Οι πρόσφατες εξελίξεις όσον αφορά την εγχώρια πολεμική βιομηχανία ανοίγουν τον δρόμο για μια ευρύτερη συζήτηση αναφορικά με τον ρόλο της αμυντικής βιομηχανία στην χώρα μας και τον προσανατολισμό που αυτή πρέπει να έχει. Δεν θα σταθούμε τόσο στην οπωσδήποτε σημαντική πτυχή της προσφοράς της αμυντικής βιομηχανίας στην εθνική οικονομία, θα εστιάσουμε περισσότερο στην αμυντική πτυχή, στους τρόπους δηλαδή με τους οποίους αυτή επιδρά στην αμυντική ισχύ της χώρας.
Καταρχήν πρέπει να επισημάνουμε ότι είναι λάθος να αντιμετωπίζεται η αμυντική βιομηχανία ως οικονομική μονάδα στα πλαίσια μιας “οικονομικίστικης” αντίληψης που θέλει να τα βλέπει όλα μέσα από οικονομικό πρίσμα. Γενικότερα πρέπει να πούμε πως απορρίπτουμε κάθε ιδεολογία που αντιλαμβάνεται την οικονομία ως αυτοσκοπό. Για μας η οικονομία είναι το μέσο, όχι ο σκοπός και αποστολή της είναι να υπηρετεί και να προάγει τα συμφέροντα του Έθνους και του Λαού. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση…
Επανερχόμενοι στο θέμα της αμυντικής βιομηχανίας πρέπει να κάνουμε την εξής επισήμανση: για μας είναι λανθασμένη η προσκόλληση στον στόχο της επίτευξης της ανταγωνιστικότητας όπως κάνουν άλλες χώρες. Αντιλαμβανόμαστε την αμυντική βιομηχανία σαν συνιστώσα περισσότερο της εθνικής άμυνας παρά της εθνικής οικονομίας. Θεωρούμε πως βασική επιδίωξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας πρέπει να είναι η κάλυψη των ζωτικών αναγκών των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτό μπορεί να ακούγεται “κρατικίστικο” είναι όμως απολύτως απαραίτητο για μια χώρα που αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα ασφαλείας. Η επίτευξη ανταγωνιστικότητας και η προσέλκυση εξαγωγικών πελατών είναι ασφαλώς στόχος, έπεται όμως σε σημασία του πρωτεύοντος στόχου όπως αναλύθηκε παραπάνω.
Εξίσου λανθασμένη είναι από την άλλη πλευρά η φιλοδοξία για την πλήρη κάλυψη των αναγκών της χώρας σε πολεμικό υλικό από την εγχώρια βιομηχανία. Δεν θα πρέπει να τρέφουμε ψευδαισθήσεις για τα μεγέθη της χώρας μας και για την δυνατότητα της να παράξει το σύνολο των οπλικών συστημάτων και των υποσυστημάτων τους που της είναι απαραίτητα. Είναι δεδομένο πως η ανάπτυξη και κατασκευή ενός μαχητικού αεροσκάφους υψηλών επιδόσεων λόγου χάρη είναι εκτός των δυνατοτήτων της χώρας και θα είναι και στο ορατό μέλλον. Ελάχιστες χώρες διεθνώς είναι σε θέση να κατασκευάζουν το σύνολο του πολεμικού υλικού που τους είναι απαραίτητο και ακόμα και αυτές προβαίνουν κατά καιρούς σε εισαγωγές πολεμικού υλικού. Πρέπει λοιπόν οι όποιοι στόχοι τεθούν όσον αφορά την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας να είναι ρεαλιστικοί και να λαμβάνουν υπόψη τους τα μεγέθη και τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Ως εκ τούτου το παράδειγμα της Τουρκίας, μιας χώρας με ούτως ή άλλως μεγαλύτερες παραγωγικές δυνατότητες από την δική μας, που προσπαθεί να πετύχει αυτάρκεια στην παραγωγή πλήρους γκάμας πολεμικού υλικού πρέπει να απορριφθεί.
Αν θα θέλαμε να κωδικοποιήσουμε εν συντομία τις παραγωγικές προτεραιότητες της αμυντικής βιομηχανίας θα είχαμε να πούμε τα εξής:
1)Ανάπτυξη και παραγωγή λογισμικού και hardware υλικού επικοινωνιών, ηλεκτρονικού πολέμου και κυβερνοπολέμου ώστε οι “πηγαίοι κώδικες” να ανήκουν στις Ελληνικές Ε.Δ που θα τις καταστήσουν σε σχετικό βαθμό απρόσβλητες από ανάλογες απειλές. Ειδικά στις μέρες μας με την ανάπτυξη των μέσων ηλεκτρονικού πολέμου και κυβερνοπολέμου αυτή η προτεραιότητα λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία.
2)Ανάπτυξη φθηνών “έξυπνων” όπλων που θα επιτρέπουν την απόκτηση τους σε μεγάλους αριθμούς.
3)Απόκτηση ικανότητας υποστήριξης των εν υπηρεσία συστημάτων στο ελληνικό οπλοστάσιο μέσω της κατασκευής ανταλλακτικών και αναλωσίμων δια της μεθόδου της «αντίστροφης μηχανικής». Στον τομέα αυτό η συνεργασία με χώρες που έχουν αναπτύξει ανάλογη ικανότητα όπως η Κίνα θα ήταν κεφαλαιώδους σημασίας.
4)Ανάπτυξη χαμηλής τεχνογνωσίας οπλικών συστημάτων και ικανότητα μαζικής παραγωγής σε σύντομο χρονικό διάστημα.
5)Επιλεκτική ανάπτυξη υψηλής τεχνογνωσίας οπλικών συστημάτων όπως π.χ stand-off όπλων που θα βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας των προϊόντων της εγχώριας βιομηχανίας.
Όλα τα παραπάνω φρονούμε πως βρίσκονται εντός των δυνατοτήτων της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας οι οποίες δύνανται να επαυξηθούν μέσω της συνεργασίας με χώρες όπως το Ισραήλ, η Ν.Αφρική, η Ιαπωνία, η Ταϊβάν, η Βραζιλία, η Σερβία κ.α.
Αυτά ταυτόχρονα με ένα επιθετικό πρόγραμμα εμπορικής προώθησης με την παροχή φυσικά της κατάλληλης πολιτικής υποστήριξης δύνανται να επιφέρουν και εξαγωγικά οφέλη που θα αποσβέσουν σε βάθος χρόνου την απαιτούμενη επένδυση.
Φυσικά το θέμα δεν εξαντλείται εδώ. Εμείς επιχειρήσαμε μια πρόχειρη προσέγγιση την οποία ελπίζουμε να εξειδικεύσουμε σε μελλοντικές μας αναρτήσεις.