Η ιστορία της πρώτης Ελληνικής βόμβας LGB (Laser Guided Bomb) αποτελεί στην ουσία την πρώτη προσπάθεια ανάπτυξης ενός Ελληνικού οπλικού συστήματος υψηλής τεχνολογίας.
Στην ουσία μιλάμε για δύο διαφορετικά προγράμματα που “έτρεξαν” χρονικά το μεν πρώτο το 1981 από το ΚΕΤΑ (Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογίας Αεροπορίας) το δε δεύτερο από την ΕΑΒ το 1986. Και οι δύο περιπτώσεις αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα εμφάνισης διαχρονικών αβελτηριών, σκόπιμων παραλείψεων και εμφάνισης τεχνητών προσκομμάτων σε ό, τι έχει να κάνει με την ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανικής βάσης.
Το 1981 η τότε ηγεσία της ΠΑ και του υπουργείου άμυνας πρότεινε την ανάπτυξη συλλογής μετατροπής iron bomb σε βόμβα καθοδήγησης απο δέσμη laser.Η ομάδα που ανέλαβε το εγχείρημα συγκροτήθηκε στο ΚΕΤΑ και αποτελούνταν από τον Σμηναγό Χατζηαναστασίου , πέντε σμηνίτες απόφοιτους πανεπιστημιακών και τεχνικών σχολών – οι οποίοι με την απόλυση τους απορροφήθηκαν από την αμυντική βιομηχανία – ενώ Α.Πολάτος καθηγητής ΣΑΕ (Συστήματα Αυτομάτου Ελέγχου) του ΤΕΙ Πειραιά σχεδίασε και κατασκεύασε τα ηλεκτρονικά. Η ομάδα χρησιμοποίησε σαν πρότυπο της LGB Paveway I, που υπηρετούσε ήδη στο ελληνικό οπλοστάσιο και εφαρμόζοντας μεθόδους ”reverse engineering” (κοινώς αντιγραφής) κατασκεύασε την πρώτη Ελληνική βόμβα καθοδήγησης από δέσμη laser.
Τέλη του 1981 έγινε η πρώτη δοκιμή στο πεδίο βολής Κρανιάς με δύο βόμβες Mk82 να φορούν ισάριθμες συλλογές μετατροπής.Για την πραγματοποίηση των αφέσεων χρησιμοποιήθηκαν δύο Phantom,το πρώτο λειτούργησε σαν φορέας των LGB ενώ το δεύτερο με καταδείκτη χειριζόμενο από τον ΧΟΣ (Χειριστή Οπλικών Συστημάτων) φώτισε το στόχο . Η πρώτη δοκιμή απέτυχε , οι μηχανικοί όμως χωρίς να αποθαρρυνθούν επέστρεψαν και στη δεύτερη απόπειρα τους η οποία ήταν αρκετά επιτυχής, το αεροσκάφος πραγματοποίησε άφεση του όπλου από ύψος 2.000 – 3.000 , δημιουργώντας έτσι ελπίδες για το μέλλον του προγράμματος. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα της ερευνητικής ομάδας χρειάζονταν και άλλες δοκιμαστικές οι οποίες τελικά δεν έγιναν.
Ακολούθως το 1983 ο επικεφαλής της ομάδας ανάπτυξης Σμηναγός Κ. Xατζηαναστασίου πραγματοποίησε και παρέδωσε στο υπουργείο εθνικής άμυνας προμελέτη για την ανάπτυξη μιας νέας κατευθυνόμενης βόμβας . Η προμελέτη εστάλη στον τότε υπουργό εθνικής άμυνας ο οποίος την κοινοποίησε στις κρατικές αμυντικές βιομηχανίες ΕΒΟ ΕΑΒ ΠΥΡΚΑΛ και την ιδιωτική ΕΛΦΟΝ για να εξεταστούν οι δυνατότητες ανάπτυξης και παραγωγής της
Δυστυχώς η ομάδα που είχε ξεκινήσει το πρόγραμμα κατασκευής της πρώτης Ελληνικής LGB διαλύθηκε ενώ ο επικεφαλής διώχθηκε ποινικά* με τη κατηγορία της διαρροής απόρρητων στοιχείων σε ιδιωτική εταιρία παρά το γεγονός ότι αυτό είχε πραγματοποιηθεί μέσα από τις διαδικασίες των υπηρεσιών του υπουργείου εθνικής άμυνας.
Η ιδέα για τη σχεδίαση μιας Ελληνικής κατευθυνόμενης βόμβας έπεσε σε αδράνεια για δύο χρόνια , εώς το 1985 οπότε και υπήρξε ενεργοποίηση συναφούς προγράμματος για την ανάπτυξη LGB από την ΕΑΒ.Το πρόγραμμα ξεκινούσε από το μηδέν , η εταιρία αξιοποιώντας τη τεχνογνωσία της και το προσωπικό της τότε νεοσύστατης Διεύθυνσης Έρευνας και Ανάπτυξης κατασκεύασε τη ”Σάρισα” . Συνολικά κατασκευάστηκαν 8 πρωτότυπα συλλογών LGΒ τα οποία μπορούσαν να προσαρμοστούν σε σώμα Mk82 , Mk83 και Mk84 .
Αν και η αρχή λειτουργίας της ήταν ίδια με αυτή της οικογένεια των βομβών Paveway , η “Σάρισα” ενσωμάτωνε αρκετές καινοτομίες της εποχής που επικεντρώνονταν σε νέας φιλοσοφίας προενισχυτή του φωτοανιχνευτή και του λογαριθμικού ενισχυτή των οποίων οι σχεδιαστικές παράμετροι περιόριζαν το CEP ( Circullar Error Probability – Πιθανότητα Κυκλικού Σφάλματος ) σε μόλις 3 πόδια (1 μέτρο) στον αντίποδα η Paveway ΙΙ παρουσίαζε τιμή CEP 10 ποδών.Επίσης μελετήθηκε και εξομοιώθηκε η βαλλιστική τροχιά του όπλου από διάφορες συνθήκες άφεσης ώστε να εκπονηθεί φάκελος πτήσης του.
Το πρόγραμμα χαρακτηριζόταν από αυξημένη αυτονομία ως προς τη παραγωγή του όπλου . Η θερμική μπαταρία και η γεννήτρια πεπιεσμένου αερίου κατασκευάστηκαν από Ελληνικές βιοτεχνίες , ο λογαριθμικός ενισχυτής και οι βαθμίδες του συστήματος καθοδήγησης σχεδιάσθηκαν και κατασκευάσθηκαν από την ΕΑΒ , ο φωτοανιχνευτής ήταν επίσης προϊόν σχεδίασης των μηχανικών ΕΑΒ και κατασκευαζόταν στη Βρετανία ενώ τα σώματα Mk82 και Mk83 παράγονταν στην Ελλάδα.
Το έτος 1988 η ”Σάρισα” δοκιμάστηκε στο πεδίο βολής Κρανιάς με απόλυτη επιτυχία , από τις 8 συλλογές που είχαν κατασκευασθεί οι 4 χρησιμοποιήθηκαν από δύο Phantom.Χαρακτηριστικά δύο ”σενάρια” άφεσης , στο ένα η βόμβα (dummy) χτύπησε βαρέλι που εξομοίωνε στόχο ενώ στο δεύτερο κατάφερε να πετύχει το πυργίσκο άρματος M-47 εκτινάσσοντας το στον αέρα.
Παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα απέκτησε υποστηρικτές – εντός ΠΑ – δεν υπήρξε κάποια προμήθεια του όπλου από την ΠΑ έστω και σε μικρή ποσότητα , προδιαγράφοντας έτσι το μέλλον του και εξαλείφοντας κάθε εξαγωγική προοπτική.Παρόλα αυτά και χωρίς περαιτέρω επίσημη υποστήριξη οι μηχανικοί της ΕΑΒ συνέχισαν να εργάζονται πάνω στην ”Σάρισα” πραγματοποιώντας σειρά από βελτιώσεις στο αρχικό σχέδιο αλλά το project έμελλε να απαξιωθεί, έτσι την ταραγμένη πολιτικά περίοδο 1989 –1990 η προσπάθεια σταμάτησε άδοξα.
Το 1996 , 8 χρόνια μετά τις πετυχημές δοκιμές της ”Σάρισας” η κρίση των Ιμίων θα είναι το εφαλτήριο για την επαναδραστηριοποίηση του προγράμματος.Τη χρονιά της κρίσης η Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών προσπάθησε να ξεκινήσει το πρόγραμμα ανάπτυξη βόμβας καθοδήγησης laser με μια πρόσθετη βελτίωση στα υπάρχοντα σχέδια , τη προσθήκη πυραυλοκινητήρα – κατά τα πρότυπα της AGM-123A Skipper II – που θα επέτρεπε στο όπλο να πλήττει στόχους σε μεγαλύτερη απόσταση. Για την ιστορία, το AGM-123 Skipper II χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά στις αμερικανο-ιρανικές αεροναυμαχίες κατά την διάρκεια της επιχείρησης “Praying Mantis” το 1988 καθώς και στο 2ο Πόλεμο του Κόλπου το 1991 με πολύ καλά αποτελέσματα.
Η πρωτοβουλία για την τοποθέτηση του πυραυλοκινητήρα της Skipper II στην Ελληνική LGB άνηκε στον Αίθωνα Ναρλή ο οποίος ήταν προϊστάμενος της Διεύθυνσης Τεχνολογίας και Ανάπτυξης της ΓΔΕ . Ο Α.Ναρλής το Φθινόπωρο του 1997 κατά τη διάρκεια της συνόδου της Ελληνοαμερικανικής Αμυντικής συνεργασίας DICA , ζήτησε από τις ΗΠΑ να δοθεί στην Ελλάδα ο φάκελος παραγωγής του AGM-123A – του οποίου η παραγωγή είχε σταματήσει – για να εισπράξει αρνητική απάντηση καθώς οι Αμερικανοί εκτιμούσαν πως η Ελλάδα στο άμεσο μέλλον θα αγόραζε επιπλέον Paveway II.
Στον αντίποδα το ενδιαφέρον της τότε ηγεσίας του ΥΠΕΘΑ δεν ήταν ανάλογο της σημασίας του προγράμματος και έτσι για μια ακόμη φορά η Ελληνική LGB ”Σάρισα” οδηγήθηκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας …