναι λογικό να υποτεθεί πως ο εχθρός θα έχει εξάγει τα συμπεράσματα του και θα θεωρεί την πτυχή της παραπλάνησης δομικό στοιχείο των ελληνικών τακτικών άρα είναι μάλλον δύσκολο να “τσιμπήσει το δόλωμα” για να το πούμε απλά. Η υπόθεση τώρα της αφανούς ανόδου υποβρύχιων καταστροφέων επί της βραχονησίδας συγκεντρώνει αντικειμενικά μειονεκτήματα. Ο χώρος είναι μικρός και δεδομένος και τα πιθανά σημεία εξόδου επί της ακτής είναι συγκεκριμένα, φυλασσόμενα, και πάντως επιτηρούμενα και καλυπτόμενα από πυρά. Ακόμα και η χρήση απόκρημνων σημείων είναι δυσχερής. Πέραν του ότι είναι δυνατόν αυτά να είναι παγιδευμένα, έστω με φωτοπαγίδες, η χρήση τους πρέπει να αναμένεται από τον εχθρό ακριβώς επειδή αποτελούν τα λιγότερο προφανή σημεία εξόδου-είναι αφελές να θεωρείται πως ο εχθρός δεν θα κάνει τις ίδιες με μας σκέψεις και θα λειτουργήσει όπως ο ημέτερος σχεδιασμός προσδοκά.
Κατά τη γνώμη μας η επιτυχία ανάλογου εγχειρήματος πρέπει να βασίζεται στην βιαιότητα της κρούσης και στην ισχύ πυρός. Μόνο με την εκτεταμένη χρήση της τελευταίας σε ρόλο υποστήριξης των φιλίων τμημάτων και καταστολής της εχθρικής αντίστασης είναι εφικτή η εκτέλεση παρόμοιας επιχείρησης με δεδομένο πως είναι προφανές πως οι κάποιες από τις έτερες προϋποθέσεις επιτυχίας κάθε στρατιωτικής επιχείρησης (αιφνιδιασμός, παραπλάνηση) πρέπει να αποκλείονται για λόγους που αναλύθηκαν παραπάνω. Φυσικά πρέπει να διατίθενται και τα ανάλογα μέσα. Είναι απαράδεκτο 27 ολόκληρα χρόνια από την κρίση των Ιμίων και 25 από την τάξη της σχετικής απαίτησης να μην έχει προχωρήσει ακόμη η προμήθεια ειδικών σκαφών “συνοδείας και συμβολής άμυνας νήσου” σαν το Σουηδικό CB-90, το ιδεώδες σκάφος για χρήση στο δαιδαλώδες και χαρακτηριζόμενο από έντονη κατάτμηση νήσων και ακτών περιβάλλον του Αιγαίου. Με την θωράκιση του και τον ισχυρό οπλισμό του είναι σε θέση να προσφέρει αυτό ακριβώς που λείπει από τις μονάδες Αμφίβιων Καταδρομών: προστασία κατά την μεταφορά και την κρούση και ισχύ πυρός για καταστολή της εχθρικής αντίστασης επί της ακτής, ανεξάρτητα των άλλων ειδικών εφαρμογών που μπορεί όπως να έχει π.χ της προσβολής ακόμη και μεγαλύτερων σκαφών επιφανείας του αντιπάλου χάρη στα Κ/Β μικρού βεληνεκούς που μπορεί να φέρει. Ακόμη και έτσι πάντως,οι φίλιες δυνάμεις πρέπει να είναι αποφασισμένες για βαριές απώλειες που τονίζει έτι περαιτέρω την ανάγκη για τον ελιτίστικο χαρακτήρα που αυτές πρέπει να έχουν.
Με δεδομένο πως πολλά έχουν γραφεί για το θέμα “ανακατάληψη βραχονησίδων” ας επιχειρήσουμε να δούμε τώρα το θέμα από την “άλλη πλευρά του νομίσματος”, αυτόν της άμυνας επί βραχονησίδων ώστε να συμπληρώσουμε την όλη εικόνα. Καταρχήν πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως σε ανάλογη περίπτωση ο εχθρός δεν θα μας κάνει την χάρη (πλην ελαχίστων πιθανών εξαιρέσεων) να λειτουργήσει όπως προβλέπεται για τις ημετέρες δυνάμεις, ήτοι να επιχειρήσει αφανή και με την χρήση ελαχιστοποιημένων ποσών βίας άνοδο σε Ελληνική βραχονησίδα. Η προσπάθεια του θα έχει χαρακτηριστικά κανονικής στρατιωτικής επιχείρησης υπό συνθήκες επιδιώξιμες από όλους τους στρατούς συνθήκες: αιφνιδιασμό, ταχύτητα, δυναμικότητα ενέργειας και πρόθεση ισχυρής υπεράσπισης των κεκτημένων. Βέβαια κάτι τέτοιο θα μπορούσε να πει κανείς πως λύνει τα χέρια της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας που θα μπορεί να επικαλεσθεί την εχθρική συμπεριφορά για την δίχως όρους και περιορισμούς χρήση της ημέτερας ισχύος, αλλά με δεδομένη την ελληνική πραγματικότητα καλό είναι αυτό να μην θεωρείται δεδομένο και ο αντίπαλος το ξέρει. Η όλη προσπάθεια άμυνας των αρχιπελαγικών συμπλεγμάτων νησίδων και βραχονησίδων πρέπει να εγκαταλείψει την αρχή της υπερεξασφάλισης, δηλαδή της φυσικής παρουσίας σε κάθε νησίδα πιθανό στόχο του αντιπάλου και να εστιασθεί στην αρχή της ευελιξίας, της επαύξησης της επιτήρησης με τεχνητά μέσα και κυρίως στην επίδειξη απόλυτης αποφασιστικότητας στην αρχή της διατήρησης και αποκατάστασης της συνοχής του πάτριου εδάφους.
Και μόνο η ύπαρξη της τελευταίας δύναται να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τον αντίπαλο στην επιδίωξη ανάλογου εγχειρήματος και υπό μια έννοια “κατευναστικά” στην εξέλιξη όλης της κρίσης. Η οξεία λειψανδρία και τα γενικότερα σχετικώς μικρά μεγέθη που χαρακτηρίζουν το ελληνικό στράτευμα τονίζουν έτι περαιτέρω την ανάγκη απαγκίστρωσης από την αρχή της “ταυτόχρονης παρουσίας παντού”, η οποία οδηγεί στην διάσπαση των ήδη μικρών μας δυνάμεων και στην αποδυνάμωση του συνολικού συστήματος άμυνας του Αρχιπελάγους.
Άλλωστε όπως έλεγε και ένας στρατηγιστής του παρελθόντος “όποιος αμύνεται παντού στην ουσία δεν αμύνεται πουθενά”.